Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος -ασχολούμενος ή όχι με τα πολιτικά δρώμενα- που να μην έχει βρεθεί σε κάποιο τραπέζι ή σε μια συζήτηση και να μην έχει εκτεθεί σε ερωτήματα τύπου:
Γνωρίζει κανείς τις πραγματικές μου ανάγκες; Καλά, αποφασίζουν χωρίς εμάς; Όλοι ίδιοι είναι; Μήπως μας δουλεύουν ψιλό γαζί; Σιγά μη νοιάζονται για εμάς, μόνο την πάρτη τους κοιτάνε. Και πολλά άλλα παρόμοια.
Καθώς, δε, πλησιάζουν οι εκλογές, οι προβληματισμοί αυτοί εκτός από το γεγονός ότι τίθεται όλο και πιο έντονα, πιο επιτακτικά και πιο ηχηρά από όλο και περισσότερους συμπολίτες μας, έχουν ρεαλιστικά δυνητική επιρροή και στο εκλογικό αποτέλεσμα. Και ασφαλώς το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, ήρθε να λειτουργήσει ως επιταχυντής αυτού του, ούτως ή άλλως, υφιστάμενου προβληματισμού.
Στην προκειμένη συγκυρία, η δυνητική αποστασιοποίηση του κόσμου από την πολιτική διεργασία θα είναι καταστροφική για την ίδια τη Δημοκρατία. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από όλες και όλους. Δεν δίνει απαντήσεις και δεν επιλύει κανένα πρόβλημα. Όταν δεν είσαι ευχαριστημένος από την ομάδα που υποστηρίζεις δεν σταματάς να βλέπεις ποδόσφαιρο. Η, δε, συλλήβδην και οριζόντια καταδίκη της πολιτικής ως αποτυχημένη πρακτική είναι λανθασμένη, γιατί τις περισσότερες φορές δε φταίει το εργαλείο αλλά αυτός που το χειρίζεται. Όταν το σφυρί σου χτυπά το δάκτυλο όταν καρφώνεις ένα καρφί, δεν φταίει το σφυρί.
Τα κόμματα αυτή τη στιγμή οφείλουν να ανταποκριθούν άμεσα και να απαντήσουν πειστικά σε κρίσιμα «γιατί» όλων των πολιτών. Καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα θυμικό, το οποίο αν δεν καταφέρουν να διαχειριστούν πολύ φοβάμαι θα οδηγηθούμε σε περιπέτειες.
Για να τα κάνεις αυτά ως πολιτικό σύστημα πρέπει να έχεις αντισώματα. Και τα αντισώματα αυτά δεν φαίνονται μόνο στην προσαρμογή της επικοινωνιακής στρατηγικής. Πολύ περισσότερο αντικατοπτρίζονται στην επιλογή των κατάλληλων υποψηφιοτήτων. Προσωπικά, καταθέτω κάποια από τα κριτήρια που θα έπρεπε να δούμε αυτή τη στιγμή.
Για παράδειγμα η κοινωνία δεν έχει ανάγκη από την πολιτική της ποδοσφαιροποίησης και της μεταγραφής προσώπων από κόμμα σε κόμμα. Ειδικά όταν η αλλαγή της ιδεολογίας που εκφράζουν τα πρόσωπα αυτό γίνεται τόσο συχνά όσο αλλάζουν τα πουκάμισα στην καθημερινότητά τους.
Δεν έχει ανάγκη από ανθρώπους που ασκούν πολιτική με τον ίδιο τρόπο που έπαιζαν και παίζουν καθημερινά παιχνίδια στον υπολογιστή τους. Δεν έχει ανάγκη από ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι είναι σχετικοί με την κοινωνία μέσα από τυχοδιωκτικές σκιαμαχίες καταλαμβάνοντας θέσεις εξουσίας με στόχο στην πορεία, έπαθλο την ψήφο των πολιτών και την εσωτερική κομματική επικράτησή τους, ή την επίλυση των βιοποριστικών τους, ακόμα και την αύξηση του πλούτου.
Η κοινωνία, η δημοκρατία, χρειάζεται ανθρώπους και πολιτικές ξεκάθαρες ως προς τη δεξιά και την αριστερά, ως προς την κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά, που να πιάνουν το σφυγμό τους.
Να αφουγκράζονται τις ανάγκες τους.
Να ανταποκρίνονται στα αιτήματά τους και να οδηγούν τη κοινωνία σε νέες κορυφές σύμπνοιας και προκοπής. Η κοινωνία δεν χρειάζεται ανθρώπους που δημιουργούν εικονικές ανάγκες, η προεξασφαλισμένη επίλυση των οποίων, τους καθιστά κάτι περισσότερο από ήρωες και κάτι λιγότερο από από-μηχανής-θεούς της πολιτικής.
Η κοινωνία πλέον δεν είναι διατεθειμένη να προσχωρήσει στους κομματικούς χαμαιλεοντισμούς, ή στους χαμαιλέοντες μεταγραφέντες δήθεν τεχνοκράτες-πολιτικούς οι οποίοι ξέχασαν το παρελθόν τους, ξέχασαν τις θέσεις τους και, αν μη τι άλλο, την πολιτική τους αφετηρία, χωρίς ωστόσο να αποδεχθούν τις βασικές αρχές της ιδεολογίας, της παράταξης και του κόμματος που λένε ότι προσχώρησαν.
Να το κάνω λιανά με ένα προσφιλές σε εμένα παράδειγμα.
Στις εκλογές του 1998 -μακρινό όχι τόσο σε χρονική διάσταση, όσο σε πολιτική διάθεση- το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, αφουγκραζόμενο τα σημεία των καιρών, επαναπροσδιόρισε της φύση των υποψηφιοτήτων για τις τότε αυτοδιοικητικές εκλογές.
Πρότεινε λοιπόν στον ελληνικό λαό, υποψηφιότητες όπως αυτή του Κατριβάνου για την υπερνομαρχία Αθηνών, του Φλωράτου για τον δήμο Πατρέων, του Κουντούρη για τον δήμο Βόλου, του Παχατουρίδη για τον δήμο Περιστερίου για να αναφέρω μόνο μερικές από αυτές που διαχειρίστηκε η παράταξη με τη θέση του υπευθύνου, που τότε ήταν ο γράφων.
Ποιο ήταν το κριτήριο για τον τότε επαναπροσδιορισμό; Ήταν μέσα από την πρόταση υποψηφιοτήτων, οι οποίοι πέρα και πάνω από τη στενή κομματική ταυτότητα είχαν το προσόν να μπορούν να εκφράζουν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πολιτών.
Η, δε, ιστορία τότε δικαίωσε πλήρως τις συγκεκριμένες επιλογές της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας. Θα γίνει και τώρα το ίδιο;
Τα περισσότερα κόμματα είτε μόλις ανακοίνωσαν τις υποψηφιότητές τους, είτε είναι στη διαδικασία να βάλουν τις τελευταίες πινελιές. Από τις υποψηφιότητες που ανακοινώθηκαν -αν και προσωπικά δεν διαπιστώνω να υφίστανται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις- θα αποδειχθεί κατά πόσο οι πολιτικοί σχηματισμοί έχουν τα αντισώματα να αντιληφθούν και συνεπώς να ανταποκριθούν στο κρίσιμο της συγκυρίας. Όχι μόνο για τη δική τους πολιτική επιβίωση αλλά και για αυτή της κοινωνίας και πολύ περισσότερο της ίδιας τη Δημοκρατίας.