-Μάστορα γύρισες ξανά, ο άντρας της Μαρίτσας είμαι που σου καθάριζε το σπίτι, ο Ιωακείμ ο τσιγγάνος. Τι θυμάσαι τη Μαρίτσα την ομορφούλα; -Πολύ καλά, ήταν ελεύθερη πολύ. -Σε μένα το χρωστάει, πιστεύω πως η καταπίεση μικραίνει τη ζωή. Βλέπω τους άλλους που είναι αυστηροί και μαυρίζουν όχι μόνο των γυναικών τους, αλλά και τη δική τους ζωή. Αν ήταν μέρα και νύχτα τη γυναίκα να παρακολουθώ θα πήγαινα στη χωροφυλακή.
Έχεις τίποτα παλιά, κουζίνες, θερμοσίφωνες, κατσαρολικά, διάφορα άλλα μεταλλικά.
-Όλα παλιά είναι αλλά τα λειτουργώ. Το πιο παλιό από όλα είμαι εγώ.
-Τι να σε κάνω εσένα, εσύ δεν αξίζεις τίποτα και ξοδεύεις πιο πολλά από ότι τα παιδιά.
Σε φάρμακα, σε γιατρούς και φέρνεις μόνο μαρασμούς.
Και το σπίτι που έχεις ερείπιο είναι, δεν φοβάσαι να μένεις σε αυτό.
Στήσε και μια τέντα να κοιμάσαι τον καλό καιρό, κοτζάμ οικόπεδο έχεις εδώ.
-Γιατί να φοβηθώ;
-Με ένα μικρό σεισμό θα πέσει και αν είναι βράδι στα ερείπια του θα ταφείς.
-Χούς και εις χουν, είναι με πλιθιά. Όμως που τέτοια τύχη, στο ίδιο το σπίτι μου να ταφώ, εδώ γεννήθηκα είναι πατρικό.
-Δεν θα σε αφήσουν στα ερείπια, θα σε βρουν, δεν μπορείς να αφήσεις χρέη όταν αποδημήσεις.
– Δεν χρωστάω πουθενά.
-Έτσι νομίζεις , χρωστάς ακόμη και στον παπά. Χρωστάς στο γραφείο κηδειών, στο νεκροθάφτη και τα πιο πολλά στο δήμο για τον τάφο. Χρωστάς για μνημόσυνα , τρισάγια και άλλα. Αν ήταν να πεθαίνουμε τζάμπα πολλοί θα την κοπανούσαν πιο νωρίς.
-Πληρώνουμε για τον τάφο;
– Στις μεγαλουπόλεις πολλά.
-Και όσοι αποδημούν τα πληρώνουν αυτά;
-Όσοι δεν μεριμνούν θάβονται όπως τα σκυλιά.
-Πόσων χρονών είσαι μπάρμπα;
-Ογδόντα δυο, εσύ;
-Σαράντα πέντε, δεν με βλέπεις ρε μπάρμπα ότι είμαι νέος, τι ρωτάς;
-Σε πέρασα για συνομήλικο μου όπως είσαι ρυτιδιασμένος και μαυροχαρχαλιασμένος.
-Είναι από τις καλοσύνες. Μπήκαμε στον Ιούνιο, έχουμε καύσωνα, αλλά εγώ ζω στο χειμώνα.
Το κρύο και η πείνα σαν σκέψεις με κυνηγάνε καθημερινά γιατί θα έρθουν ξανά.
-Εδώ το σκέφτομαι εγώ που παίρνω 440 ευρώ δίχως να πληρώνω ενοίκιο.
-Και είναι πολλά αυτά;
-Χωρίς ενοίκιο είναι καλά . Με ενοίκιο δεν βγαίνει.
-Σε δικαιολογώ, λόγω ηλικίας σου θόλωσαν τα μυαλά.
Έχεις συγγενείς, παιδιά;
-Τίποτα, δεν παντρεύτηκα ποτέ και κάτι μακρινούς συγγενείς έχω χρόνια να τους δω.
-Εσύ έχεις παιδιά;
-Έχω οχτώ αλλά δεν είμαι σίγουρος αν είναι όλα δικά μου γιατί άλλα είναι μελαψά,
άλλα πιο ανοιχτά και άλλα σχεδόν λευκά.
Έχει γούστο σκέφτηκε ο παππούς.
-Σε βασανίζουν οι σκέψεις μήπως δεν είναι όλα δικά σου.
-Καθόλου τα επιδόματα είναι πολλά. Εγώ είπα στη μαστόρισσα, αν είμαι άρρωστος
και δεν μπορώ πήγαινε με το διπλανό. Τι ήταν να το πω; Δεν άφησε τέντα για τέντα.
-Δεν σε στενοχωρεί αυτό;
-Γιατί να στενοχωρηθώ, άλλος υποπίπτει στο αμάρτημα της μοιχείας θα χαλάσω την υγεία μου εγώ; Άλλωστε έχω συμφέρον από αυτό.
Μια βραδιά πήγα να της επιτεθώ γιατί ήμουνα μεθυσμένος και γυρίζοντας την είδα να βγαίνει από μια τέντα διπλανή. Όμως με καθησύχασε είχε μπερδέψει τις τέντες. Λάθος τέντα είχε πει. Της ζήτησα συγνώμη της είπα πως φταίει το ποτό.
Όμως χαλάλι της είναι καλά τα λεφτά , αλλά δεν φτάνουν τα έξοδα είναι πολλά.
Να σου φέρνω τη Μαρίτσα να σου καθαρίζει το σπίτι ;
-Το θέλω αυτό, από μόνος μου δεν μπορώ.
-Αύριο πρωί θα είναι εδώ.
-Παππού ζεις, δεν έπρεπε να εξαφανιστείς, δεν κάνουν έτσι οι γονείς .
-Οι γονείς ναι , αλλά εγώ δεν έχω παιδιά.
-Λάθος έχεις μαζί μου δυο, τον Γιώργο και τον Δημητρό.
-Δεν το πιστεύω, γιατί δεν μου είχες πει κάτι τότε.
-Τότε δεν το γνώριζα ούτε εγώ. Όσο περνούσε ο καιρός διαπίστωσα ότι σου μοιάζουν πολύ. Θα τα φέρω να τα δεις.
Την άλλη μέρα πήγε με τα δυο παιδιά. Ο παππούς πήρε δείγματα και από τα δυο όπως του είπε ο γιατρός και όταν βγήκαν οι εξετάσεις DNA έδειξαν πως είναι παιδιά του.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όταν το συνειδητοποίησε πήγε σε συμβολαιογράφο και τους έγραψε το σπίτι. Το σπίτι βρίσκονταν σε κεντρική οδό και το οικόπεδο είχε μεγάλη αξία.
Ο τσιγγάνος ήταν όλο χαρά που έγραψε το σπίτι στα παιδιά. Δεν γνώριζε ότι δεν ήταν δικά του. Τώρα είπε στον παππού που έκανες αυτό, τα έξοδα της κηδείας σου θα τα αναλάβω εγώ. Θα είναι λίγα γιατί θα σε πάω σε δικό μας νεκροταφείο όπου για τον τάφο δεν πληρώνεις ούτε ένα ευρώ. Όμως δεν τήρησε την υπόσχεση του γιατί πέθανε πιο νωρίς. Η Μαρίτσα μετακόμισε στο σπίτι του παππού με τα οχτώ παιδιά, τον παντρεύτηκε και έκαναν άλλα δυο παιδιά. Μόνο που αυτά ήταν μελαψά.
-Καλά ρε Μαρίτσα απόρησε ο παππούς και με το φιλί πιάνεις παιδί ;
-Ελάτε σε μας να σας δείξουμε πως θα λυθεί το δημογραφικό. Κάθε χρόνο και παιδί.
-Και πως θα ζήσουν είναι δύσκολες οι εποχές.
-Όπως ζούσαν οι γονείς μας. Οι δικοί μου γονείς έκαναν δώδεκα παιδιά.
-Πόσα ζούνε σήμερα από αυτά;
-Εγώ και άλλα δυο. Τα άλλα τα φροντίζει ο θεός.
-Πιστεύεις στο θεό;
-Πήγαινα στην εκκλησία για ζητιανιά, καθόμουνα έξω στην αυλή.
-Το ίδιο κάνει άκουγες τη λειτουργία και από εκεί.
-Την άκουγα αλλά δεν μου άρεσε, δεν έχει φωνή ο παπάς . Να ακούσεις τον τσιγγάνο τον Ζαφείρη να τρελαθείς.
-Είναι παπάς ;
-Όχι στα πανηγύρια και στους γάμους τραγουδάει , να ακούσεις το τίπι τιπιτάει, τι πιτάει να πετάξει η καρδιά σου στα σύννεφα. Να δούμε αν του μοιάσει στη φωνή κάποιο παιδί. Έκανα δυο παιδιά και με αυτόν.
-Με τον Ιωακείμ έχεις κανένα;
-Πρέπει να είναι δικό του το ένα. Τον Ιωακείμ τον ενδιαφέρουν μόνο τα επιδόματα
δεν τον ενδιαφέρουν τα παιδιά.
Τελικά πιστεύεις στο θεό;
-Όσο ότι θα λύσετε εσείς το δημογραφικό, σας έφαγε το πολύ μυαλό.
Γεγονότα και ονόματα είναι φανταστικά.