Ειδήσεις

Η θεόσταλτη γριά – Παραμύθι Κώστα Βλάχου


Σε ένα  παραθαλάσσιο ημιορεινό  χωριό ζούσε ένας  πολύ ευκατάστατος  άνθρωπος ο Ξενοφών  που κόντευε  τα πενήντα. Τα χρήματα δεν τα κέρδισε με τον κόπο του, αλλά τα κληρονόμησε από ένα   ξενιτεμένο  θείο του που ζούσε πενήντα χρόνια στην Αμερική. Γι ‘αυτό όλοι τον φθονούσαν  και περισσότερο οι σκληρά εργαζόμενοι φτωχοί. Όχι μόνο τον φθονούσαν, αλλά τον κακολογούσαν  γιατί όπως έλεγαν  δεν βοηθούσε τους φτωχούς.

Είχαν άδικο. Ποιον να  πρωτοβοηθήσει, όλοι στο χωριό ήταν φτωχοί. Πέρα από αυτό

είχε  βοηθήσει στα κρυφά δυο χήρες  για να μην πεινάνε τα παιδιά τους.

Τη φτώχεια  την είχε και ο ίδιος γευτεί, τον στεναχωρούσε  που όλοι οι συγχωριανοί του ήταν φτωχοί αλλά να τους σώσει όλους δεν μπορούσε.  Όμως η φτώχεια και η ζήλεια  τους είχαν τυφλώσει και  τον καταριότανε κάθε στιγμή.

Κάποιο  απόγευμα λίγο πριν το σούρουπο κατέβηκε στην  ακρογιαλιά  να απολαύσει τη θαλασσινή αύρα . Σε λίγη ώρα άρχισε η μέρα να υποχωρεί  και ενώ προχωρούσε  άκουσε μέσα από τη θάλασσα φωνές . Μια  γριά  φώναζε για βοήθεια  γιατί πνιγότανε.

Με  τα ρούχα βούτηξε στη  θάλασσα   ο  Ξενοφών  και έβγαλε έξω τη γιαγιά.

-Τι ζητάς μέσα   στην ερημιά  μόνη σου  βρε γιαγιά. Πως  βρέθηκες στη θάλασσα, η μέρα είναι κρύα.

-Γλίστρησα  στο βράχο και έπεσα στα βαθιά .

-Πάμε  γρήγορα στο σπίτι μου να φας και να ζεσταθείς.

Έφτασαν   στο σπίτι  ,άναψε  τη φωτιά στο τζάκι, έδωσε στη γιαγιά λαγό στιφάδο και ένα ποτήρι  κόκκινο κρασί και η γιαγιά συνήλθε για τα καλά.

-Γιαγιά  ,η  γυναίκα μου λείπει στη πόλη  με τα  παιδιά   μπορείς να μείνεις εδώ μερικές βραδιές και μετά θα σε πάω εγώ στο χωριό σου.

-Δεν θέλω  να σε επιβαρύνω  άλλο , μου έκανες μεγάλο καλό.

-Θα  αστειεύεσαι βέβαια  ,οι άνθρωποι σε τέτοιες  περιπτώσεις  πρέπει  να φέρονται σαν άνθρωποι , αλλιώς  θα πάψουν να είναι άνθρωποι.

Η γριούλα ήταν θεόσταλτη  και  θέλησε να δοκιμάσει  τον   Ξενοφώντα  επειδή τον κακολογούσε  και τον καταριότανε όλο το χωριό.

-Το  καλό που μου έκανες του  είπε θέλω να στο ξεπληρώσω .

-Με λεφτά ; Θα αστειεύεσαι  γιαγιά , δεν είναι εδώ ταβέρνα για να παίρνω λεφτά.

-Όχι  με λεφτά  ,μπορώ να σε  προικίσω  με ένα χάρισμα  που δεν το έχει άλλος άνθρωπος     ή  με άλλο  που το έχουν μερικοί όπως   με  μεγάλη σοφία  .

Σκέψου το και μου απαντάς το πρωί.

-Τούτη  τη στιγμή θέλω να μου την κάνεις τη χάρη , θέλω να γνωρίζω αυτό που  με  βασανίζει από παιδί. Θέλω να μάθω σε τι ηλικία   θα πεθάνω εγώ και οι πλησιέστεροι συγγενείς   μου και  για μένα  σε τι κατάσταση  θα πεθάνω  , για να μην βαδίζω στα τυφλά .Με φοβίζει πολύ μην  πεθάνουμε όλοι μαζί για  οι ηγέτες  που κυβερνάνε τον πλανήτη διψάνε για αίμα  ,έχουν τρελαθεί.   Και δεν μπορώ να το χωνέψω γιατί είναι γέροι οι πιο πολλοί  και συμπεριφέρονται σαν θεοί.  Θέλουν να αποφασίζουν και για όσους δεν έχουν γεννηθεί.

-Μη  βιάζεσαι  ,σκέψου το και θα σου κάνω τη χάρη το πρωί

Μόλις  κοιμήθηκαν  η θεόσταλτη γριά τον  έκανε να δει σε  όνειρο πως του απέμεινε

ένας χρόνος ζωής . Στο   όνειρο του    είδε  και πότε  θα πεθάνουν η γυναίκα του και τα παιδιά του .Ο ένας  γιός   του    θα πέθαινε λίγο νωρίτερα από αυτόν ,μετά από δέκα μήνες .

Έντρομος ο Ξενοφών  πετάχτηκε    από τον ύπνο του  και αμέσως  ξύπνησε και τη γριά .

-Δεν θέλω καμία χάρη  να μου κάνεις ,θέλω να συνεχίσω  να ζω όπως ήμουνα πριν .

-Μη φοβάσαι αυτά που είδες στο όνειρο σου δεν ισχύουν .  Σου  προκάλεσα  αυτό το όνειρο  για  να  καταλάβεις ότι αυτό που ζήτησες είναι καταστροφικό   και προνόμιο θεικό.

Εάν γνώριζαν οι άνθρωποι το μέλλον τους ,οι περισσότεροι θα αυτοκτονούσαν  πριν την ώρα τους . Άλλοι  θα τρελαίνονταν , άλλοι θα σπαταλούσαν τις περιουσίες τους  άσκοπα   και  πολλοί   θα  έβγαιναν στην παρανομία  αφού δεν είχαν λίγο πριν το τέλος  τους  τίποτα να φοβηθούν.  Το  ου φονεύσεις θα καταντούσε  όπως το ου κλέψεις και το ου μοιχεύσεις. Η τρέλα  θα έκανε τη ζωή   φρικτή.

Δεν  θα άντεχαν  να μετράνε το χρόνο.  Ζητάνε οι άνθρωποι  πολλές φορές να είναι υπερφυσικοί  .  Η φύση είναι σοφή ,έχει προβλέψει για τα πάντα . Όποιος  θέλει  να την   αλλάξει ,ή να την ξεπεράσει θα  καταστραφεί.

Ο  κάθε  άνθρωπος  πρέπει να αισθάνεται αιώνιος για να απολαμβάνει τη ζωή και να δημιουργεί. Ο  θάνατος   είναι πέρα από τη ζωή  γι’  αυτό ας μην μας απασχολεί.

Πάντως για να τηρήσω την  υπόσχεση μου  θα σου κάνω ένα καλό. Όταν  θα έρθει η ώρα σου θα πεθάνεις γερός και  στα πόδια σου .

Δεν  το κατάλαβε ,αλλά η γριά  είχε ήδη εξαφανιστεί .

Ήταν  και κυνηγός  ο Ξενοφών  και κυνηγούσε πάντα  παρέα με δυο φίλους του..

Όμως σαν πέρασε τα ενενήντα  κυνηγούσε μόνος του  και ένιωθε   μεγάλη στενοχώρια για τους φίλους του. Ο  ένας πέθανε  αφού υπέφερε για ένα   χρόνο και ο άλλος ήταν κατάκοιτος  και δεν μπορούσε  ούτε στη τουαλέτα  να πάει.

Βλαστημούσε  και καταριόταν  την ώρα που είχε γεννηθεί.  Μετά από ένα χρόνο πέθανε και αυτός.

Ο Ξενοφώντας  συνέχιζε να κυνηγάει  ενώ κόντευε  τα εκατό.

Κάποια  μέρα που αγνάντευε τη Θάλασσα   είδε  και πάλι τη γριά. Πήγε κοντά της όλο χαρά. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε  ποιο ήταν το δώρο  που του είχε υποσχεθεί.

-Πάμε  στο σπίτι σου του είπε να με κεράσεις  ένα ποτήρι  κρασί.

Με πολλή χαρά ο Ξενοφώντας   συνόδευσε στο σπίτι τη γριά.

Σαν έφτασαν άφησε  εκεί τη τελευταία του πνοή.  H  γριά  πήρε την ψυχή του και την  οδήγησε  στην αιώνια  του παραδείσου ζωή.

 

 

Προηγούμενο άρθρο Δήμος Αργιθέας: Πρόσληψη τριών ατόμων (χειριστών ΜΕ) για οχτώ μήνες
Επόμενο άρθρο Διημερίδα κριτικής θεώρησης των πολιτικών, πρακτικών και θεωριών που αφορούν στους πολιτιστικούς και δημιουργικούς τομείς