Οι αντιλαϊκές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κυβερνήσεων, που υπηρετούν τα μεγάλα συμφέροντα και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, ξεκλήρισαν διάφορους κλάδους και τμήματα του λαού οδηγήθηκαν στην ανεργία. Ήδη ένα σημαντικό τμήμα του λαού ζει σε συνθήκες γενικευμένης φτώχειας και αναζητεί κάποια άμεση λύση για να καταφέρει να τα βγάλει πέρα. Οι στρατιές των ανέργων, των εξαθλιωμένων ανθρώπων, των συνταξιούχων που δε θα μπορούν να πάρουν ένα φάρμακο, των λαϊκών οικογενειών που υποφέρουν από τη φοροληστεία και τη θηλειά στο λαιμό τους από τα δάνεια, που δεν θα μπορούν να πληρώνουν την θέρμανση, που δεν έχουν να πληρώσουν το φροντιστήριο των παιδιών τους,θα μεγαλώνουν συνεχώς το επόμενο διάστημα σε όλη τη χώρα, είτε με οικονομική κρίση είτε στη φάση της ‘’ανάπτυξης’’.
Με πρόσχημα την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος έχουν ‘’στηθεί’’και συνεχίζουν να ‘’στήνονται’’ διάφορες «δομές κοινωνικής αλληλεγγύης» και διάφορα προγράμματα, όπου παρεμβαίνουν το κράτος, η εργοδοσία, η εκκλησία και κάθε είδους ΜΚΟ, στα πλαίσια και της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας» που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εδώ ισχύει η λαϊκή παροιμία ‘’να σε κάψω Γιάννη, να σ΄ αλείψω λάδι’’ …
Οι δομές αυτές έχουν ως κοινή αφετηρία την πολιτική που έχει στόχο την υποβάθμιση της κοινωνικήςφροντίδας και πρόνοιας, ανοίγοντας το δρόμο για την είσοδο επιχειρηματικών συμφερόντων στους τομείς αυτούς με στόχο το κέρδος, που άλλοτε εμφανίζονται με την προβιά των ΜΚΟ και άλλοτε με τη μορφή ιδιωτικών επιχειρήσεων, θυσιάζοντας τις ανάγκες ακόμη και των πιο ευάλωτων κοινωνικά ομάδων, όπως τα παιδιά, τα άτομα με αναπηρία, οι ηλικιωμένοι. Καλλιεργείται όλο και πιο έντονα η λογική που διαπερνά συνολικά τις υπηρεσίεςΚοινωνικήςΠρόνοιας και Υγείας, η λεγόμενη “ατομική ευθύνη”,μετακυλίοντας την ευθύνη στην οικογένεια και στον ίδιο τον άνθρωπο, με απώτερο στόχο την απαλλαγή του κράτους από την αποκλειστική ευθύνη για τη λειτουργία και την αποκλειστική χρηματοδότηση.
Εδώ βάζουν το χεράκι τους και οι δήμοι που ως τμήμα του κρατικού μηχανισμού, αποτελούν φορείς της πολιτικής που σκορπίζει φτώχεια και στη συνέχεια μοιράζουν κάποια ψίχουλα, πολύ συχνά με προεκλογική σκοπιμότητα. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι δημοτικές αρχές χαρατσώνουν το λαό και, ταυτόχρονα, για να αμβλύνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια από αυτήν την πολιτική, μοιράζουν συσσίτια, φάρμακα, κάνουν δωρεάν εξετάσεις στους ίδιους ανθρώπους που και οι ίδιοι έχουν τσακίσει συνειδητά με την πολιτική που στηρίζουν και υπηρετούν, δημιουργώντας σχέσεις εκδούλευσης και εξαγοράς με αυτόν τον κόσμο.Παράλληλα,προωθούν την εμπορευματοποίηση των κοινωνικώνδομών, τη λειτουργία τους με κριτήριο τη λογική «κόστους – οφέλους». Σε αυτές τις συνθήκες οικοινωνικέςδομέςαποτελούνφυτώρια «ελαστικών» μορφών εργασίας.
Ο δήμος Καρδίτσας, σε αυτάτα πλαίσια, μέσω της αντιδημαρχίας‘’Εθελοντισμού, Ειδικών Πληθυσμιακών – Κοινωνικών Ομάδων και Αλληλεγγύης’’, του κοινωνικού παντοπωλείου – κοινωνικού φαρμακείου, της τράπεζας ρουχισμού, τουπρόγραμματος ΤΕΒΑ, έχει την ευθύνη για τη συγκέντρωση και διανομή τροφίμων και άλλων ειδών στους έχοντες ανάγκη. Πολλά παράπονα και καταγγελίες έχουν ακουστεί και έχουν γραφτεί κατά καιρούς για την διαχείριση των κάθε είδους παροχών από την ‘’εθελοντική ομάδα’’ της συγκεκριμένης αντιδημαρχίας του δήμου, που πολλαπλασιάστηκαν ιδιαίτερα την περίοδο μετά τις καταστροφικές πλημμύρες του περασμένου Σεπτέμβρη που ξεσπίτωσαν χιλιάδες ανθρώπους και αύξησαν κατακόρυφα τις καθημερινές ανάγκες επιβίωσης, σε τρόφιμα, είδη ένδυσης – υπόδησης, κλπ είδη καθημερινής χρήσης. Η απάντηση από μεριάς της δημοτικής αρχής σε παρεμβάσεις μας στο δημοτικό συμβούλιο και στην οικονομική επιτροπή ήταν ότι ‘’όλα βαίνουν καλώς’’…Όμως όταν κάπου βγαίνει καπνός, σημαίνει ότι κάτι κρυφοκαίει …τουλάχιστον … Σε κάθε περίπτωση, τέτοιοι μηχανισμοί, εθελοντισμού, τάχα, και αλληλεγγύης, πέραν της αποδοχής της φτώχειας και του ξεπλύματος της ευθύνης των κυβερνήσεων, σε πολλές περιπτώσεις αξιοποιούνται και για προσωπική προβολή των εμπλεκομένων, για εκμαυλισμό συνειδήσεων, ως μηχανισμός ψηφοθηρίας κλπ… Σε κάθε περίπτωση οι ευθύνες για την διαχείριση, για τα παράπονα, για τα καταγγελλόμενα, δεν είναι ατομική, δεν αφορά μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους.
Οι συνθήκες της πανδημίας, αποκάλυψαν τόσο τις διαχρονικές ελλείψεις δεκαετιών στις κοινωνικές και προνοιακέςδομές, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, όσο και την τεράστια συμβολή που μπορούν να έχουν στην ανακούφιση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Για εμάς,όμως, η αλληλεγγύη δεν είναι ούτε πρέπει να αντιμετωπίζεται ως φιλανθρωπία, ή ως εθελοντισμός που συνειδητά υποκαθιστά την κρατική ευθύνη αλλά ως μαχητική έκφραση αλληλεγγύης για άνεργους και την οικογένειά τους, για τη λαϊκή οικογένεια των εργατοϋπαλλήλων, αυτοαπασχολούμενων στην πόλη και την ύπαιθρο, για τα παιδιά των εργατικών λαϊκών οικογενειών. Να μην παρέχει μόνο κάποια βοήθεια -πρόσκαιρη ή μονιμότερη- αλλά να διατυπώνει αιτήματα και διεκδικήσεις για παροχή κρατικών και τοπικών υποδομών βοήθειας. Να δίνει κουράγιο, ανάσα και να βοηθά την συσπείρωση, την κινητοποίηση και την οργάνωση των ανθρώπων που υποφέρουν. Να προβληματίζει ανθρώπους, να τους φέρνει κοντά τον έναν στον άλλον, να ξεσκεπάζει την υποκρισία του κράτους και των μηχανισμών του, να βοηθά να αποκαλύπτονται ευθύνες και αιτίες…Να μην περνά η αποδοχή της εξαθλίωσης, να έχει στο επίκεντρο τα προβλήματα της λαϊκής οικογένειας και να οργανώνει τη διεκδίκηση για την επίλυσή τους. Τέτοια παραδείγματα έχουμε και στην περιοχή μας με τη συγκρότηση και λειτουργία του ‘’στεκιού αλληλεγγύης’’ από ταξικά σωματεία την περίοδο μετά τις πλημμύρες, που και βοήθησε ανθρώπους που είχαν ανάγκες και αγωνιστικά διεκδίκησε λύσεις για τα προβλήματα αυτά.
Από την άποψη αυτή, η λειτουργία των λεγόμενων κοινωνικών δομών δεν είναι θέμα φιλανθρωπιών αλλά ζήτημα που πρέπει να λυθεί μόνιμα και μακροπρόθεσμα, με δομές που να έχει την ευθύνη το κράτος, με πλήρη χρηματοδότηση, με μόνιμο και πλήρους απασχόλησης προσωπικό, χωρίς καμιά εμπλοκή ιδιωτών ή αρπαχτικών των ΜΚΟ. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται μαζικός αγώνας για ανατροπή της πολιτικής της ανεργίας και της φτώχειας, που κάνει ‘’αναγκαίες’’ τέτοιες δομές, και αυτό πρέπει να γίνει υπόθεση των ίδιων των ανέργων, των συνταξιούχων, όλων των εργαζομένων.