Για ακόμη μια φορά πραγματοποιείται τις ημέρες αυτές ο διεθνής μαθητικός διαγωνισμός PISA (Programme for International Student Assessment= PISA) του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης).
Συνολικά 255 σχολεία θα συμμετάσχουν –υποχρεωτικά, με εντολή του Υπουργείου- στις εξετάσεις, στα γνωστικά πεδία Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες, Κατανόηση Κειμένου και επιπλέον στο πεδίο Δημιουργική Σκέψη.
Τα σχολεία αυτά για το νομό μας είναι: 1ο Ημερήσιο ΕΠΑΛ Καρδίτσας, 4ο ΓΕΛ Καρδίτσας και Μουσικό Γυμνάσιο Καρδίτσας – Λυκειακές Τάξεις. Ως αναπληρωματικά ορίστηκαν τα σχολεία: 2ο Ημερήσιο ΕΠΑΛ Καρδίτσας και 1ο ΓΕΛ Μουζακίου.
Ο διαγωνισμός αυτός γίνεται κάθε τρία χρόνια και η χώρα μας συμμετέχει από το 2000. Φορέας υλοποίησης για την Ελλάδα είναι το ΙΕΠ (Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Κορυφαίοι χορηγοί του διαγωνισμού είναι η WB (Παγκόσμια Τράπεζα), ιδρύματα βιομηχανιών π.χ. Βosch καθώς και ΜΚΟ. Αξίζει να σημειωθεί πως για να διατηρεί η χώρα μας το δικαίωμα συμμετοχής σ’ αυτόν τον, ανά τριετία, διαγωνισμό, πληρώνει περίπου 80.000€ το χρόνο (70.898€ για το 2020). Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν και οι δαπάνες για τα διάφορα σεμινάρια, από τους εγχώριους διαφημιστές του PISA.
Πρόκειται για έναν διαγωνισμό, που είναι κομμένος στα μέτρα του ΟΟΣΑ, υπηρετεί τις αρχές του και μας έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστός, λόγω της γνωστής «εργαλειοθήκης» του, η οποία επιβάλλει πολιτικές άγριας λιτότητας και περικοπών στα κοινωνικά αγαθά, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Την εφαρμογή των πολιτικών προτάσεων του ΟΟΣΑ στην Εκπαίδευση τη νιώσαμε καλά τα τελευταία χρόνια: οι συγχωνεύσεις σχολείων/τμημάτων, η αύξηση ωραρίου, η γνωστή κακόφημη «αξιολόγηση» για την κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών, η μισθολογική καθήλωση, οι απολύσεις, οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, για να γίνουμε (τάχα) πιο «ανταγωνιστικοί», είναι δικής του έμπνευσης. Όλα τα δικαιώματα που χάσαμε σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, τόσο οι εκπαιδευτικοί, όσο και όλοι οι εργαζόμενοι, περιέχονταν στις οδηγίες του ΟΟΣΑ και των ακριβοπληρωμένων συμβούλων του.
Ο διαγωνισμός PISA, αποτελεί προέκταση αυτής της λογικής, έρχεται να συμπληρώσει την παρέμβαση του ΟΟΣΑ και να την κάνει σχεδόν ολοκληρωτική, αφού στόχο έχει να παρέμβει ευθέως στο περιεχόμενο των σχολικών προγραμμάτων. Μέσω όμως αυτών των εξετάσεων επιδιώκει να ελέγξει τις εκπαιδευτικές πολιτικές και να επιβάλει έναν τύπο σχολείου στραμμένο στην κατάρτιση δεξιοτήτων. Αυτό σημαίνει πως η εκπαίδευση του μαθητή θα πρέπει να είναι στραμμένη σε στενές, χρηστικές κι επικοινωνιακές δεξιότητες για την καθημερινή και επαγγελματική του ζωή, σε βάρος της γενικής μόρφωσης και της ανάπτυξης της προσωπικότητας.
Οι εξετάσεις τύπου P.I.S.A. στηρίζονται λοιπόν σε μια αντίληψη που ευνοεί, εξετάζει κι αξιολογεί κυρίως δεξιότητες, λιγότερο ικανότητες, ελάχιστα γνώσεις. Για να πάει καλά μια χώρα στο διαγωνισμό πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.
Αυτοί που αριστεύουν σ’ αυτό το σύστημα προετοιμασίας και εξετάσεων θα βρίσκονταν στις τελευταίες θέσεις, αν το κριτήριο ήταν η βαθύτερη καλλιέργεια και οι γενικότερες ικανότητες του μαθητή για δημιουργική και κριτική σκέψη, για ενεργητική και κοινωνική επίλυση προβλημάτων. Γι’ αυτό και υπάρχει πλήθος επικριτικών επιστημονικών δημοσιεύσεων (βιβλίων, μελετών, άρθρων) από ειδικούς που αμφισβητούν τη βαρύτητα αυτών των εξετάσεων για την ποιότητα της εκπαίδευσης και αποκαλύπτουν τη σκοπιμότητα του διαγωνισμού.
Αναρωτιόμαστε για το αν χώρες που πρώτευσαν στον εν λόγω διαγωνισμό όπως η Κίνα(Σαγκάη, Μακάο), το Χόνγκ Κόνγκ, η Ταϊβάν/Ταϊπέι, η Κορέα είναι το πρότυπο κοινωνίας και εκπαίδευσης που πρέπει να ακολουθήσουμε. Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα οι σκανδιναβικές χώρες, που βρίσκονται στην «κορυφή» της παγκόσμιας κατάταξης, όπου το πρόγραμμα PISA άσκησε μεγάλη οικονομική πίεση προς τις οικογένειες για να υποστηρίξουν τα παιδιά τους, το «PISA for schools» έγινε το προϊόν, που σαν άλλη «Τράπεζα Θεμάτων» δένει τις εξετάσεις όλο και πιο στενά με το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων, (ο όμιλος Pearson Inc., ιδιοκτήτης μεταξύ άλλων των εφημερίδων «Financial Times» και «The Economist», αντλεί το 80% των εσόδων του από την πώληση προσχεδιασμένων μαθημάτων), αύξησε τα ιδιωτικά σχολεία, με την ελεύθερη επιλογή του πιο ανταγωνιστικού προγράμματος σπουδών στα πρότυπα του PISA, οδήγησε τους εκπαιδευτικούς των δημόσιων σχολείων σε απεργιακές κινητοποιήσεις (π.χ. Νορβηγία) και 2.000 ακαδημαϊκούς να καταγγέλλουν ότι ο διαγωνισμός «σκοτώνει τη χαρά της μάθησης και προκαλεί ζημιά στις βασικές παιδαγωγικές αξίες».
Τα αποτελέσματα αυτού του διαγωνισμού χρησιμοποιεί ο ΟΟΣΑ για να συντάξει τις διάφορες εκθέσεις του προς την κάθε κυβέρνηση, στις οποίες προτείνει κατάργηση της μονιμότητας, εφαρμογή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση, εξάρτηση μισθού από την “απόδοση”, σύνδεση σχολείου με επιχειρήσεις κ.ά. αντιπαιδαγωγικά μέτρα, που προσπαθούν να περάσουν με επίκληση στην αυθεντία των “εμπειρογνωμόνων” του μεγάλου κεφαλαίου.
Ακολουθεί μάλιστα ο «ελληνικός PISA» (ν. 4823/2021) θα διεξαχθεί πιλοτικά αμέσως μετά τις διακοπές του Πάσχα και θα αφορά σε 12.000 μαθητές/τριες, 6.000 της Στ’ Δημοτικού και 6.000 της Γ’ Γυμνασίου, σε επιλεγμένες σχολικές μονάδες της χώρας.
Ως συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουμε πλήρη συνείδηση των προβλημάτων και των αδυναμιών του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που έχουν επιταθεί αφόρητα σε συνθήκες κρίσης, πανδημίας και εφαρμογής των καταστροφικών κυβερνητικών πολιτικών. Θεωρούμε όμως ότι οδηγός στην προσπάθεια για βελτίωσή του δεν μπορεί να είναι οι κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ αλλά η εναντίωση σ’ αυτές και ο αγώνας για διεκδίκηση του καθολικού δικαιώματος στις σπουδές για την υπεράσπιση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας.