Ήταν περίπου έναν αιώνα πριν όταν ο Φρενέ έστηνε, θεωρητικά και πρακτικά, τις απόψεις του για το γαλλικό σχολείο. Σεβόμενος την παιδική ηλικία και εκμεταλλευόμενος την περιέργεια και τις ανησυχίες των μικρών μαθητών, πρότεινε ένα ολοκληρωμένο σύστημα εκπαίδευσης, με νέα στοχοθεσία, καινούρια αναλυτικά προγράμματα, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, που φάνταζαν αρκετά προωθημένα αλλά και αντίθετα με την κομφορμιστική καθεστηκυία τάξη της εποχής του.
Άλλωστε δεν είναι ο μόνος. Μεγάλοι παιδαγωγοί και οραματιστές έχουν προτείνει απόψεις για τα της εκπαίδευσης. Ακόμη και οι δικοί μας: Γληνός, Δελμούζος, Παπαναστασίου, Παπανούτσος κι όχι μόνο, έχουν πει, προτείνει και εφαρμόσει, σπουδαίες ιδέες. Η εποικοδομητική αμφιβολία, «να αμφιβάλουμε για ό,τι είναι σίγουρο και όχι για ό,τι είναι αμφίβολο, να η εξυπνάδα» που έλεγε ο Αλαίν, μαζί με το ας πάρουμε ό,τι καλό υπάρχει στους άλλους και ας το προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα που υποστηρίζουν πολλοί, είναι το δίδαγμα καταξιωμένων φιλοσόφων-παιδαγωγών.
Αντ’ αυτού, οι σημερινοί υπεύθυνοι, προεξάρχουσας της κυρίας Κεραμέως, αντιγράφουν πράγματα χωρίς καμία προσαρμογή και αναπλαισίωση στις εδώ συνθήκες. Δεν αντιγράφουν απλά, «καινοτομούν» μάλιστα, διαλύοντας κάθε σχέση εμπιστοσύνης μ’ αυτούς που καλούνται να τα υλοποιήσουν, δηλαδή τους εκπαιδευτικούς.
Για τον Φρενέ το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι τρόπος ζωής. Αγάπη και μεράκι για διδασκαλία, μοίρασμα ψυχής και νοιάξιμο για την πρόοδο του λαϊκού σχολείου. Για τους σημερινούς όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε συμπλήρωση λιστών.
Εποχή Κεραμέως
Έναν αιώνα περίπου μετά τον Φρενέ, οι εκάστοτε μιντιακοί φίλοι των κυβερνήσεων απ’ την μια δυσφημούν τον εκπαιδευτικό ως «τεμπέλη» και «εξυπνάκια» και από την άλλη τον επευφημούν γιατί με το φιλότιμό του και προσωπικό κόστος κράτησε όρθια την εκπαίδευση στα χρόνια της «τηλεπανδημίας». Έπαψε να έχει προστάτες του τους τρεις Ιεράρχες και έχει τον φτερωτό Ερμή, για να προλαβαίνει να καλύπτει κενά παντός τύπου και να φαίνονται όλα «κανονικά».
Ο παιδαγωγικός του ρόλος αντικαθίσταται απ’ αυτόν του εξεταστή, του επιτηρητή, του συμβολαιογράφου επιδόσεων, του νοσηλευτή, του γιατρού, του γραμματέα, του…! Δεν προλαβαίνει να προετοιμάσει και να χαρεί την διδασκαλία του, γιατί πρέπει να παρακολουθήσει (απογευματινά διαδικτυακά πάντα), σεμινάρια για την τηλεκπαίδευση (στο τέλος της τηλεκπαίδευσης), σεμινάρια για την «αυτοαξιολόγηση», σεμινάρια για τα εργαστήρια δεξιοτήτων, σεμινάρια για την συμπερίληψη, σεμινάρια για την διαφοροποιημένη διδασκαλία, σεμινάρια για … και βέβαια να ενημερωθεί για την μια ΚΥΑ (κοινή υπουργική απόφαση), για την άλλη ΚΥΑ, για την νέα ΚΥΑ, να συμπληρώσει τα κουτάκια στην μία λίστα, να περιγράψει την επίδοση του μαθητή στην άλλη δεξιότητα, να, να, να, … και κόντρα συνεδριάσεις, και κόντρα πρακτικά, και να αισθάνεται υπεύθυνος «δια πάσαν νόσον και πάσαν …» της κυρίας Νίκης μας. Βαστάτε βρε παιδιά, πόσα να προλάβει; Αν σ’ αυτά προσθέσουμε την τράπεζα θεμάτων, τις εξετάσεις στο Δημοτικό, την ελάχιστη βάση εισαγωγής, την ίδια στιγμή που τα κολέγια (χωρίς προϋποθέσεις, παρά μόνο με δίδακτρα) έχουν ισότιμη αντιμετώπιση, τότε η στοχοθεσία του υπουργείου πάει αλλού, κάποια άλλα συμφέροντα υπηρετεί. Και έρχεται και η αξιολόγηση και μάλιστα δια της οδού των δικαστηρίων!!!
Ίσως δεν υπήρξε άλλος Υπουργός Παιδείας που να έχει συσπειρώσει τόσο πολύ τους εκπαιδευτικούς! Σχεδόν σ’ όλες τις αντιπαραθέσεις της η Υπουργός έχει απέναντί της, τουλάχιστον, το 90% των εκπαιδευτικών και των σχολείων. Δεν της λέει κάτι αυτό; Ακόμα και τους «δικούς» της κατάφερε να στρέψει εναντίον της! Με τέτοιο κλίμα μπορεί να παραχθεί παιδαγωγικό έργο; Η εκπαίδευση θέλει πειθώ και όχι επιβολή. Δεν αντιλαμβάνονται ότι κάτι γίνεται λάθος μ’ αυτόν τον τρόπο; Ο ομότιμος καθηγητής Γ. Μπαγάκης επισημαίνει για την αυτοαξιολόγηση: «Μήπως πρόκειται για μια υποχρεωτική, ρηχή, υπηρεσιακή, γραφειοκρατική έκθεση, σ’ ένα κλίμα επιβολής, ελέγχου, απαξίωσης των εκπαιδευτικών; μήπως υποτιμά τις επιστήμες της εκπαίδευσης;»
Αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, υποστηρικτικές δομές, κάλυψη κενών και τόσα άλλα σημαντικά, πότε θα τα δούνε; Οι σύμβουλοί της δεν της λένε κάτι; Εντάξει, δεν είναι εκπαιδευτικοί, αλλά και ως νομικοί δεν καταλαβαίνουν ότι πρώτα απ’ όλα χρειάζεται ένα ήρεμο κλίμα και όχι δικαστήρια; Αυτοί που αποτελούν την πυραμίδα των στελεχών, δεν έχουν άποψη;Όχι κομματική, επιστημονική άποψη για τα τεκταινόμενα. Ως πότε θα κρύβονται κάθε φορά πίσω από την υπηρεσιακή ιδιότητα και θα «ιδρώνουν» να κατεβάσουν στη «βάση» τα όποια κελεύσματα της Υπουργού; Πώς μπορούν να υπηρετούν κάτι για το οποίο γκρινιάζουν όλο και πιο πολύ; Σκεφτείτε να μην έβρισκε προσωπικό να στελεχώσει τις θέσεις ευθύνης (από διευθυντές μέχρι συντονιστές), δεν θα ήταν ένα μήνυμα για τον ολισθηρό δρόμο που επέλεξε;
Τα πράγματα πηγαίνουν προς μια διαρκή επιδείνωση. Ένα σχολείο προσαρμοσμένο στα μέτρα της αγοράς, με χορηγούς, εμπόρευμα και πελάτες. Ο δε ελεύθερος χρόνος συρρικνώνεται επικίνδυνα.Το μόνο που μένει είναι η «ψυχή» των μαχόμενων εκπαιδευτικών και ο αγώνας τους για ένα καλύτερο σχολείο, για ένα σχολείο στην υπηρεσία του λαού.
Να πως το περιγράφει η Ελίζ Φρενέ στον πρόλογο στο «σχολείο του λαού» (εκδ. Οδυσσέας, 1977): «…Οφείλετε, χωρίς καθυστέρηση, να τον αντικαταστήσετε (τον σχολαστικισμό) με μια μόρφωση που θα αντλεί τελικά μέσα από τον λαό, μέσα από τις ανάγκες του, τον τρόπο της ζωής, της δράσης, της δουλειάς και της σκέψης του, τις βαθιές και ζωντανές ρίζες που θα εξασφαλίζουν την ισχύ του σφρίγους του. Αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να συνδέσετε τη μόρφωση αυτή με τη μεγάλη ανθρώπινη σκέψη, με ό,τι θετικό και οριστικό μας έδωσε η πρόοδος, καθώς και με τα μεγάλα πολιτιστικά ρεύματα, που μέσα από την θρησκεία και την παράδοση άρχισαν εδώ και αιώνες την κίνηση προς τα εμπρός. Αποστολή μας είναι να ενισχύσουμε και να συνεχίσουμε αυτή την κίνηση».
Γράφει ο Γιώργος Ηλ. Τσιτσιμπής