Η μετάβαση από έναν παλιότερο τρόπο ζωής στο σύγχρονο περιγράφεται με ισχυρές αντιθέσεις που εμφανίζουν από τη μια μεριά την ικανοποίηση για τις σημαντικές βελτιώσεις στις συνθήκες της ‘’υλικής ζωής’’ (τροφή, κατοικία, ένδυση) και από την άλλη τη δυσφορία, κάποιες φορές, για την αλλαγή της στάσης απέναντι στην ‘’παράδοση’’.
Οι άνθρωποι σε μια κοινωνία μορφοποιούν, οριοθετούν, αποδέχονται, απορρίπτουν μέσω σύνθετων καναλιών επικοινωνίας τα στοιχεία εκείνα που τους χαρακτηρίζουν. Σήμερα σε μια κοινωνία όπου οι πληροφορίες μας βομβαρδίζουν με ταχύτερο ρυθμό από ποτέ, υιοθετούμε κάποιες από αυτές, απορρίπτουμε, προσαρμόζουμε κάποιες άλλες, γιατί οι ανάγκες του ανθρώπου γίνονται ολοένα και περισσότερες, οι ρυθμοί της καθημερινότητάς του γρηγορότεροι και όλοι τείνουν προς ένα ενιαίο τρόπο δράσης και συμπεριφοράς.
Τις προηγούμενες γενιές, στον ελλαδικό χώρο συγκεκριμένα, τις χαρακτήριζε η ποικιλομορφία και η διαφορετικότητα από τόπο σε τόπο στοιχεία που ίσως, αν όχι εντελώς, έχουν εκλείψει. Κοινωνίες με δείγματα τοπικά, διαφορετικά από κάποιες άλλες. Τρόπος ζωής, συνήθειες, συμπεριφορές που λίγο πολύ πια αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους κάτι που μαρτυρούν και τα κάλαντα. Οι τόσες παραλλαγές που συνήθιζαν να λένε τα παιδιά από τόπο σε τόπο, αντικαταστάθηκαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από το γνωστό ‘‘Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά…’’ διατηρώντας βέβαια πολύ σωστά το προσδιορισμό της καταγωγής του ‘Αι Βασίλη, ‘‘Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία’’ . Τα ΜΜΕ όμως και οι βιομηχανίες με τα καταναλωτικά τους προϊόντα, τέτοια εποχή μας κατακλύζουν με εικόνες ενός αγίου που ζει στη Λαπωνία και έχει για βοηθούς του μικρά ξωτικά και ιπτάμενους ταράνδους, τον περίφημο Σάντα Κλάους ή και Σάντα Νικ. Ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος Νικόλαος, ο Σάντα Κλάους των Αμερικανών και Δυτικοευρωπαίων καθώς και ο Αϊ-Βασίλης των παιδιών των νεοελλήνων τις ημέρες των γιορτών κάνουν την ίδια ‘‘δουλειά’’. Αλλά έχουν τόσες διαφορές που μοιάζει να αποτελούν διαφορετικά πρόσωπα.
Στο διάβα των αιώνων δύο σημαντικότατα πρόσωπα, δυο άγιοι της Εκκλησίας που με τα συγγράμματα, την πορεία, το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο τους καθόρισαν την πορεία της θεολογικής σκέψης φαίνεται να αποτελούν αντικείμενο καταναλωτισμού. Ας δούμε ποιοι ήταν αυτοί. Ο Μέγας Βασίλειος γεννημένος το 329 στη Νεοκαισάρεια αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους Πατέρες και διδασκάλους του χριστιανισμού. Δείχνει πως ένας μεγάλος ρήτορας, δάσκαλος και θεολόγος μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ποιμένας. Και στον λιμό του 367 θα προσφέρει ακόμη και την πατρική του περιουσία για την αντιμετώπιση των αναγκών των ανθρώπων. Το 372 άρχισε την ανοικοδόμηση συγκροτήματος ευαγών ιδρυμάτων, που αργότερα ονομάστηκε Βασιλειάδα και περιελάμβανε πτωχοκομείο, νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, λεπροκομείο και την παροχή συσσιτίων. Ο μητροπολίτης Καισαρείας άφησε την τελευταία του πνοή στα τέλη Δεκεμβρίου και το σκήνωμά του ενταφιάστηκε την 1η Ιανουαρίου του 379. Το δεύτερο πρόσωπο που συμμετέχει στις ημέρες των Χριστουγέννων είναι ο Νικόλαος Επίσκοπος Μύρων. Γεννήθηκε το 270 στα Μύρα της Μικράς Ασίας. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έπειτα από προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους θα επιστρέψει στα Μύρα και θα εκλεγεί επίσκοπος. Ο επίσκοπος Μύρων βαπτίζει χριστιανούς, συμπαραστέκεται στους φτωχούς και αδυνάτους, αποφυλακίζει κρατουμένους, τρέφει πεινασμένους και συνοδεύει τους ταξιδιώτες ιδιαίτερα τους ναυτικούς σε επικίνδυνα μέρη. Στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 330 μ. Χ. (Κατ’ άλλους του 345 ή 352 μ.Χ.) ο Επίσκοπος Μύρων Νικόλαος αφήνει την τελευταία του πνοή. Το σκήνωμά του ενταφιάζεται στην κατακόμβη του Καθεδρικού ναού στα Μύρα. Ιδιαίτερα λαοφιλής, οι πιστοί έσπευδαν να προσευχηθούν στον πιστό. Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα έως και τον 11ο αι. , όταν το 1087 ιταλοί ναυτικοί τα μετέφεραν στην πόλη Μπάρι, όπου τοποθετήθηκαν στο Ναό του Αγίου Στεφάνου. Η τιμή των Ιταλών προς τον Άγιο Νικόλαο διαδόθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την Ευρώπη ακόμη και στις προτεσταντικές κοινωνίες όπως η ολλανδική. Και από τους Ιταλούς και Ολλανδούς αποίκους μετανάστες επεκτάθηκε η φήμη του αρχικά στη Νέα Υόρκη και αργότερα παντού στις ΗΠΑ.
Η αμφίεση του Αγίου Νικολάου με το ράσο και τη γενειάδα αρχίζει να αλλάζει το 1860 μετατρέποντάς τον στον σημερινό Σάντα Κλάους, από τον αμερικανό σχεδιαστή γελοιογραφιών Τόμας Ναστ. Ένας μύθος από τον Ναστ, με την μορφή του χοντρού και αγαθού γέροντα αρχίζει να δημιουργείται. Στοιχεία από παλαιότερους μύθους του βορρά όπως έλκηθρο, ξωτικά κτλ αναμείχθηκαν. Η πολιτογράφησή του ως πολίτη Βορείου Πόλου συνάδει με το σκεπτικό ότι οι περισσότεροι μετανάστες στις ΗΠΑ προέρχονταν από τις βόρειες χώρες της Ευρώπης. Ο άγιος συνεχίζει να γίνεται γνωστός σε όλο τον πλανήτη από τη μεγαλύτερη πολυεθνική εταιρεία αναψυκτικού παγκοσμίως τη CocaCola, ως ισχυρό όπλο διείσδυσης στην αγορά (1926-1930). Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο κάνει την εμφάνιση του και στη Ευρώπη.
Ο Αϊ-Βασίλης των παιδιών των νεοελλήνων, από την άλλη, άμεσα συνδεδεμένος με τις χολιγουντιανές ταινίες, ζει σ’ ένα χωριό της Λαπωνίας. Αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πόντο. Μπέρδεμα; Οι νεοέλληνες φαίνεται να υιοθετούν το αμερικανικό έθιμο του Σάντα Κλάους προσαρμόζοντάς το στη δική τους παράδοση. Αν και η μορφή του Σάντα Κλάους είναι απολύτως διαδεδομένη τα παιδιά γιορτάζουν τον άγιο την Πρωτοχρονιά, δηλαδή την ημέρα της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου. Όλοι κόβουν την πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα η οποία αποτελεί την μεταφορά της προσφοράς του Αγίου Βασιλείου.
Εν τέλει, ίσως το μόνο αληθινό στοιχείο σε όλο τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από την απεικόνιση των προσώπων τους είναι το χαμόγελο της αισιοδοξίας και αγάπης που μοιράζουν στους ανθρώπους.
Γράφει η Ευθυμία Δ. Γιώτη, Καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής χοροδιδάσκαλος , Γραμματέας του Δ.Σ. του Πολιτιστικού Συλλόγου Μαυρομματίου Ο Καραϊσκάκης