Πριν από λίγες μέρες ”έφυγε” πλήρης ημερών, ο παλαίμαχος ορειβάτης Δημήτρης Κουσιάς, επίτιμος πρόεδρος του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου Καρδίτσας (ΕΟΣΚ), ο οποίος έχει ανέβει σε όλες τις κορφές της Ελλάδας αλλά και σε πολλές ψηλές κορφές των βουνών του κόσμου, που η ζωή του ήταν γεμάτη εμπειρίες από αυτές τις αναβάσεις.
Ο Δημήτρης Κουσιάς ήταν ο πρώτος ορειβάτης της Καρδίτσας που ανέβηκε σε ψηλές κορφές του εξωτερικού, αλλά αυτό που τον ξεχώριζε δεν ήταν μόνο η ορειβατική του δεινότητα αλλά η απλότητα και ευθύτητα του χαρακτήρα του, η απουσία οποιασδήποτε κομπορρημοσύνης για τα κατορθώματα του και κυρίως η ευγένεια του, το ήθος του και το μεγαλείο της ψυχής του.
Ήταν για μας φίλος αλλά και δάσκαλος, ήταν μεγάλη τιμή για τον σύλλογο μας που είχε έναν σπουδαίο ορειβάτη αλλά προπαντός έναν σπουδαίο άνθρωπο για μέλος του, και γι αυτό με ομόφωνη απόφαση του Δ.Σ. του συλλόγου πριν λίγα χρόνια σε μια λιτή εκδήλωση, τον ανακήρυξε επίτιμο πρόεδρο του ΕΟΣΚ, αναγνωρίζοντας το ήθος του και την πολύτιμη προσφορά του στην ορειβατική κοινότητα και τον σύλλογο.
Ας είναι ελαφρύ το Αγραφιώτικο χώμα που σε σκεπάζει φίλε Δημήτρη…
Προς τιμήν του, ο ΕΟΣΚ προγραμματίζει πεζοπορία, την Κυριακή 6 Ιούνη, σε μια εύκολη πεζοπορική κυκλική διαδρομή, στα αγαπημένα του χώματα.
Η διαδρομή θα ξεκινήσει από την Μικρή λίμνη (αναρρυθμιστική), θ ανέβουμε στη Πορτίτσα, περπατώντας σε τμήμα παλιού λιθόστρωτου μονοπατιού, θα περάσουμε από τον Αγωγό, θ ανέβουμε στο Μοσχάτο, όπου θ αφήσουμε λουλούδια στην τελευταία κατοικία του Δημήτρη, θα κατηφορίσουμε από άλλο μονοπάτι και θα καταλήξουμε πάλι στην Μικρή λίμνη.
Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής για την πεζοπορία στο τηλέφωνο 6977394752
Σύντομο βιογραφικό
Ο Δημήτρης Κουσιάς γεννήθηκε στις12 Ιανουαρίου 1931 στο ημιορεινό Μοσχάτο του Νομού Καρδίτσας, στους πρόποδες των Αγράφων. Κατά την παιδική του ηλικία σπανίως τα πόδια του πατούσαν σε επίπεδη επιφάνια. Γι’ αυτό οι ανηφόρες και οι κατηφόρες του ορεινού τοπίου θα είναι αυτό που θα αναζητεί στην ζωή του.
Οι γονείς του ήταν αμπελουργοί και ζούσαν καθημερινά τον μόχθο του αγροτικού βίου και έτσι απέτρεψαν τον μικρό Δημήτρη να ασχοληθεί με την γεωργία και τον προωθούσαν στον τεχνικό τομέα στον οποίο έδειχνε ιδιαίτερες δεξιότητες.
Ακολούθησε το επάγγελμα του ηλεκτρολόγου στην αρχή και εξειδικεύτηκε ως ηλεκτρονικός μετά, αλλά μεγάλο ενδιαφέρον ανέπτυξε για την τέχνη της φωτογραφίας, χάρη στην οποία κέρδιζε τα πρώτα του μεροκάματα.
Ο φακός συνόδευε πάντα τον Δημήτρη στις ορειβατικές εξορμήσεις δημιουργώντας πλούσιο φωτογραφικό και κινηματογραφικό έργο.
Το 1960 εγκαταστάθηκε στην Ιταλία για επαγγελματικούς λόγους. Έζησε στο Τορίνο, μια πόλη στους πρόποδες των Άλπειων και η έλξη των απότομων κορυφών τον οδήγησε να γραφτεί ως μέλος στον Ιταλικό Ορειβατικό Σύλλογο του Τορίνο το 1972.
Όπως σε κάθε αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα. Πράγματι οι Ιταλοί ορειβάτες αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τον Έλληνα Δημήτρη, αλλά η τακτική συμμετοχή στις εκδρομές και η ανάδειξη του πάθους και των δεξιοτήτων του γρήγορα άλλαξαν το κλίμα που επικρατούσε στο σύλλογο. Έτσι άρχισε μια έντονη ορειβατική δραστηριότητα που έφερε τον Δημήτρη να κατακτάει, την δεκαετία του ’70 πολλές κορυφές ύψους άνω των 4000 μέτρων όπως: Ρότσια Νέρα, Γκράν Παραντίζο, Κάστορε, Νάζο ντέλ Λύσκαμ, και τις κορυφές του Μόντε Ρόζα.
Παράλληλα τα καλοκαίρια στην Ελλάδα παρότρυνε τους φίλους του να οργανώσουν μια ορειβατική ομάδα η οποία είχε, κατά την ίδια δεκαετία, εξίσου αξιόλογη δραστηριότητα στα ελληνικά βουνά.
Οι δύο παράλληλοι δρόμοι συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1981, όταν ομάδα του Ιταλικού Ορειβατικού Συλλόγου του Τορίνο συμμετείχε σε μία ανάβαση στον Όλυμπο, οργανωμένη από την ορειβατική ομάδα του Μορφωτικού Συλλόγου Μοσχάτου Καρδίτσας.
Ένα χρόνο μετά ο Σύλλογος Ελλήνων Ορειβατών Θεσσαλονίκης ειδοποιήθηκε από τον Δημήτρη σχετικά με την εξόρμηση που διοργάνωνε ο Ιταλικός Ορειβατικός Σύλλογος του Τορίνο στην ψηλότερη κορυφή της Ευρώπης (Λευκό Όρος ή Mont Blanc ύψους 4810 μ.) και μια ομάδα ορειβατών του Σ.Ε.Ο. Θεσσαλονίκης και συμμετείχε με επιτυχία στην αποστολή.
Οι κορυφές των Άλπεων, όπως και οι ελληνικές κορυφές είναι ατελείωτες και πανέμορφες και απασχόλησαν τον Δημήτρη για πολλά χρόνια και έτσι η αναζήτηση νέων ορειβατικών προκλήσεων ήρθε με την νέα χιλιετία: το 2001 σε ηλικία 70 ετών ανέβηκε στην υψηλότερη κορυφή της αφρικάνικης ηπείρου, το Κιλιμάντζαρο με ύψος 5850 μ και το 2002 στις κορυφές Κιμποράτσο (6310 μ) και Κοτοπάξι (5897) της οροσειράς των Άνδεων στην Λατινική Αμερική.
Με το πέρας της ηλικίας μειώνεται κατά συνέπεια το υψόμετρο στο οποίο μπορεί να ανέβει κανείς, γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την γοητεία της ορειβασίας και αυτό ο Δημήτρης, μας το επιβεβαίωσε με την εξόρμηση στα Ιμαλάϊα ( Trekking στο Νεπάλ) το 2003, αλλά ιδίως με τις αποστολές στους παγετώνες της Παταγονίας το 2004 και της Ισλανδίας το 2006, όπου επικρατούν συνθήκες μεγάλου υψομέτρου από το επίπεδο της θάλασσας.
Τελευταίο του ταξίδι στην Κίνα το 2010 (σε ηλικία 79 ετών!!), όπου περπάτησε τα μονοπάτια του Βόρειου Θιβέτ και έζησε την μοναδική εμπειρία της ανάβασης 1500 μέτρων υψομετρικής διαφοράς με συνεχόμενα πέτρινα σκαλοπάτια.
Η πορεία της ζωής του ορειβάτη Δημήτρη Κουσιά μας διδάσκει, ότι η ορειβασία δεν είναι απλά ένα άθλημα για την κατάκτηση κορυφών, αλλά ένας τρόπος ζωής με τον οποίο ο άνθρωπος βρίσκεται σε συνεχή επαφή με την φύση και τις εικόνες της, με τους πολιτισμούς, τα χρώματα, τις μουσικές και ό, τι άλλο στολίζει τον όμορφο πλανήτη μας.