Από τη στιγμή που γεννήθηκα έγινα καπετάνιος σε μια βάρκα μικρή και σε ωκεανό ταξιδεύω που το όνομα του είναι ζωή και θάνατος. Όλοι όσοι βρίσκονται στη ζωή ταξιδεύουν μαζί μου, περνούν οδύσσειες πολλές, πολλά τα διδάγματα, όμως κάποια στιγμή όλα η Χάρυβδη ή η σκύλα θα τα καταπιεί. Μάταια είναι η ζωή.
Οι περισσότερες βάρκες ενεργούν σαν πλοία πολεμικά και συνεχώς προσπαθούν να εμβολίσουν διπλανές για να ταξιδεύουν πιο άνετα αυτές. Άλλη μια εντολή που έπεσε στο κενό.
Αγάπα τον πλησίον σου…. Σήμερα, όπως κατάντησε η ζωή, πολλοί δεν αγαπούν ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό.
Περίεργο φαντάζει πολύ, πως όλοι ταξιδεύουν στην ίδια γραμμή και μια κατεύθυνση έχει η ροή. Στο ξεκίνημα υπάρχει μια πινακίδα και ένα βέλος που δείχνει τον προορισμό.
- ΠΡΟΣ ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟ.
Ταξιδεύω τώρα εβδομήντα χρόνια κοντά και τα καράβια είναι ίδια σε αριθμό,
όπως όταν ξεκίνησα , ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα , αιώνια σκέφτηκα πως είναι η ζωή.
Είναι ,αλλά όχι και για σένα άκουσα μια φωνή.
Τα έβλεπα να πλέουν στα νερά, πότε σε ήρεμη θάλασσα και πότε σε αγριεμένη με κύματα ψηλά. Περίεργο, άλλα ταξιδεύουν κάποιες στιγμές σε ήπια νερά, ενώ διπλανά σε μανιασμένα κύματα εχθρικά.
Μερικά από τη μια στιγμή στην άλλη ναυαγούσαν οριστικά.
Λίγο πριν ναυαγήσουν άλλαζαν χρώμα τα πανιά , από ολόλευκα γίνονταν σκοτεινά. Και ενώ συμβαίνανε ναυάγια συχνά, άλλες βάρκες κάλυπταν τα κενά.
Όταν σαν καπετάνιος δεν οδηγούσα σωστά, άκουγα από λίγους διπλανούς φωνές.
Πρόσεξε, θα χαθείς. Οι περισσότεροι με κοιτούσαν λοξά και μειδιούσαν με σαρδόνιο χαμόγελο.
Όταν ήμουν νέος συνέβαινε αυτό, μα είχα τύχη, άλλοι δεν είχαν και το ταξίδι τους τέλειωσε γοργά.
Ώσπου κάποια στιγμή και ενώ πίστευα πως οδηγώ σωστά και η δική μου η βάρκα μου άρχισε να με ταρακουνά και να μπάζει νερά. Φώναξα βοήθεια και τότε άκουσα μια φωνή σαν από εισπράκτορα λεωφορείου. Φτάσατε στο τέρμα, κατεβείτε.
Όλων το μυαλό σαν GPS λειτουργεί και όλοι έχουν τον ίδιο σαν τελικό προορισμό.
Ένα νεκροταφείο και τίποτα πέρα από αυτό.
Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα. Χάθηκα σε πελάγη σιωπηλά ,σκοτεινά
Ένα ταξίδι με μικρό καράβι είναι η ζωή, με άπειρο καπετάνιο στην αρχή,
δίχως πυξίδα να οδηγεί ,άγρια κύματα και μανιασμένοι άνεμοι οι πλοηγοί.
Μάχομαι και βγαίνω νικητής, σε ήπια θάλασσα από κάποια στιγμή είμαι ταξιδευτής. Όμως αλίμονο πολύ γρήγορα πάλι σε μανιασμένη θάλασσα θα βρεθώ
και κάποια στιγμή όπως όλοι, θα ναυαγήσω και εγώ και πάλι σε σκοτάδι βαθύ θα βρεθώ, όπου ήμουνα και πριν ξεκινήσει το ταξίδι αυτό.
Στην αρχή υπήρχε πινακίδα και εδώ που έγραφε.
ΠΡΟΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ. Τίποτα δεν χάνω σκέφτηκα, θα έχω ότι είχα πριν να γεννηθώ.