Εδώ και περισσότερες από 12 ημέρες η μεγαλύτερη πυρκαγιά της Ευρώπης κατακαίει το μοναδικό δάσος της Δαδιάς στον ακριτικό Έβρο. Το δάσος αυτό, που και το 2022 έχασε σημαντικό τμήμα του από πυρκαγιά, αποτελεί ένα διαμάντι της ελληνικής φύσης και της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας βιοποικιλότητας. Μεταξύ άλλων σημαντικότατων στοιχείων της βιοποικιλότητάς του, το δάσος αυτό φιλοξενεί 36 από τα 38 είδη αρπακτικών πουλιών της Ευρώπης, με 19-21 από αυτά να αναπαράγονται σε αυτό, στοιχεία που από μόνα τους αναδεικνύουν τη σημασία του συγκεκριμένου δάσους.
Οι στιγμές είναι πάρα πολύ δύσκολες για να πει κανείς τι ακριβώς έφταιξε. Η καταστροφή είναι τεράστια, τόσο από την πλευρά των απωλειών ανθρώπων και περιουσιών όσο και από την πλευρά των απωλειών των φυσικών πόρων που στηρίζουν την αγροτική οικονομία και την βιοποικιλότητα.
Ωστόσο, οφείλουμε να αναδείξουμε ότι η συγκεκριμένη μεγαπυρκαγιά στη Δαδιά δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμη συνηθισμένο περιστατικό δασικής πυρκαγιάς, όπως, δυστυχώς, προκύπτει από το μεγαλύτερο μέρος της τρέχουσας ειδησεογραφίας.
Ως Τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 94/30.8.2023 απόφαση της Συνέλευσής του, εκτιμούμε ομόφωνα ότι μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές, ειδικά από το 2007 και μετά (π.χ. Ηλεία, Μάτι Αττικής, Βόρεια Εύβοια, Ρόδος, Πάρνηθα), είναι προφανές, πλέον, ότι απαιτούνται ΑΜΕΣΕΣ και γενναίες πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες για την αντιμετώπιση του φαινομένου και αλλαγή των μεθόδων δασοπυρόσβεσης. Το γεγονός και μόνο ότι από το 1998 (μεταφορά της ευθύνης δασοπυρόσβεσης από τη Δασική στην Πυροσβεστική Υπηρεσία) οι καμένες εκτάσεις πολλαπλασιάστηκαν, υποδεικνύει ότι υπάρχει σημαντικό πρόβλημα στην πρόληψη και καταστολή των δασικών πυρκαγιών.
Η Πολιτεία θα πρέπει επιτέλους να επενδύσει ουσιαστικά σε μέτρα διατήρησης και διαφύλαξης των δασών και της βιοποικιλότητας εντός και εκτός προστατευόμενων περιοχών. Συμφωνώντας με τις απόψεις πολλών ειδικών που έχουν καταγραφεί, ειδικά από τις δασικές μεγαπυρκαγιές του 2021 και μετά, είναι ξεκάθαρο ότι ανεξάρτητα των διαφόρων αιτιών πρόκλησης των δασικών πυρκαγιών, η Πολιτεία οφείλει να δράσει προληπτικά δίνοντας περισσότερη έμφαση σε μέτρα πρόληψης παρά στην καταστολή.
Σημαντικές παράμετροι «τροφοδοσίας» των πυρκαγιών είναι η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η απαξίωση των επαγγελμάτων του πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία) που, μεταξύ άλλων, διατηρούν ανοιχτά διάκενα στο δάσος, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν την παρεδαφιαία βλάστηση στον υπόροφο δασικών εκτάσεων και περιορίζουν τη συσσώρευση της φυσικής, καύσιμης τελικά, βιομάζας. Ο ρόλος των δασεργατών και των ρητινοσυλλεκτών πρέπει να αναβαθμιστεί, καθώς αυτοί είναι που ασχολούνται ουσιαστικά με τη διαχείριση και καλλιέργεια των δασών και έχουν άμεση συμμετοχή στην προσέγγιση και κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών.
Δεν νοείται – από κάθε άποψη – η μη εμπλοκή στο έργο της δασοπυρόσβεσης του καθ’ ύλην αρμόδιου φορέα, της Δασικής Υπηρεσίας. Δεν νοείται η μη επαρκής στελέχωση, ο μη διαρκής εξοπλισμός της Δασικής Υπηρεσίας και ουσιαστικά η απαξίωσή της. Οι πρόσοδοι από τα δάση (δημόσια και ιδιωτικά) θα πρέπει να καταλήγουν στα ίδια τα δάση, όπως ίσχυε παλαιότερα. Δεν στέκει σε καμία λογική ο σχεδιασμός της αντιπυρικής προστασίας να έχει εκχωρηθεί σε υπηρεσίες που ούτε το δάσος γνωρίζουν, ούτε καλά-καλά την περιοχή ευθύνης τους. Η ουσιαστική προστασία των δασών από πυρκαγιές και κάθε άλλου είδους κίνδυνο διεξάγεται 12 μήνες το έτος με επιτόπιες δράσεις, με σχεδιασμό, βάσει συγκεκριμένων σχεδίων και μελετών, από κατάλληλα επιμορφωμένο και εξοπλισμένο προσωπικό και Υπηρεσίες.
Η εμπειρία τόσων ετών και οι διεθνείς «καλές πρακτικές» επιβάλουν την άμεση σύσταση ενιαίου φορέα αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών με την ανάληψη κυρίαρχου ρόλου από τη Δασική Υπηρεσία, καθώς η διαχείριση – πρόληψη – καταστολή – αποκατάσταση των δασικών πυρκαγιών και των επιπτώσεών τους είναι μία ενιαία και ολοκληρωμένη προσέγγιση αντιμετώπισης του φαινομένου.
Η χώρα μας χρειάζεται συνολικές αποφάσεις πολιτικής για την ουσιαστική αναβίωση και ανάπτυξη της υπαίθρου. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο (βλέπε νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, Στρατηγικές για τα δάση και τη βιοποικιλότητα για το 2030 κ.ά.), ο πρωτογενής τομέας, ειδικά η γεωργία, η εκτατική κτηνοτροφία, η δασοπονία και η αλιεία, αντιμετωπίζονται, απολύτως ορθά, ως κύρια διαχειριστικά μέτρα για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Η Ελλάδα οφείλει, έστω και με καθυστέρηση, να συνδυάσει τους παραγωγικούς αυτούς τομείς με την προστασία και διατήρηση των δασικών οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας. Τα παραπάνω αποτελούν ουσιαστική επένδυση ώστε τα όμορφα φυσικά και ανθρωπογενή τοπία, τα μνημεία και τα υγιή της οικοσυστήματα να συνεχίσουν να υποστηρίζουν την καλή ποιότητα ζωής και τους υπόλοιπους τομείς της εθνικής οικονομίας.