Στη Βουλή προς ψήφιση κατατέθηκε το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Προστασία προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις ενωσιακού δικαίου – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2019 (L 305) και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης».
Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ενσωματώνεται στη νομοθεσία μας η Οδηγία 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2019 σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης που θίγουν τομείς, όπως ενδεικτικά, τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ασφάλειατων τροφίμων και των μεταφορών, τηνπροστασία του περιβάλλοντος, τηδημόσια υγεία και τηνιδιωτική ζωή.
Η συγκεκριμένη Οδηγία περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο αναφορικά με τους πληροφοριοδότες – μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) και έρχεται να καλύψει ένα νομοθετικό κενό, καθώς η μόνη ανάλογη διαδικασία που υφίσταται στο εγχώριο δίκαιο αφορά αποκλειστικά την ποινική διαδικασία και τον θεσμό των προστατευόμενων μαρτύρων.
Με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου καταστρώνεται ένα σύστημα διαύλων (εσωτερικών και εξωτερικών) για την υποβολή και τη διαχείριση των αναφορών, παρέχονται διασφαλίσεις για τα προσωπικά δεδομένα, ενώ λαμβάνονται μέτρα προστασίας των αναφερόντων.
Ειδικότερα, απαγορεύονται τα κάθε μορφής αντίποινα και ενέργειες αντεκδίκησης σε βάρος του αναφέροντος, είτε αυτά προέρχονται από τον εργοδότη είτε από τρίτα πρόσωπα. Εκτός των αντιποίνων που αφορούν τους γενικούς και ειδικούς όρους εργασίας, απαγορεύεται επιπλέον και κάθε άλλη βλαπτική ενέργεια σε βάρος του αναφέροντος στο επαγγελματικό αλλά και στο κοινωνικό του περιβάλλον, που σχετίζεται με την αναφορά. Ενδεικτικά απαγορεύονται η παύση και η απόλυση, ο υποβιβασμός, η παράλειψη και η στέρηση προαγωγής, η αφαίρεση καθηκόντων, αλλαγή τόπου εργασίας, η μείωση μισθού, μεταβολή ωραρίου εργασίας.
Επίσης, τυποποιούνται ποινικά η παρεμπόδιση ή η απόπειρα παρεμπόδισης υποβολής αναφοράς, η διενέργεια αντιποίνων και η αποκάλυψη στοιχείων ταυτότητας των αναφερόντων που υπάγονται σε καθεστώς εμπιστευτικότητας.
Η αναγκαιότητα των σχετικών προβλέψεων προκύπτει από το γεγονός ότι τα πρόσωπα που διαπιστώνουν, στο πλαίσιο των εργασιακών δραστηριοτήτων τους, παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου, σε σημαντικής σπουδαιότητας τομείς, συμβάλλουν καθοριστικά στην αποκάλυψη και εν κατακλείδι στην πρόληψη τέτοιων συμπεριφορών.