Την κοιτούσα , ήταν σημαία από μαύρο πανί, κουνιότανε δεξιά ,αριστερά και ένιωθα πως μ’ αποχαιρετά . Κοίταξα τη θάλασσα ,ήσυχα τα νερά , καταγάλανα, κοιμότανε βαθιά.
Κοίταξα τον ουρανό ,χαμήλωσε , σαν να ήθελε να σμίξει με της θάλασσας τα γαλανά νερά. Και ο ίδιος ,σαν μια φυσαλίδα ,πήγαινα και ερχόμουνα στην ακροθαλασσιά , στροβιλιζόμουνα απ’ το κύμα στα θολά νερά.
Κοίταξα πάλι τη σημαία , συνέχιζε να μ’ αποχαιρετά.
Μα ποιος φεύγει αναρωτήθηκα , θάναι γνωστός , έτσι εξηγείται
ένας απόκρυφος μέσα μου αναστεναγμός .
Επιτέλους λύθηκε το μυστήριο , φάνηκε ο βαρκάρης , βουβός και σκυθρωπός.
-Ανέβα μου είπε ,τι περιμένεις ,από τούτη τη στιγμή τέλος οι σκέψεις ,
τέλος εσύ, τέλος η θάλασσα ,ο ουρανός , το φως , έρεβος βαθύ σε καρτερεί .
-Ήσυχη θάλασσα έχει θ’ ανεβώ , μου εμπνέεις εμπιστοσύνη , ας ταξιδέψουμε μαζί.
-Μέχρι εκεί .
- Τι είναι εκεί ;
- Αυτό που φοβόσουνα σε όλη σου τη ζωή.
-Δηλαδή ;
-Τίποτα , το απόλυτο κενό ,άδικα ανησυχούσες και τη ζωή σου τυραννούσες.
-Είναι μακριά ;
-Αμέσως μόλις περάσουμε το σημείο όπου ο ουρανός τη θάλασσα ακουμπά .
Μόλις περάσαμε , αιώνια , απόλυτη, νεκρική σιγή.