Ειδήσεις

Οι επιπτώσεις του Ιανού στην οικονομία και την απασχόληση


Τον Σεπτέμβριο του 2020, η Περιφερειακή Ενότητα Καρδίτσας, επλήγη από μία από τις σφοδρότερες κακοκαιρίες των τελευταίων ετών, η οποία ονομάστηκε «Ιανός». Η κακοκαιρία αφού πέρασε από τη Δυτική Ελλάδα, έφτασε στην Καρδίτσα στις 19 Σεπτεμβρίου, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές σε κατοικίες, υποδομές, υλικό και άυλο κεφάλαιο, καθώς και την απώλεια της ζωής τεσσάρων συνανθρώπων μας.

Στο πλαίσιο αυτό, μία ομάδα τοπικών φορέων συνέπραξαν προκειμένου να εκπονηθεί  μία μελέτη, με σκοπό την αποτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων της φυσικής καταστροφής καθώς, και την καταγραφή των δυνατοτήτων και των πόρων της περιοχής προκειμένου να δημιουργηθεί η βάση για την εκπόνηση ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου ανάπτυξης.

Στη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης της έρευνας, συμμετείχαν οι παρακάτω φορείς:

  • ΙΝΕ ΓΣΕΕ
  • Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Ν. Καρδίτσας
  • Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας: Τμήμα Χωροταξίας
  • Ινστιτούτο Ανάπτυξης Επιχειρηματικότητας
  • Επιμελητήριο Καρδίτσας
  • Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας.

Η μελέτη εκπονήθηκε μέσα από ένα συνδυασμό ερευνητικών μεθόδων, περιλαμβάνοντας τόσο ανάλυση των διαθέσιμων δευτερογενών δεδομένων όσο και πρωτογενή έρευνα. Η μελέτη διαρθρώνεται ως εξής:

Αρχικά, παραθέτονται τα συνοπτικά συμπεράσματα της μελέτης, μέσα από την επιτελική της σύνοψη. Ακολουθεί μία ανάλυση της οικονομίας της Καρδίτσας, μέσα από την ανάλυση των διαθέσιμων δευτερογενών δεδομένων. Η ανάλυση αυτή πραγματοποιείται τόσο υπό το πρίσμα της θέσης της Καρδίτσας στην ευρύτερη οικονομία της Θεσσαλίας, όσο και υπό το πρίσμα της διάρθρωσης των επιχειρήσεων της.

Στη συνέχεια, αναπτύσσονται τα πορίσματα της πρώτης ομάδας εστιασμένης συζήτησης, η οποία προηγήθηκε της έρευνας, προκειμένου να υπάρξει ένας καλύτερος προσδιορισμός του πεδίου και μία στοχευμένη διατύπωση των ερευνητικών ερωτημάτων.

Ακολουθεί μία εκτενής ανάλυση των αποτελεσμάτων της πρωτογενούς έρευνας, μέσω ερωτηματολογίων, που έγινε σε πληγείσες επιχειρήσεις της περιοχής. Τα αποτελέσματα αυτά αφορούν τόσο στην αποτίμηση των επιπτώσεων του «Ιανού» και της Πανδημίας του COVID-19 σε κλαδικό επίπεδο, όσο και στην αποτύπωση των στάσεων και αντιλήψεων των επιχειρηματιών της περιοχής. Περιλαμβάνεται επίσης, μία σειρά από προτάσεις για τις αναπτυξιακές προοπτικές της Καρδίτσας με βάση τις απόψεις των ερωτωμένων.

Η επόμενη ενότητα περιλαμβάνει τα πορίσματα από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της δευτερογενούς και της πρωτογενούς έρευνας που προέκυψαν μέσα από μία δεύτερη ομάδα εστιασμένης συζήτησης που διοργανώθηκε.

Τέλος, η μελέτη καταλήγει σε μία σειρά από συνοπτικές αναπτυξιακές προτάσεις για την περιοχή, οι οποίες διαρθρώνονται μέσα από άξονες και κατηγορίες δράσεων που θα μπορούσαν να δρομολογηθούν σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα καθώς και προτάσεων για τη βελτίωση της κατάστασης της αγοράς εργασίας.

Τα βασικά της σημεία έχουν ως εξής:

Επιπτώσεις του «Ιανού»

Η επόμενη κατηγορία ερωτήσεων αφορούσε στις επιπτώσεις του «Ιανού», τόσο στην τοπική οικονομία γενικότερα όσο και στην επιχείρηση του ερωτώμενου ειδικότερα.

Το σύνολο σχεδόν των επιχειρηματιών δήλωσαν ότι ο «Ιανός» είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στην τοπική οικονομία. Συγκεκριμένα, το 96,6% συμφώνησε ότι είχε αρνητική επίπτωση στην επιχειρηματική δραστηριότητα γενικά, ενώ το 90,8% ότι είχε αρνητική επίπτωση στην απασχόληση γενικά. Επίσης, το 97,2% συμφώνησε ότι είχε αρνητική επίπτωση στην τοπική οικονομία και το 98,5% ότι είχε αρνητική επίπτωση στην         ψυχολογία της τοπικής κοινωνίας.

Σχεδόν όλοι οι επιχειρηματίες, δήλωσαν ότι ο «Ιανός» είχε ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση                         τόσο στην τοπική οικονομία, όσο και στην ψυχολογία της τοπικής κοινωνίας.

Αναφορικά με τις επιπτώσεις στην επιχείρηση, η πλειοψηφία (80,3%) των επιχειρηματιών δήλωσαν ότι ο «Ιανός» είχε αρνητική επίπτωση στον κλάδο τους. Στους κλάδους της μεταποίησης (100%) και της γεωργίας (94,7%), εντοπίζονται οι περισσότερες επιχειρήσεις, που δήλωσαν ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις, ενώ στους κλάδους της εκπαίδευσης (40%) και των κατασκευών (37,5%) εντοπίζονται οι συγκριτικά λιγότερες επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι υπήρξε αρνητική επίπτωση στον κλάδο τους αντίστοιχα. Παραδόξως, υπάρχει ένας μικρός αριθμός επιχειρήσεων που εντοπίζονται στους κλάδους των κατασκευών και του εμπορίου, που δήλωσαν ότι ο «Ιανός» επηρέασε θετικά τον κλάδο τους.

Το 71,4% των επιχειρηματιών, δήλωσαν ότι ο «Ιανός» είχε αρνητική επίπτωση στους εργαζομένους τους. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που δήλωσαν ότι ο «Ιανός» είχε αρνητική επίπτωση στους εργαζομένους τους, ανήκουν στους κλάδους της αγροτικής παραγωγής (94,7%) και της εκπαίδευσης (80%). Λιγότερο φαίνεται να επηρεάστηκαν οι εργαζόμενοι στον κλάδο της ενέργειας και των κατασκευών με ποσοστά επιχειρηματιών που δήλωσαν αρνητικές επιπτώσεις 53,8% και 50% αντίστοιχα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στους κλάδους των κατασκευών, της ενέργειας και του εμπορίου υπήρχαν επιχειρηματίες που δήλωσαν θετικές επιπτώσεις.

Ποσοστό 76% των επιχειρηματιών, δήλωσαν ότι ο «Ιανός» είχε αρνητική επίπτωση στις                             κτιριακές τους υποδομές.

Στους κλάδους της μεταποίησης, των κατασκευών και της εκπαίδευσης όλοι οι επιχειρηματίες δήλωσαν αρνητικές επιπτώσεις. Οι υποδομές των κλάδων του εμπορίου, των ξενοδοχείων και των εστιατορίων φαίνεται να επλήγησαν λιγότερο.

Στους κλάδους του χονδρικού εμπορίου, των ξενοδοχείων και των εστιατορίων, παραδόξως υπάρχουν επιχειρήσεις που δήλωσαν θετικές επιδράσεις.

Ποσοστό 79,4% των επιχειρηματιών, δήλωσαν ότι ο «Ιανός» είχε αρνητική επίπτωση στον μηχανολογικό τους εξοπλισμό.

Οι κλάδοι της μεταποίησης, της αγροτικής παραγωγής και της ενέργειας συγκεντρώνουν τους περισσότερους επιχειρηματίες, που δήλωσαν αρνητικές επιπτώσεις στον μηχανολογικό τους εξοπλισμό με ποσοστά 100%, 94,7% και 92,3% αντίστοιχα.

Ο εξοπλισμός των επιχειρήσεων του κλάδου των ξενοδοχείων και των εστιατορίων, φαίνεται να επηρεάστηκε λιγότερο, αφού μόνο 56% των επιχειρηματιών δήλωσαν αρνητικές επιδράσεις, ενώ υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων που δήλωσαν θετικές επιδράσεις.

Αναφορικά με τις οικονομικές επιπτώσεις του «Ιανού», το 64% των επιχειρηματιών υποστηρίζουν ότι ο «Ιανός» μείωσε τον τζίρο τους. Χειρότερη είναι η κατάσταση στον κλάδο της αγροτικής παραγωγής και της μεταποίησης, όπου 78,9% και 66,7% των επιχειρηματιών, δήλωσαν ότι ο τζίρος τους μειώθηκε, ενώ στον κλάδο της ενέργειας φαίνεται να συγκεντρώνονται οι λιγότερες επιχειρήσεις (30,7%) που δήλωσαν ότι υπήρχε μείωση του τζίρου τους. Σε όρους μεγέθους, ο τζίρος των μεγάλων επιχειρήσεων φαίνεται να έχει πληγεί λιγότερο, αφού μόνο 13,8% αυτών, δήλωσαν ότι ο τζίρος τους μειώθηκε σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους, όπου τα ποσοστά είναι πολλαπλάσια.

Η απασχόληση φαίνεται να επηρεάστηκε λιγότερο, αφού το 52,9% των επιχειρηματιών δήλωσε ότι μειώθηκε η απασχόληση στην επιχείρησή τους, λόγω του «Ιανού», ενώ το 21,5% δήλωσε το αντίθετο. Σε κλαδικό επίπεδο, μόνο 20% των επιχειρηματιών στον κλάδο της εκπαίδευσης, δήλωσαν ότι ο «Ιανός» μείωσε την απασχόληση στην επιχείρηση τους, ενώ αντίθετα οι αγρότες φαίνεται να έχουν επηρεαστεί περισσότερο, με ποσοστό 78,9%, ακολουθούμενοι από τη μεταποίηση (66,7%) και τους επαγγελματίες με 56,2%.                     Και εδώ, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν πληγεί λιγότερο με μόνο το 21%                                            των επιχειρηματιών να δηλώνει ότι υπήρξε μείωση της απασχόλησης στην επιχείρησή τους λόγω του «Ιανού».

Ένα υψηλό ποσοστό (65,8%) των επιχειρηματιών δήλωσε ότι ο «Ιανός» συνέβαλε στην αύξηση των   ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους. Οι επιχειρήσεις της μεταποίησης, της ενέργειας και των κατασκευών, φαίνεται να είναι αυτές στις οποίες αυξήθηκαν περισσότερο οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις στο σύνολό τους, αφού ποσοστά επιχειρηματιών, 100%, 84,6% και 87,5% , δήλωσαν αύξηση αντίστοιχα.

Ακόμη, το 81,5% των επιχειρηματιών δήλωσε ότι ο «Ιανός» επιδείνωσε τη ρευστότητά τους. Οι επιχειρήσεις των κατασκευών, οι αγροτικές επιχειρήσεις και της μεταποίησης, φαίνεται να είναι αυτές που επηρεάστηκαν περισσότερο, με ποσοστά επιχειρηματιών που δήλωσαν επιδείνωση της ρευστότητας 75%, 94,7% και 100% αντίστοιχα. Σε όρους μεγέθους, περισσότερο επλήγησαν οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό αφού σχεδόν στο σύνολό τους (87,4%) δήλωσαν μείωση της ρευστότητας.

Επίσης, το 81,8% των επιχειρηματιών δήλωσε ότι ο «Ιανός» μείωσε την κερδοφορία (ή αύξησε τη ζημιά) της επιχείρησής τους. Στη χειρότερη θέση, φαίνεται να βρίσκονται οι μεταποιητικές και οι αγροτικές επιχειρήσεις, με ποσοστά επιχειρηματιών που συμφώνησαν με τη δήλωση αυτή 100% και 94,7% αντίστοιχα.

Μόνο 10,1% των επιχειρηματικών, δήλωσαν ότι σκέφτονται να κλείσουν την επιχείρησή τους με τους περισσότερους από αυτούς, να συγκεντρώνονται στον κλάδο των ξενοδοχείων και των εστιατορίων όπου 12,2% των επιχειρηματιών συμφώνησε με αυτή τη δήλωση σε αντίθεση με τους αγρότες όπου κανείς δε δήλωσε ότι σκοπεύει να σταματήσει τη δραστηριότητά του.

Τέλος, μόλις το 7,1% των επιχειρηματιών δήλωσαν ότι σκέφτονται να αλλάξουν επιχειρηματική δραστηριότητα, οι περισσότεροι από τους οποίους συγκεντρώνονται όπως και στην προηγούμενη ερώτηση, στον κλάδο των ξενοδοχείων και των εστιατορίων (14,6%).

Αξίζει να σημειωθεί, ότι κοινό μοτίβο στις δύο προηγούμενες ερωτήσεις, είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις, είναι λιγότερο πιθανό να προβούν είτε σε διακοπή είτε σε αλλαγή της δραστηριότητάς τους, σε σχέση με τις μικρότερες, ενώ οι «επιχειρηματίες ευκαιρίας» είναι πιο πιθανό να το κάνουν σε σχέση με τους «επιχειρηματίες ανάγκης» ή τους «επιχειρηματίες διαδοχής».

Μέτρα για τον Ιανό

Εν συνεχεία, επιδιώξαμε να κάνουμε μία αποτίμηση μίας σειράς μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της φυσικής καταστροφής. Όλα τα μέτρα συγκεντρώνουν αποδοχή η οποία κυμαίνεται μεταξύ 60% και 70% χωρίς κάποιο να συγκεντρώνει μεγαλύτερη αποδοχή.

Πάνω από 7 στους 10 επιχειρηματίες (72%), δήλωσαν ότι συμφωνούν με το μέτρο της αποζημίωσης ύψους 8.000 €. Περισσότερο σύμφωνοι με το μέτρο αυτό, είναι οι επιχειρηματίες του κλάδου της μεταποίησης (100%), των κατασκευών (87,%) και των ξενοδοχείων και εστιατορίων (82,9%). Τη μικρότερη αποδοχή συγκεντρώνουν οι αγρότες με 57,9%.

Σχεδόν 6 στους 10 επιχειρηματίες (56,3%), δήλωσαν ότι συμφωνούν με το μέτρο της αποζημίωσης των ζημιών της επιχείρησης, με κατάθεση φακέλου στην Περιφέρεια και αυτό είναι και το μέτρο που συγκεντρώνει τη μικρότερη αποδοχή. Και εδώ, οι μεταποιητικές και οι κατασκευαστικές επιχειρήσεις, συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη αποδοχή με 100% και 75% αντίστοιχα, ενώ τη μικρότερη συμφωνία με το μέτρο, εμφανίζουν επιχειρήσεις του εμπορίου με ποσοστό συμφωνίας 56,1% και οι επαγγελματίες με ποσοστό 58,7% αντίστοιχα.

Επιπλέον, οι 6 στους 10 επιχειρηματίες (61,5%) δήλωσαν ότι συμφωνούν με το μέτρο της αναστολής φορολογικών υποχρεώσεων για έξι μήνες. Τη μεγαλύτερη αποδοχή, παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις της μεταποίησης (100%) και των κατασκευών (75%), ενώ τη μικρότερη αποδοχή οι επιχειρήσεις του εμπορίου με ποσοστό συμφωνίας 51,2% και οι επαγγελματίες με ποσοστό 58,7% αντίστοιχα.

Σχεδόν 7 στους 10 επιχειρηματίες (68%) δήλωσαν ότι συμφωνούν με το μέτρο της αναστολής πλειστηριασμών για ένα έτος. Τη μεγαλύτερη αποδοχή εμφανίζουν οι επιχειρήσεις της ενέργειας (84,6%), τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια (82,9%), ενώ τη μικρότερη οι αγρότες (63,1%) και οι έμποροι (61,9%) .

Πάνω από 7 στους 10 επιχειρηματίες (71,69%), δήλωσαν ότι συμφωνούν με το μέτρο της ενίσχυσης επιστρεπτέας προκαταβολής 4 εξαιτίας ευνοϊκού καθεστώτος «Ιανού». Περισσότερο συμφωνούν με το συγκεκριμένο μέτρο οι επιχειρηματίες της μεταποίησης και των κατασκευών με 100% έκαστοι και λιγότερο οι έμποροι (64,4%) και οι αγρότες (63,2%).

Σχεδόν 7 στους 10 επιχειρηματίες (68,9%) δήλωσαν ότι συμφωνούν με το μέτρο της αναστολής εργαζομένων για τρεις μήνες και ενίσχυση με 534 € ανά μήνα. Μεγαλύτερη αποδοχή, έχει το συγκεκριμένο μέτρο από τους επιχειρηματίες των κλάδων της εκπαίδευσης και της μεταποίησης με ποσοστά 100% έκαστοι και μικρότερη αποδοχή από τον κλάδο των κατασκευών (62,5%) και τους αγρότες (68,4%).

Οι 6 στους 10 επιχειρηματίες (60,31%) δήλωσαν ότι συμφωνούν με το μέτρο της αποζημίωσης μέσω ΕΛΓΑ, σε επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα. Παραδόξως, την πιο θετική στάση για αυτό το μέτρο την έχουν οι επιχειρηματίες της μεταποίησης και της εκπαίδευσης με 100% και στις δύο περιπτώσεις, και όχι οι αγρότες. Οι επαγγελματίες και οι αγρότες εμφανίζουν τη μικρότερη αποδοχή με ποσοστά 42,5% και 57,9% αντίστοιχα.

Σχεδόν όλοι οι επιχειρηματίες, δήλωσαν ότι ο COVID–19 είχε ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση, τόσο στην τοπική οικονομία όσο και στην ψυχολογία της τοπικής κοινωνίας με ποσοστά 96,9% και 97,8% αντίστοιχα.

 

Προηγούμενο άρθρο Ορκωμοσίες αποφοίτων της Σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Επόμενο άρθρο Το πρόγραμμα ελέγχων ανίχνευσης κορωνοιού για την Πέμπτη 28/10