«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
[Τα παραπάνω λόγια του Μπελογιάννη – παντοτινό σύμβολο του πατριώτη, του διεθνιστή, του ανθρώπου, του κομμουνιστή – αποδείχτηκαν πολύ πιο ισχυρά από τις κάννες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Πολύ πιο ανθεκτικά από τους μικρόνοες. Που νόμιζαν ότι δολοφονώντας τον Μπελογιάννη θα τον φίμωναν. Τον εκτέλεσαν πιστεύοντας ότι έτσι τα λόγια του θα έπαυαν να δονούν για πάντα τις καρδιές όλων εκείνων που δεν κάνουν «δήλωση μετανοίας»].
Έτσι τα ξημερώματα της 30ής Μάρτη του 1952, βρέθηκαν δολοφονικά χέρια που κράτησαν το όπλο στο εκτελεστικό απόσπασμα και σημάδεψαν την καρδιά των τεσσάρων αγωνιστών της λαϊκής δημοκρατίας της ελευθερίας και του σοσιαλισμού.
Σε δυο δίκες, στημένες από τους Αμερικάνους, το παλάτι το κράτος και το παρακράτος του 1952, επί κυβερνήσεων Νικολάου Πλαστήρα, η αστική τάξη κατάφερνε να στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα εκείνους που δεν θέλησαν να προδώσουν την ιδεολογία τους, τις αξίες τους και τα ιδανικά τους, για να μπορούμε εμείς σήμερα και χάρη σε αυτούς να αναπνέουμε περισσότερο και καθαρότερο αέρα, έστω και αυτής της αστικής δημοκρατίας.
Στους αθάνατους νεκρούς ξεχωρίζει και η μορφή του Νίκου Μπελογιάννη. Γεννημένος στην Αμαλιάδα το 1915 από τα μαθητικά του χρόνια ακόμη, ξεχώρισε για τη δημοκρατική του δράση και ευαισθησία. Ένας φλογερός επαναστάτης που δεν λύγισε ούτε στις εξορίες, ούτε στις φυλακές, ούτε και την ώρα που οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος σημάδευαν την καρδιά του, την οποία δεν δίστασε να προσφέρει απλόχερα για τη λευτεριά, τη δημοκρατία, το σοσιαλισμό.
Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, και την ήτα του δημοκρατικού στρατού, το 1949, για να γλυτώσει από το άγριο κυνηγητό των ελληνοαμερικάνων, καταφεύγει στο εξωτερικό μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές. Τον Ιούνη του 1950, σε μια εποχή όπου ακόμη και η προφορά της λέξης κομμουνισμός, σε οδηγούσε στη φυλακή ή στην εξορία, έρχεται κρυφά και παράνομα από το εξωτερικό για να οργανώσει τον αγώνα του κομμουνιστικού κόμματος. Γρήγορα όμως, στις 20-12-1950, συλλαμβάνεται και οδηγείται σε στημένη δίκη σε στρατοδικείο, στις 19-8-1951 με την κατηγορία της παράβασης του ν.509/1947 με τον οποίο το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου. Όμως το σαθρό κατηγορητήριο δεν μπόρεσε να τον οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα, γιαυτό, το Μάρτη του 1952, στήνουν δεύτερη δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας σε βάρος της Ελλάδας!!! Εκεί καταδικάζεται σε θάνατο, αυτός μαζί με τους συντρόφους του Μπάτση, Καλούμενο και Αργυριάδη.
Στις δίκες, ο Νίκος Μπελογιάννης στάθηκε όρθιος και ξευτέλισε τους στρατιωτικούς δικαστές και ολόκληρο το πολιτικοστρατιωτικό σύστημα που τον δίκαζε.
«…Κάποια στιγμή, εσείς, γιαυτό που κάνετε θα ζητήσετε χάρη από τον ελληνικό λαό…», ακούστηκε από τους κατηγορούμενους στη δίκη. «Στο πρόσωπό μας δικάζετε την ειρήνη, την Ελλάδα…» είπε αγέρωχος προς τους στρατοδίκες ο Νίκος Μπελογιάννης, «…οι σφαίρες σας δεν δολοφονούν εμάς αλλά την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδας…»
Ημέρα Κυριακή, που ούτε οι Γερμανοί δεν δολοφονούσαν Κυριακή, στις 30 Μάρτη του 1952, στις 4,10 το πρωί, ο Μπελογιάννης στα 37 του χρόνια, μαζί με τους συντρόφους του, κάτω από το φως των προβολέων των αυτοκινήτων και με το χαμόγελο στα χείλη, άφηνε την τελευταία του πνοή.
Πολλοί έγραψαν για το Μπελογιάννη. Ο Πωλ Ελιάρ μετά την εκτέλεσή του έγραφε:
«ο Μπελογιάννης πέθανε, δεν θυσίασε τίποτα από την τιμή μας, ούτε από την ελπίδα που έχουμε στο αύριο που αστραποβολά». Και ο Γιάννης Ρίτσος από την εξορία του στον Αϊ Στράτη, την ίδια μέρα της δολοφονίας του γράφει το ποίημά του «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο»:
«…Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει, σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή, όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα. Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος. Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη, μεσ΄το χαλκό της καρδιοχτυπάει η ειρήνη. Σιωπή, ακούστε τούτη τη καμπάνα. Σιωπή, οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη. Όχι δεν σου ταιριάζει εσένα Μπελογιάννη τούτο το σιωπηλό πένθος. Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε. Μ΄ένα γαρίφαλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία, μ΄ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει…»
Πιστεύω πως ο κάθε δημοκρατικός πολίτης λυγίζει συναισθηματικά διαβάζοντας και ακούγοντας για την αρχή και το τέλος της ζωής του Νίκου Μπελογιάννη. Έτσι και εγώ σαν ελεύθερος και δημοκρατικός πολίτης, αισθάνομαι την ανάγκη, ανεξάρτητα και πέρα από ιδεολογική ταυτότητα, να αποτίσω ελάχιστο φόρο τιμής σε αυτό τον ήρωα και τους συντρόφους του. Τον κάθε Μπελογιάννη οφείλουμε να τιμούμε και να μνημονεύουμε γιατί χάρη σε αυτούς, όλοι εμείς σήμερα ζούμε «λεύτεροι». Έχουμε χρέος να συνεχίσουμε τον αγώνα τους και να βάλουμε το δικό μας λιθαράκι, για πραγματική δημοκρατία, για ισότητα, για ειρήνη, για δικαιοσύνη, για ελευθερία, για ανεξαρτησία, για σοσιαλισμό. «Για να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους οι δυνάμεις της εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμούπου θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα από την καπιταλιστική βαρβαρότητα στον οικουμενικό ουμανισμό σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο.».
Του Σωκράτη Βασιλάκου