Ειδήσεις

Οι θέσεις της Επιτροπής Διεκδίκησης επίλυσης Υδατικού προβλήματος Θεσσαλίας για την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος


Για μια ακόμη χρονιά, η Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος  (ΠΗΠ) στην Θεσσαλία θα εορταστεί σε συνθήκες έντονης ανησυχίας και απογοήτευσης από τις εξελίξεις στην περιοχή μας, κυρίως λόγω της δραματικής κατάστασης που βιώνουμε στον τομέα των υδάτων, τα οποία αποτελούσαν ανέκαθεν το καθοριστικό στοιχείο για την ασφάλεια  των κατοίκων της, για την ισορροπία των οικοσυστημάτων της και για τις προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης στην περιοχή μας.

Και όσο το πρόβλημα των υδάτων της Θεσσαλίας παραμένει άλυτο, οδηγούμαστε χωρίς αμφιβολία σε μια κατασταση συναγερμου.

Ειδικά κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες η κατάσταση επιδεινώνεται με ταχείς ρυθμούς, σε πλήρη δυσαναλογία με τις, έστω περιορισμένης κλίμακας, παρεμβάσεις (τεχνικά έργα).

Συνεχίζεται η ανεπαρκής έως καταστροφική διαχείριση των υδάτων, διατηρείται η/και επαυξάνεταιη κακή κατάσταση μεγάλου αριθμού υδάτινων οικοσυστημάτων, ενώ παραμένει ως κύριο χαρακτηριστικό το μονίμως ελλειμματικό υδατικό ισοζύγιο στο ΥΔ Θεσσαλίας που έχει άμεση επίδραση στη γεωργική παραγωγή, κρίσιμο στοιχείο της οικονομίας της περιοχής.

Τα παραπάνω όχι μόνο δεν αμφισβητούνται αλλά, με την έγκριση των Σχεδίων Διαχείρισης Υδάτων (υπουργικέςαποφάσεις) που θεσμοθετήθηκαν σε εφαρμογή ευρωπαϊκών οδηγιών, είναι πλέον γνωστά και κοινώς παραδεκτά από τις Κυβερνήσεις, την αυτοδιοίκηση και τους πολίτες της Θεσσαλίας.

Η ΕΔΥΘΕ επιλέγει για την σημερινήημέρα να επικεντρωθεί σε τρία κορυφαία περιβαλλοντικά προβλήματα της Θεσσαλίας, που όλα συνδέονται ευθέως με το υδατικό της πρόβλημα.

  • Ο Πηνειός και οι παραπόταμοι του

Η κλιματική κρίση αναμφισβήτητα διαμορφώνει νέες συνθήκες αβεβαιότητας και απειλών, που εντελώς συνοπτικά συνίστανται σε αύξηση της θερμοκρασίας, λιγότερες βροχοπτώσεις, ακραία φαινόμενα, πολλές πλημύρες, μικρότερες αξιοποιήσιμες ποσότητες νερού ακόμη και για το ίδιο ύψος βροχοπτώσεων (μειωμένη απορρόφηση από το έδαφος), αποδυνάμωση κύκλου νερού, διαδοχικά έτη ξηρασίας, καθιστώντας την Θεσσαλία ιδιαίτερα επιρρεπή στην κλιματική απορρύθμιση. Σε αυτές τις συνθήκες, ο Πηνειός και οι παραπόταμοι του αποτελούν το πιο παλιό, το πιο γνωστό και το πιο οικείο στους πολίτες  «αποτύπωμα» όλων των παραπάνωμεταβολών.

Μια  βασικήιδιαιτερότητα του Πηνειού,η οποία (σύμφωνα με τον περιβαλλοντολόγο Ζήση Αργυρόπουλο) τον καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτο στην κλιματική κρίση, είναι ότι ο ποταμός έχει «μικρή ορεινή διαδρομή» και συνεπώς περιορισμένο εμπλουτισμό (αναλογικά με το μήκος του),καθώς και μικρή σχετικά συμβολή στην τροφοδοσία του από πηγαίανερά,  που σε συνδυασμό με τις ανεξέλεγκτες υπεραντλήσεις κατά την αρδευτική περίοδο, ανατρέπουν ουσιαστικά την ισορροπία του οικοσυστήματος  και στην πράξη καθιστούν τον Πηνειό ένα ποτάμι «μη συνεχούς ροής», παρεμποδίζουν την τροφοδοσία των υπόγειων υδροφορέων, θέτουν  εν αμφιβόλω την διατήρηση της ελάχιστης οικολογικής του παροχής και εν τέλει την ίδια του την ύπαρξη.

Και να προσθέσουμε σε όλα αυτά τους κινδύνους για την λειτουργία του τόσο σημαντικού για τη Θεσσαλία υδρόβιου οικοσυστήματος που δημιουργήθηκε από την κατασκευή του τεχνητούταμιευτήρα της Κάρλας,δεδομένου ότι ο Πηνειόςαποτελεί την μοναδική (επί της ουσίας) πηγήτροφοδοσίας  της.

  • Οι υπόγειοι υδροφορείς στην Λεκάνη Απορροής (ΛΑΠ) Πηνειού.

Πρόκειται για την «αφανή» οικολογική καταστροφή που συντελείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες και που, δυστυχώς, δεν ευαισθητοποίησε όσο θα έπρεπε ούτε τους φορείς της περιοχής ούτε τις κυβερνήσεις.

Ως γνωστόν στη Θεσσαλία, με τις διακυμάνσεις που παρατηρούνται την κάθε υδρολογική χρονιά, καταναλώνονται ετησίως (υδατικό «ΑΕΠ») 1.100 έως 1.400 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, από τα οποία το 95% αφορούν στην Γεωργία.

Από τις ποσότητες αυτές, συνήθως το 70% προέρχεται από υπόγεια ύδατα που αντλούνται μέσω 33.000 (περίπου) κατασκευασμένων γεωτρήσεων. Σημαντικό μέρος από αυτές τις ποσότητες, αντλείται από μόνιμα (μη ανανεούμενα) υδατικά αποθέματα, τα οποία εκ των πραγμάτων μειώνονται διαρκώς.

Η μελέτη του  Σχεδίου Διαχείρισης ΥδάτωνΘεσσαλίας τεκμηριώνει επιστημονικά και αναμφισβήτητα ότι το συσσωρευμένο επί δεκαετίες υδατικό έλλειμμα υπόγειων υδάτων, ανέρχεται στην εκπληκτική ποσότητα των  3.000 εκατ. κ. μ. νερού, κάτι που απειλεί – κυριολεκτικά – με κατάρρευση τα υπόγεια υδατικά οικοσυστήματα.

Οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις «επιβάλλουν» την αναπλήρωση των υδάτων αυτών και την σταδιακή αποκατάσταση της ισορροπίας στα οικοσυστήματα, με παροχή επιφανειακών υδάτων που θα υποκαταστήσουν τις αντλήσεις και με την υποχρέωση της Πολιτείας να επανατροφοδοτήσει (τεχνητός εμπλουτισμός) τους υδροφορείς, μειώνοντας σταδιακά το έλλειμμα έως την πλήρη αποκατάστασή του και απομακρύνοντας τους κινδύνους υφαλμύρυνσης από είσοδο θαλασσινού νερού που απειλούν πολλές περιοχές.

Δυστυχώς, τίποτε απολύτως δεν κινείται στην κατεύθυνση αυτή, αντίθετα το έλλειμμα διευρύνεται ενώ την ίδια στιγμή η Θεσσαλία αντιμετωπίζει εμφανώς σοβαρούς κινδύνους ερημοποίησης.

Επισημαίνουμε επίσης την σημαντική πτώση του υδροφόρου ορίζοντα που, μεταξύ άλλων, αποτελεί  και την αιτία των σημαντικών καθιζήσεων που δημιουργούν τις ρηγματώσεις του εδάφους και των κατασκευών, οδηγώνταςσε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση.

Τα προβλήματα που περιγράψαμε μπορούν μεσοπρόθεσμα να αντιμετωπισθούν με ταυτόχρονες δράσεις προς δύο κατευθύνσεις : Αφενός με την επίμονη εφαρμογή ενός προγράμματος εξοικονόμησης νερού,  αφετέρου με την σταδιακή υποκατάσταση των αντλήσεων, αξιοποιώντας συνδυαστικά όλες τις προσφερόμενες δυνατότητες ταμίευσης και παροχέτευσης καλής ποιότητας και χαμηλού κόστους επιφανειακών υδάτων, ώστε να ανατραπεί η αναλογία χρήσης υπόγειων έναντι επιφανειακών υδάτων.

Επιβάλλεται επίσης η θέσπιση κανόνων ελέγχου, μετρήσεις κατανάλωσης νερού, αξιόπιστο διοικητικό μηχανισμό παρακολούθησης – ελέγχου κ.α.

Για όλα αυτά δυστυχώς δεν έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες, η κατάσταση παραμένει στάσιμη, ενώ κάποιοι συνειδητά  προσπαθούν να «φορτώσουν» τα προβλήματα αποκλειστικά στους αγρότες που «καταναλώνουν χωρίς περίσκεψη το νερό» κάτι που σε μεγάλο ποσοστό δεν είναι αληθές.

Παράλληλα με την εξοικονόμηση, θα πρέπει να εξαντλήσουμε ολες αδιακριτως και χωρίς εξαιρέσεις, τις δυνατότητες που μας προσφέρονται στο σκέλος της ταμίευσης των υδάτων.

Σε αντίθετη περίπτωση οδηγούμαστε αντικειμενικά σε περαιτέρω υπερεκμετάλλευση των υπόγειων υδροφορέων, τους οποίους (υποτίθεται)η ισχύουσαυπουργικήαπόφαση  στοχεύει να «ανατάξει» (!).

Στην πραγματικότητα μια εν δυνάμει  οικολογική καταστροφή συντελείται στην Θεσσαλία, δίπλα μας και «κάτω από τα πόδια μας», χωρίς όμως να γίνεται ορατή με άμεσο τρόπο από τους πολίτες.

  • Το οικολογικό έγκλημα στην περιοχή των εγκαταλειμμένων έργων Άνω Αχελώου.

Ως γνωστόν,η εγκατάλειψη του ημιτελούς φράγματος στη θέσηΣυκιάεπίτου Άνω Αχελώου, δημιούργησε σοβαρότατες οικολογικές επιπτώσεις στην λειτουργία των οικοσυστημάτων των ποταμών Αχελώου και Κουμπουργιανίτη, οι οποίοι «συναντώνται» στη θέση Συκιά.

Ο βασικόςλόγος είναι η ύπαρξη των κατασκευασμένων προφραγμάτων, τα οποία όλα αυτά τα χρόνια έχουν διακόψει την ροή  των ποταμών (ώστε να εξυπηρετηθούν οι απαραίτητες τεχνικές εργασίες)  και η διέλευση των υδάτων εξυπηρετείται «προσωρινά» από σήραγγες εκτροπής (bypass) πλευρικά της κοίτηςτους. Δυστυχώς, με την διακοπή των έργων (από το 2010) η κατάσταση καθημερινά επιδεινώνεται.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι αυτό το οικολογικό έγκλημα ελάχιστοι (ίσως μόνο η ΕΔΥΘΕ;) το έχουν αναδείξει.

Ας σημειωθεί ότι οι κατά τα άλλα λαλίστατοι και  ευαίσθητοι «οικολόγοι», οι οποίοιπρωτοστατούν στα ΜΜΕ  και συχνάμετέχουν και σε κυβερνητικάσχήματα (όπως συμβαίνει και με τις δυο τουλάχιστον τελευταίες κυβερνήσεις), ουδεποτε αισθάνθηκαν την ανάγκη να αναδείξουν το πρόβλημα και να απαιτήσουν άμεσα μέτρα για την επίλυση του. Και αυτό προφανώς έχει να κάνει με την γνωστή δογματική άποψη ορισμένων που αντιμάχονται μεν την ολοκλήρωση των έργων, χωρίς όμως να ξεκαθαρίζουν ποια είναι η πρόταση τους για την διαχείριση των εγκαταλειμμένων κατασκευών, με  τους τεράστιους όγκους χωματισμών και σκυροδεμάτων που έχουν «μπαζώσει» την κοίτη του ποταμού!

Ανάλογη φυσικά είναι και η στάση όσων θεωρητικά «στηρίζουν» την ολοκλήρωση των έργων, όπως συμβαίνει με την σημερινή κυβέρνηση, που όμως αποφεύγουν να αγγίξουν το μείζον περιβαλλοντικό θέμα που έχει δημιουργηθεί, έτσι ώστε να μην αποκαλυφθούν οι κοντόφθαλμοι πολιτικοί υπολογισμοί που τους ωθούν σε μια τόσο καταστροφική για τον τόπο στασιμότητα, επιτρέποντας να περάσουν τρία χρόνια διακυβέρνησης χωρίς αποτέλεσμα.

 

Τα μεγάλα περιβαλλοντικά προβλήματα που αναδείξαμε στην εφετινή ΠΗΠ απαιτούν υπέρβαση της επί χρόνια στασιμότητας γύρω από το υδατικό της Θεσσαλίας.

Το προβλήματα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο τόσο στη παραγωγικότητα της γεωργίας, στις καταστροφές που προκαλούνται από τις πλημμύρες (άμεσα στις καλλιέργειες) και στην ένταση της καταστροφικής διάβρωσης των εδαφών, όσο και στο ισοζύγιο ενέργειας.

Η Γεωργία αποτελεί τη βάση της οικονομίας της περιοχής.  Η έλλειψή φθηνού καλής ποιότητας αρδευτικού νερού ή/και το ακριβό κόστος ενέργειας για την άντληση από τους υπόγειους υδροφορείς οδηγούν σε μείωση των αρδευόμενων εκτάσεων.

Σημειώνουμε ότι οι ξηρικές καλλιέργειες παράγουν ποσοστό μόνο της συνολικής παραγωγής της Θεσσαλίας. Με τη σημερινή επισιτιστική ανασφάλεια η ανάγκη άμεσου προγραμματισμού δημιουργίας ταμιευτήρων νερού περιφερειακά της πεδιάδας θα εξασφάλιζε  καλής ποιότητας νερό για την αύξηση της παραγωγικότητας της Γεωργίας.  Οι ταμιευτήρες νερού θα μπορούσαν ταυτόχρονα να παράγουν σημαντικές ποσότητες καθαρής, με εθνικές πρώτες ύλες υδροηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η μείωση των αντλήσεων νερού θα εξοικονομούσε μεγάλο μέρος των 700 GWh που καταναλώνουν οι 33.000 γεωτρήσεις κάθε χρόνο στη Θεσσαλία.

Επιβάλλεται επειγόντως να υπάρξει αποφασιστική πολιτική βούληση, σχέδιο, διοικητικός συντονισμός στην κατεύθυνση μιας υγιούς και ορθολογικής διαχείρισης των υδάτων, παράλληλα με τον αναγκαίο  θεσμικό εκσυγχρονισμό και βελτίωση της λειτουργίας του τομέα διαχείρισης υδάτων καθώς και την δημιουργία σύγχρονου κρατικού φορέα διαχείρισης με συμμετοχή των χρηστών (ύδρευση, άρδευσή βιομηχανία κλπ.), όπως συμβαίνει σε πλήθος άλλων χωρών στην ΕΕ και στον κόσμο ολόκληρο,ώστε η Ελλάδα, στον τομέα της διαχείρισης υδάτων να γίνει επιτέλους μία φυσιολογική χώρα.

Μόνο έτσι θα αποκτήσουν ουσιαστικό περιεχόμενο και οι μελέτες που εκπονούνται για το Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων, που, όπως είπε πρόσφατα στη Βουλή η Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής κατά της Ερημοποίησης, στη χώρα «έχουμε σχέδια διαχείρισης υδατικών διαμερισμάτων, έχουμε τις μελέτες, αλλά προφανώς έχουμε μείνει στο σχέδιο».

Συμπερασματικά, σχετικά με το μείζον περιβαλλοντικό και ιδιαίτερα ευαίσθητο πρόβλημα των υδατικών πόρων στη Θεσσαλία, η Πολιτεία δεν έχει ακόμη αποκτήσει τον κατάλληλο βηματισμό, δρα και κινείται αποσπασματικά, χωρίς να «διαβάζει» συνολικά την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή, ενώ αντίθετα, πολλές φορές ενεργεί με σχεδιασμούς και στερεότυπα που ανάγονται σε διλήμματα παλαιοτέρων εποχών.

 

 

Γράφουν οι: Γέμτος Φάνης (ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας), Γιαννακός Κώστας (Πρόεδρος Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας), Κοτσιμπογεώργος Ηλίας (Πρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου Θεσσαλίας), Ντογκούλης Δημήτρης (Πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας)

 

 

Προηγούμενο άρθρο Ο γύρος του κόσμου μ’ ένα ποδήλατο - Παγκόσμια Ημέρα Ποδηλάτου
Επόμενο άρθρο Συνάντηση του Επιμελητηρίου Καρδίτσας με τον Περιφερειάρχη Θεσσαλίας