Βρέθηκα σε κηδεία στο νεκροταφείο της ενορίας και όπως κάθε φορά στη διάρκεια της ταφής περιφερόμουνα στους τάφους γιατί οι περισσότεροι αποδημήσαντες ήταν γνωστοί .
‘’Ωραία που είναι η ζωή ‘’…
Σε ένα τάφο έντρομος σταμάτησα. Είδα στο μάρμαρο το όνομα μου.
Παρμένος Φαντασμένος 1950- 201..
Δεν έβλεπα καλά, είχα ξεχάσει τα γυαλιά .Περίεργο μου φάνηκε , στους άλλους τάφους διάβαζα καλά .
Περίμενα να τελειώσει η τελετή και φώναξα τον παπά .
–Συγνώμη πάτερ δεν βλέπω καλά , πότε απεβίωσε …..
-Τώ..ω… ρα.,πάνε οχτώ χρόνια κοντά.
-Γι’ αυτό ξεθώριασε ο αριθμός ;
-Κανονικός είναι ,εσύ αρνείσαι να τον δεις.
– Πότε έγινε η εκταφή ;
-Χθες , καλά που μου το θύμησες ,ήτανε υποχρεωτική , να πάω να πληρωθώ.
-Γιατί υποχρεωτική ;
– Λόγω πληρότητας, πολύ δουλειά…
-Και αν δεν πληρώσουν ;
-Μην ανησυχείς , θα αναλάβω εγώ.
-Εγώ γιατί να ανησυχώ .
-Γιατί υπόχρεος γι΄ αυτά είσαι εσύ κανονικά και έπρεπε να είχες φροντίσει να άφηνες λεφτά για την εκταφή.
-Και για τη Δευτέρα παρουσία έπρεπε να αφήσω μερικά ;
-Βεβαίως , για τα μνημόσυνα και για όλα αυτά.
-Πολλοί για όσους πέθαναν λένε πως απαλλάχτηκαν από όλα αυτά.
-Μόνο οι ασυνεπείς , πήγαινε στο οστεοφυλάκιο να αναπαυθείς , σου είπα θα αναλάβω εγώ.
-Θα πληρώσεις ;
-Θεός φυλάξει, θα φροντίσω να τα εισπράξω
-Αν δεν πληρώσουν ;
-Θα σου κάνουν έξωση από το οστεοφυλάκιο.
-Άστεγος θα μείνω ;
Ξύπνησα φωνάζοντας . Όχι ευχές άλλη φορά για όνειρα γλυκά, από τη ζωή πηγάζουν και αυτά.