Η ανάπτυξη, της ανάπτυξης, την ανάπτυξη σε όλες τις πτώσεις και τις κλίσεις…. προσπαθεί να μας επιβάλει το μνημονιακό στρατόπεδο μαζί με την εικόνα της αναδυόμενης από τις στάχτες της Ελληνικής οικονομίας πάνω στα «σίγουρα» χέρια των εφοπλιστών και των μεγαλοεργολάβων του τουρισμού. Αυτό ισχυρίζεται και τοπικός κυβερνητικός βουλευτής σε πρόσφατο άρθρο του προσπαθώντας να δώσει την εικόνα της ανάκαμψης της εθνικής οικονομίας. Παρά τους δείκτες όμως που χρησιμοποιεί για να πείσει για την αλλαγή της εικόνας, η πραγματικότητα είναι διαφορετική και είναι γραμμένη στο παγωμένο βλέμμα των συμπολιτών μας που αδυνατούν να ανταποκριθούν στα προς το ζην, που βλέπουν το κοινωνικό κράτος να καταρρέει, τους νέους να μεταναστεύουν, τους συνανθρώπους μας να χάνουν τη δουλειά τους, να χάνουν το μέλλον τους ή ακόμη και την ίδια τους τη ζωή. Ακόμη όμως και τα ίδια τα οικονομικά στοιχεία των κυνηγών της ανάπτυξης φωτογραφίζουν μια θλιβερή εικόνα, μια κατεστραμμένη οικονομία και μια χώρα που εγκλωβίζεται όλο και περισσότερο από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και τα αδιέξοδα των διαπραγματεύσεων.
Μπορούν όμως οι κλάδοι του τουρισμού και της ναυτιλίας όπως ισχυρίζεται ο κυβερνητικός βουλευτής να «σηκώσουν» την εθνική οικονομία; Σύμφωνα με τα στοιχεία οι Έλληνες εφοπλιστές λόγω της προνομιακής φορολογίας (58 φοροαπαλλαγές), των φορολογικών παραδείσων που συνήθως καταφεύγουν, των προνομιακών σχέσεων με την εξουσία κλπ., έχουν μικρή τελικά συνεισφορά στα κρατικά έσοδα (από την πλευρά της φορολογίας), ενώ αντίστοιχα μικρή είναι και η συνεισφορά τους στην καταπολέμησης της ανεργίας καθώς στρέφονται σχεδόν αποκλειστικά σε φτηνά μη εγχώρια εργατικά χέρια. Αντίστοιχα ο τομέας του τουρισμού έχει πλέον αλλάξει εντελώς χαρακτήρα. Έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά βιομηχανίας, με σκληρές υποδομές, με τεράστιες επενδύσεις που πολλές φορές επιβαρύνουν το περιβάλλον (γήπεδα γκολφ, καταπάτηση αιγιαλών), all inclusive υπηρεσίες και μικρή σύνδεση με τις τοπικές οικονομίες. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι τα όποια θετικά μεγέθη να μην διαχέονται στις τοπικές οικονομίες και τους πολίτες αλλά να συσσωρεύονται ως υπερκέρδη στους λογαριασμούς των μεγαλοεπενδυτών, ενισχύοντας τη δημιουργία κοινωνιών δύο ταχυτήτων. Αυτή φαίνεται εκ του αποτελέσματος να είναι άλλωστε και η στόχευση της κυβέρνησης του μνημονίου με τις ως τώρα παρεμβάσεις της.
Αυτό όμως θέλουμε; Εκεί βλέπουμε το μέλλον μας; Δεν έχουμε άλλες εναλλακτικές; Θα παραμείνουμε εύπιστοι στα όποια νούμερα μας σερβίρουν, θα συνεχίσουμε να ακούμε για τα υποτιθέμενα κεφάλαια που εισρέουν στην Ελληνική Οικονομία τα οποία όμως ποτέ δεν αφορούν τους πολίτες, θα ανακαλύπτουμε για τις νέες κάθε φορά off shore των στελεχών της πολιτικής ελίτ, και θα περιμένουμε μοιρολατρικά το τρένο της ανάπτυξης;
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η οικονομία μας πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση. Είναι λάθος να συζητάμε για την επανεκκίνηση της οικονομίας που θα έχει ως αφετηρία το παρελθόν. Πρέπει να είμαστε ικανοί να δούμε κριτικά το παρόν, να το αποδομήσουμε και να το απορρίψουμε όπου χρειάζεται. Στην κατεύθυνση αυτή είναι απαραίτητο να εισαχθεί ένα διαφορετικό μοντέλο που να εστιάζει στην βάση της παραγωγής, τη γεωργία και τις τοπικές οικονομίες, ταυτόχρονα με την υιοθέτηση ενός άλλου μοντέλου για τη ζωή μας πιο λιτού, πιο δίκαιου και πιο βιώσιμου.
Μιλάμε λοιπόν για μια άλλη γεωργία και για μια άλλη αγροτική πολιτική. Μιλάμε για μια γεωργία που ο γεωργός θα είναι ο κυρίαρχος κρίκος και θα έχει ως δικαιούται το κύριο μέρισμα στον πλούτο που παράγει. Είναι απαραίτητη λοιπόν η αναζήτηση μιας άλλης κλίμακας πιο κοντά στη λογική και τα δικά μας μέτρα. Είναι απαραίτητη όμως και η μετακίνηση όλου του συστήματος, (επιστημόνων, πολιτικών, νομοθετών κλπ) στην πλευρά του αγρότη και της παραγωγής και όχι στην πλευρά της βιομηχανίας, των εμπόρων και των μεσαζόντων που είναι σήμερα. Η σκανδαλώδης προσάρτηση της προστιθέμενης αξίας στους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας που ανήκουν στην βιομηχανία και τους μεσάζοντες στερεί πολύτιμους πόρους από τις τοπικές μας οικονομίες και τελικά τις καταδικάζει.
Παράλληλα είναι σημαντικό ο αγροτικός κόσμος να απεγκλωβιστεί από την λογική της πολυέξοδης εντατικής γεωργίας με τις υψηλές εισροές, και την μόνιμη εξάρτηση από τα πιστωτικά ιδρύματα, και να αναζητήσει το μέλλον στη βιώσιμη γεωργία, σε μικτές, πολυλειτουργικές, καθετοποιημένες εκμεταλλεύσεις και τη συνεργασία. Η κατεύθυνση αυτή κάνει λιγότερο ευάλωτη την παραγωγική μας βάση και ενισχύει τις τοπικές οικονομίες. Εκεί λοιπόν πρέπει να στραφούν, προσπάθεια και πόροι της μελλοντικής κυβέρνησης, η οποία θα πρέπει να πάρει από την αρχή σαφή θέση υπέρ του αγρότη (του φροντιστή και θεματοφύλακα της υπαίθρου) και να στρέψει την πολιτική της,τη νομοθεσία αλλά και την έρευνα υπέρ αυτού και όχι υπέρ των βιομηχάνων και των μεσαζόντων.