-Θανάση φέτος στη γιορτή σου θα πάμε στου νονού σου το σπίτι, μας κάλεσε να γιορτάσουμε εκεί. -Παππού θα μπορούσαμε να πάμε κάποια άλλη φορά, η στάνη και το σπίτι του βρίσκονται σε υψόμετρο χιλίων επτακοσίων μέτρων, να μην αποκλειστούμε εκεί.
-Ούτε θα αποκλειστούμε ,ούτε θα κρυώσουμε, ο νονός σου έχει πολύ καλό σπίτι και οι δρόμοι μέχρι εκεί έχουν ασφαλτοστρωθεί.
-Το λέω παππού γιατί πολλές φορές μου έχεις διηγηθεί την ιστορία ενός γύφτου που πήγε καλοκαίρι σε ένα κουμπάρο του κτηνοτρόφο στο βουνό και επειδή έφαγε τόσο καλά ,ρώτησε τον κτηνοτρόφο πότε να τον ξαναεπισκεφτεί.
Θα έρθειs στις δέκα οχτώ Γενάρη του είχε πει, που έχω την ονομαστική μου εορτή.
Ο γύφτος κίνησε αλλά δεν έφτασε ποτέ, κόντεψε να πεθάνει από το κρύο και από τότε ακόμη το λέει.
Κακό Τανάση, εννοώντας την ημέρα της γιορτής και το βουνό.
-Τότε οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι , δύσβατοι.
Ξεκινήσαμε πρωί στις δεκαεπτά Γενάρη. Φτάσαμε κοντά στο μεσημέρι και ο καιρός ήταν καλός. Ήταν Παρασκευή.
-Ευτυχώς παππού γιατί τη Δευτέρα έχω σχολείο. Ολόκληρη η οικογένεια είχε έρθει στο χωριό.
-Θα σε επιβαρύνουμε είπα στο νονό του Θανάση.
-Ούτε να το σκέπτεσαι, εδώ τα κρέατα είναι τζάμπα, πέρα από τα αμνοερίφια που σφάζω τακτικά ,άμα βγω για κυνήγι σε μια ώρα γυρίζω με αγριογούρουνο ή με δυο λαγούς .Έχω ήδη στον καταψύκτη αρκετά. Θα φάμε και θα πάρετε και μαζί σας αρκετά.
Το βράδι φάγαμε και ήπιαμε του σκασμού. Γύρω στις δέκα πέσαμε για ύπνο. Ο κουμπάρος ξυπνούσε νωρίς για να φροντίσει τα ζωντανά.
Όλοι ξυπνήσαμε νωρίς και ξαφνιαστήκαμε που είδαμε να πέφτει χιόνι. Σύνηθες φαινόμενο μας καθησύχασε ο κουμπάρος .
Τα παιδιά σαν έβλεπαν να πέφτει χιόνι και όλα είχαν ντυθεί στα λευκά ήταν όλο χαρά. Ξέχασαν και το σχολείο και τη Θεσσαλονίκη. Σαν έβλεπαν άγρια ζώα και πουλιά να πλησιάζουν στην αυλή ξετρελαίνονταν . Μέχρι και ένας λύκος ζύγωσε, αλλά ο κουμπάρος τον ντουφέκισε και τράπηκε σε φυγή.
Ευτυχώς που δεν τον πέτυχε είπαν με ανακούφιση τα παιδιά.
Μετά από λίγο ξεπρόβαλε ένας λαγός. Τον είδαμε από το παράθυρο ο Θανάσης και εγώ. Ο Θανάσης έτρεξε προς την αποθήκη.
-Μη φοβάσαι, του λέω είναι άκακος ο λαγός.
-Το δίκαννο πάω να πάρω να τον ντουφεκίσω.
Από θα πάρει σκέφτηκα και οι δυο οι παππούδες ήταν κυνηγοί.
Όλοι έδειχναν πολύ χαρούμενοι.
Ο μόνος που υπέφερε ήμουνα εγώ. Είχα γράψει πριν λίγες μέρες ένα διήγημα που αναφέρονταν σε ένα ανασφαλή που στην ουσία ήταν αυτοβιογραφικό .
-Κουμπάρε ρώτησα ,έχεις τσίπουρο.
-Ναι να σου δείξω να παίρνεις μόνος σου. Το μικρό βαρέλι έχει τσίπουρο και τα δυο μεγάλα κρασί . Ανοίγεις όποια κάνουλα επιθυμείς. Όμως είναι πολύ πρωί, οχτώμιση η ώρα.
-Αστείο πράγμα να πιώ από τώρα, θα δοκιμάσω με μια γουλιά το τσίπουρο να δω αν μου αρέσει .
-Κάνε ότι θέλεις εγώ πηγαίνω στα ζωντανά για λίγο.
Κατέβασα ένα κρασοπότηρο τσίπουρο για αρχή.
Πολέμησα προς στιγμήν την ανασφάλεια και πλέον άρχισε για τα καλά η γιορτή.
Θανάση φώναζα κάθε λίγο, χρόνια πολλά.
Κάποια στιγμή που έπαιζε με την αδελφή του φώναξε.
Με ζάλισες ρε παππού, κάθε δυο λεπτά χρόνια πολλά.
Από Παρασκευή μέχρι Δευτέρα που άνοιξε ο δρόμος δεν ξεμέθυσα στιγμή. Όταν ξεκινήσαμε για την επιστροφή τα παιδιά ήταν στενοχωρημένα πολύ.
Να μας ξανάρθετε έλεγε ο κουμπάρος. Ναι, ναι φώναζαν γονείς και παιδιά. Ο ίδιος σκεπτόμουνα. Χειμώνα δεν με ξαναβλέπουν τα βουνά. Γεννήθηκα στο κάμπο, δεν κάνω για βουνά.
Δεν μπορείς είπα κάποια στιγμή να γιορτάζεις υπό την απειλή
κάποια στιγμή να χρειαστείς ιατρική βοήθεια και να αδυνατείς να την έχεις.
-Που την είδες την απειλή ρε παππού, φώναξαν η Αριάδνη και ο Θανάσης μαζί.
Σωστά είναι αόρατη αλλά ύπουλη πολύ. Δυστυχώς πολλοί σύγχρονοι την αισθάνονται κάθε στιγμή και οι αιτίες για τον καθένα είναι διαφορετικές.