Την ώρα που το μεγάλο ζητούμενο για τη χώρα μας είναι η ανάπτυξη, με την κάθε είδους διευκόλυνση των επενδυτών ώστε να κατορθώσουμε επιτέλους να αρχίσουμε να βγαίνουμε από την ύφεση, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με πρωτοφανή ασυνέπεια και προχειρότητα τις οποιεσδήποτε προσπάθειες γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση.
Πρόσφατο παράδειγμα το χαράτσι της ΔΕΗ στους αγρότες που θέλουν να επενδύσουν σε μονάδες φωτοβολταϊκών.
Συγκεκριμένα η ΔΕΗ ισχυρίζεται ότι Βάσει του υφισταμένου νομικού πλαισίου που προβλέπει την καταβολή από τους παραγωγούς ΑΠΕ του πλήρους κόστους των έργων που απαιτούνται για τη σύνδεση των σταθμών τους, οι δαπάνες για τις αναβαθμίσεις αυτές καταβάλλονται από τους υποψηφίους επενδυτές . Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι αγρότες καλούνται να πληρώσουν το κόστος σύνδεσης για να πουλήσουν το ρεύμα που παράγουν. Αυτή η «καινοτομία» έγινε γνωστή εκ των υστέρων στους υποψήφιους επενδυτές , οι οποίοι μέχρι πρότινος γνώριζαν – όπως όλοι μας άλλωστε – ότι στις συναλλαγές με τη ΔΕΗ ο καταναλωτής επιβαρύνεται με το κόστος (τέλη) σύνδεσης. Στην προκειμένη περίπτωση που ο καταναλωτής είναι η ΔΕΗ αντιστράφηκαν οι όροι και επιβαρύνεται ο πάροχος.
Γίνεται λοιπόν περισσότερο από κατανοητό πως η πολιτεία στην κυριολεξία εμπαίζει τους συγκεκριμένους επενδυτές και τους φέρνει για πολλοστή φορά προ απροόπτου.
Η αρχή είχε γίνει με το θέμα των αιτήσεων όταν με σκανδαλώδη, αν μη τι άλλο, πολιτική προχειρότητα στήθηκε η ιστορία των φωτοβολταϊκών σταθμών έχοντας δημιουργήσει μείζον θέμα στους αγρότες, που πλήρωσαν χαράτσια για μελέτες και παράβολα 3.000 και 4.000 ευρώ έκαστος, χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη υποδομή του δικτύου της ΔΕΗ.
Πέρυσι, ενώ είχαν ήδη κατατεθεί περίπου 6.000 αιτήσεις από επαγγελματίες αγρότες για φωτοβολταϊκά, όμως, μεγάλη μερίδα αγροτών, κυρίως σε 16 νομούς της χώρας, έχασαν τα λεφτά τους, επειδή το δίκτυο της ΔΕΗ ήταν και παραμένει παλιό και κορεσμένο και οι αιτήσεις είχαν υπερκαλύψει τις ανάγκες. Την ίδια περίοδο η ΔΕΗ αντιμετώπιζε δυσκολίες στην εξέταση των αιτήσεων, λόγω έλλειψης τεχνικού προσωπικού για αυτοψίες για τις οποίες οι αγρότες είχαν πληρώσει παράβολα (300 έως 500 ευρώ) + ΦΠΑ.
Πρώτη έκπληξη λοιπόν η εκπόνηση μελετών υψηλού κόστους χωρίς να υπάρχει από την πλευρά της ΔΕΗ η υποδομή εξυπηρέτησης όλων των ενδιαφερομένων.
Δεύτερη έκπληξη οι χρονοβόρες διαδικασίες (συνοδευόμενες και με την καταβολή παραβόλων) εξαιτίας της αδυναμίας της ΔΕΗ α ανταπεξέλθει στην υποχρέωσή της να εξετάσει έγκαιρα τις αιτήσεις κάτι που είχε αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο στους αγρότες οι οποίοι είχαν λιγότερο χρόνο στη διάθεσή τους να διαπραγματευτούν σε πιο συμφέρουσες τιμές την προμήθεια των φωτοβολταϊκών.
Η τρίτη έκπληξη που αποτελεί και τη χαριστική βολή στις συγκεκριμένες επενδύσεις είναι η πρόσφατη, με την οποία οι αγρότες καλούντα να καταβάλλουν ένα υψηλότατο τίμημα που αφορά το κόστος σύνδεσης, γεγονός που πρακτικά καθιστά πλέον ασύμφορες τις συγκεκριμένες επενδύσεις και όσοι από τους αγρότες τις έχουν υλοποιήσει να κινδυνεύουν (αν όχι να ζημιώσουν) να διαθέτουν τη γη τους δωρεάν για μια δεκαπενταετία τουλάχιστον για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και τίποτα περισσότερο.
Τέτοιου είδους αντιμετώπιση υποψήφιων επενδυτών από την πλευρά της πολιτείας είναι επικίνδυνη γιατί αναδεικνύει το μεγαλείο της κυβερνητικής αναξιοπιστίας και της προχειρότητας με την οποία αντιμετωπίζονται οι προσπάθειες και οι επενδύσεις ανθρώπων που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν σε ένα υγιές πολιτικό περιβάλλον.
Παρόμοια αντιμετώπιση έχουν κι όσοι προσπαθούν να δραστηριοποιηθούν σε διάφορους άλλους τομείς, γι’ αυτό και έχει χαθεί η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στη χώρα μας.
Δεν είναι δυνατόν σε μια χώρα που προσπαθεί να ορθοποδήσει με σημαντικότατες θυσίες από το λαό της να μην υπάρχουν σαφείς και κυρίως σταθεροί κανόνες αναφορικά με τη λειτουργία της οικονομίας και τη λειτουργία του ίδιου του κράτους που σε πολλές περιπτώσεις έχει αποδειχθεί ανακόλουθο, αλλάζοντας τους κανόνες λειτουργίας του αρκετές φορές μέσα σ’ ένα μήνα παρουσιάζοντας ευκαιριακές ρυθμίσεις εισπρακτικού χαρακτήρα. Ποιος είναι εκείνος που θα εμπιστευτεί τέτοιες καταστάσεις, ποιος θα εμπιστευτεί μια τέτοια κυβέρνηση η οποία δεν είναι ικανή να διασφαλίσει και να εγγυηθεί ένα υγιές επενδυτικό περιβάλλον.
Κανένας δεν επενδύει όταν υπάρχει κλίμα ασάφειας για το οποίο είναι υπεύθυνη η κυβερνητική «πονηριά» που επινοεί μεθόδους αφαίμαξης των πολιτών και τίποτα περισσότερο.
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα βιώνουν καθημερινά όχι μόνο οι αγρότες – επενδυτές, αλλά ολόκληρη η κοινωνία. που αισθάνεται εξαπατημένη από τα δεκάδες εμπόδια, προσκόμματα, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και αδιαφορία, που αντιμετωπίζουν οι πολίτες καθημερινά. Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. αποκαλύπτουν ένα εφιαλτικό εργασιακό περιβάλλον. Η ανεργία, το Μάιο του 2011, διαμορφώθηκε στο 16,6%, από 15,8% τον Απρίλιο του 2011 και από 12,0% που ήταν το Μάιο του 2010.
Οι άνεργοι ανήλθαν στους 822.719, αυξήθηκαν κατά 36.260 σε σχέση με τον Απρίλιο του 2011 (αύξηση 4,6%) και κατά 220.534 σε σχέση με το Μάιο του 2010 (αύξηση 36,6%). Ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός διαμορφώθηκε σε 4.383.374 άτομα, ενώ τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στους νέους ηλικίας 15-24 ετών (40,1%) και στις ηλικίες 25-34 ετών (22%).
Μόνο οι επενδύσεις και η ανάπτυξη θα αλλάξουν τη σημερινή αρνητική εικόνα σε ότι αφορά στο ζήτημα της ανεργίας και θα δώσουν πολλές ευκαιρίες στη χώρα να ορθοποδήσει. Για να γίνουν όμως επενδύσεις απαιτείται ένα σταθερό περιβάλλον που θα απορρέει από μια κυβέρνηση φερέγγυα η οποία θα χαρακτηρίζεται από συνέπεια και συνέχεια των αποφάσεών ικανές να διασφαλίζουν με ρεαλισμό και διορατικότητα, τις ανάγκες και τις προσδοκίες όλων των πολιτών.