Καθημερινή ρουτίνα τείνουν να γίνουν πια τα περιστατικά ενδοικογενειακής και όχι μόνο βίας. Πρόσφατα, έντονα απασχόλησε την κοινή γνώμη, τον δημόσιο διάλογο, δικαστικούς και νομικούς κύκλους η υπόθεση κακοποίησης, με θύτη γνωστό ποινικολόγο και θύμα την επίσης νομικό σύζυγό του. Μάλιστα, το περιστατικό ίσως να μην είχε γίνει ποτέ γνωστό, εάν δεν υπήρχε η δραστική αλλαγή στο νομοθετικό πλαίσιο που αφορά και τα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας.
Συγκεκριμένα, στον Ν.5090/2024, που ψηφίστηκε πρόσφατα με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το άρθρο 130 προβλέπει ότι οι γιατροί αλλά και μία σειρά επαγγελματικών ομάδων, όπως νοσηλευτές, καθηγητές, δάσκαλοι, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι κ.λ.π. υποχρεούνται αμελητί να ειδοποιούν τις αρχές, όταν διαπιστώνουν ευρήματα που παραπέμπουν σε ενδοοικογενειακή βία, ανεξαρτήτως με το τι δηλώνει το θύμα. Δίνεται, δηλαδή, η δυνατότητα σε ανθρώπους που έρχονται αντιμέτωποι με πιθανά θύματα τέτοιων πράξεων, ενήλικα ή ανήλικα, να μεταφέρουν αυτό το οποίο με την εμπειρία τους αντιλαμβάνονται, χωρίς να έχουν την οποιαδήποτε επίπτωση και τον οποιονδήποτε κίνδυνο να διωχθούν.
Η χρησιμότητα του νόμου αυτού επιβεβαιώνεται στην πράξη, καθώς οι αλλαγές αυτές λύνουν τα χέρια και άνοιγουν τα στόματα πολλών επαγγελματιών. Πλέον, έχουμε κατά μέσο όρο 50 συλλήψεις την ημέρα για υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα μας. Από τη μία πλευρά, λοιπόν, η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία έκαναν αυτό που έπρεπε, ψηφίζοντας δηλαδή νόμο που αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για τη δικαιοσύνη, από την άλλη πλευρά, όμως, διαπιστώνουμε δυστυχώς ότι ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε μέχρι τέτοιου είδους περιστατικά να εκλείψουν εντελώς είναι μακρύς. Ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες, ο στιγματισμός και η ενδεχόμενη διαπόμπευση που πρόκειται να ακολουθήσουν ύστερα από τη δημοσιοποίηση μιας τέτοιας υπόθεσης, εξακολουθούν να αποτελούν ισχυρούς ανασταλτικούς παράγοντες, που αποτρέπουν τις γυναίκες από το να καταγγείλουν στην αστυνομία τον εφιάλτη που βιώνουν.
Για πολλές από τις γυναίκες αυτές, η βία μέσα στο άμεσο περιβάλλον τους παραμένει το καλά κρυμμένο μυστικό τους, μια “αυστηρά οικογενειακή υπόθεση”, που θεωρούν ότι δεν αφορά την υπόλοιπη κοινωνία. Η ντροπή και η ενοχή που αισθάνονται τις αποτρέπουν από το να ζητήσουν βοήθεια και να “εκθέσουν” την οικογένειά τους. Μία οικογένεια που στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε σχολείο επιθετικής συμπεριφοράς για τα παιδιά της, αφού μεταβιβάζει και διαιωνίζει τη βία στις επόμενες γενιές και διδάσκει αυτήν και την ανοχή στους αυριανούς πολίτες.
Για τη σιωπή μπορεί να ευθύνεται και το γεγονός ότι πολλες γυναίκες δεν συνειδητοποιούν πως αυτό που βιώνουν είναι βία. Εκτός από τη σωματική, στην άσκηση βίας περιλαμβάνονται και μία σειρά από διαφορετικής ποινικής βαρύτητας εγκληματικές συμπεριφορές, όπως η λεκτική, η ψυχολογική, η οικονομική βία, η παραμέληση, η στέρηση ιατρικής περίθαλψης κ.α. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως και το πρόσφατο περιστατικό απέδειξε, η βία στο οικογενειακό περιβάλλον είναι φαινόμενο που υπερβαίνει οικονομικές, κοινωνικές και μορφωτικές διακρίσεις. Δεν διακρίνει τάξεις και κοινωνικά στρώματα, είναι αταξικό.
Η ενδοοικογενειακή βία, λοιπόν, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια ιδιωτική υπόθεση, στην οποία δεν πρέπει να εμπλέκεται ο γείτονας ή ο φίλος, αλλά είναι ένα σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα, με μεγάλες διαστάσεις και ένα σοβαρό ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τον νόμο. Και οι σοβαρότερες μορφές του δεν εκδηλώνονται μόνο με εξωτερικά τραύματα. Τη σοβαρότερη έκφανσή τους τη συναντάμε στα τραύματα της ψυχής, που ενώ δεν είναι εμφανή, είναι, όμως, πιο βαθιά, πιο μακρόχρονα, συχνά ανεξίτηλα. Τη συναντάμε στα ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών που βιώνουν καταστάσεις, ως τραγικοί μάρτυρες μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Τη συναντάμε στους εφήβους και τη νεανική βία που εξαπλώνονται ταχύτατα, αντιγράφοντας και υιοθετώντας συμπεριφορές που έχουν ζήσει μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Με λίγα λόγια αφορά σύσσωμη την κοινωνία.
Γι ‘αυτό, τόσο η κυβέρνηση, όσο και εγώ προσωπικά, στεκόμαστε δίπλα σε κάθε γυναίκα, σε κάθε παιδί, σε κάθε άνθρωπο που βιώνει κακοποίηση.
Να ξέρουν ότι τους στηρίζουμε, να αποφασίσουν να μιλήσουν, να διεκδικήσουν από τη ζωή αυτό που δικαιούνται. Η δική μας γενιά πρέπει να ορθώσει το τείχος, ώστε αυτός ο κύκλος της βίας να σταματήσει εδώ και τώρα.