Ο Βουλευτής και π. Υφυπουργός Παιδείας κ. Σπύρος Ταλιαδούρος, με Ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή, στο πλαίσιο του Κοινοβουλευτικού ελέγχου, προς τον Υπουργό Oικονομικών, κ.Γ. Χαρδούβελη, μαζί με τη Βουλευτή Λακωνίας, κα Φεβρωνία Πατριανάκου, και άλλους 30 Βουλευτές ζητά τις απαραίτητες πρωτοβουλίες από τον Υπουργό Οικονομικών, προκειμένου να μη γίνεται αδιακρίτως αυτεπάγγελτος συμψηφισμός μη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο και να απεμπλακεί η διαδικασία επιστροφής φόρων και άλλων ποσών στους δικαιούχους τους προκειμένου να μην ανατρέπεται ο οικονομικός προγραμματισμός πολιτών και επιχειρήσεων, που οδηγούνται συχνά σε δυσχέρεια ή και σε πλήρη αδυναμία να καλύψουν ζωτικές επαγγελματικές υποχρεώσεις ή ακόμα και βιοτικές ανάγκες.
Ειδικότερα, η Ερώτηση του κ. Ταλιαδούρου έχει ως εξής:
«Με το άρθρο 11 του Ν. 3943/2011 (και ήδη παρ. 6 άρθρου 83 του ΚΕΔΕ) θεσπίστηκε η δυνατότητα αυτεπάγγελτου συμψηφισμού των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, με χρέη προς το Δημόσιο τα οποία είναι μεν βεβαιωμένα, αλλά δεν είναι ληξιπρόθεσμα.
Επιπλέον, με την εφαρμοστική της συγκεκριμένης διάταξης ΠΟΛ 1022/24-01-2012, ορίστηκε ότι: «Σε περίπτωση που υπάρχουν βεβαιωμένα χρέη στο Δημόσιο (Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο), ληξιπρόθεσμα ή μη, ανεξαρτήτως εάν έχουν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση ή σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή τελούν σε αναστολή και από τα στοιχεία που υπάρχουν αποδεικνύεται η απαίτηση του οφειλέτη κατά του Δημοσίου … ο συμψηφισμός ενεργείται αυτεπάγγελτα από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας».
Με τη συγκεκριμένη ΠΟΛ δηλαδή, όχι μόνο δεν οριοθετήθηκε, αλλά αντίθετα διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής της επίμαχης διάταξης, με συνέπεια να συμψηφίζεται πλέον κάθε οφειλή αδιακρίτως, δηλαδή ακόμα και ρυθμισμένη ή τελούσα σε αναστολή, με συνέπεια να «μπλοκάρεται» η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων επιστροφής φόρων στους δικαιούχους τους.
Αποτέλεσμα της εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης είναι να μην μπορούν οι φορολογούμενοι που έχουν απαιτήσεις από επιστροφές φόρων, να λάβουν τα ποσά που δικαιούνται, δεδομένου ότι αυτά συμψηφίζονται αυτεπάγγελτα με τις βεβαιωμένες -αλλά μη ληξιπρόθεσμες- δόσεις που οφείλουν να καταβάλλουν για διάφορους φόρους.
Λαμβανομένης δε υπόψη της περιοδικότητας των φορολογικών υποχρεώσεων και του αριθμού των οφειλών που έχουν ρυθμιστεί ή που καταβάλλονται τμηματικά, είναι προφανές ότι οι περισσότεροι φορολογούμενοι θα έχουν σε εκκρεμότητα βεβαιωμένες δόσεις, κατά τη μεγαλύτερη –ή και καθ’ όλη- τη διάρκεια του έτους.
Συγκεκριμένα και μόνον ενδεικτικά, οι επιστροφές Φ.Π.Α. που δικαιούνται οι αγρότες συμψηφίζονται με βεβαιωμένες αλλά μη ληξιπρόθεσμες οφειλές τους από φόρο εισοδήματος ή από ΕΝ.Φ.Ι.Α (από 1-10-2014), με αποτέλεσμα οι περισσότεροι δικαιούχοι να μην λαμβάνουν κανένα ποσό από επιστροφή Φ.Π.Α. Επίσης, επιστροφές που δικαιούνται οι φορολογούμενοι από φόρο εισοδήματος, συμψηφίζονται, από 1-10-2014, με βεβαιωμένες, αλλά μη ληξιπρόθεσμες οφειλές τους από ΕΝ.Φ.Ι.Α.
Αποτέλεσμα αυτών είναι να ανατρέπεται ο οικονομικός προγραμματισμός επιχειρήσεων και επιτηδευματιών, καθώς και μισθωτών και συνταξιούχων, οι οποίοι ανέμεναν τις επιστροφές φόρων, προκειμένου να διευκολυνθούν σε άλλες τους υποχρεώσεις τόσο προς το Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα όσο και προς τρίτους.
Λαμβανομένης δε υπόψη της οικονομικής κρίσης, οι περισσότεροι φορολογούμενοι, στερούμενοι τα χρήματα αυτά, οδηγούνται σε δυσχέρεια ή και σε πλήρη αδυναμία να καλύψουν ακόμα και βιοτικές τους ανάγκες, καθώς και να ανταποκριθούν σε ζωτικές επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη δυνατότητα συνέχισης της βιοποριστικής τους δράσης.
Επιπρόσθετα δε, προκαλούνται σοβαρότατα προβλήματα ρευστότητας, τη στιγμή μάλιστα που αυτή είναι -περισσότερο από ποτέ- αναγκαία για την τόνωση της αγοράς.
Σημειωτέον ότι, έστω και αποσπασματικά, έχει αναγνωριστεί η αναγκαιότητα διευθέτησης του ζητήματος και έχει αναληφθεί σχετική ρυθμιστική πρωτοβουλία. Με τη με αριθμό ΔΠΕΙΣ Α 1116352 ΕΞ 2014 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων, ορίστηκε ότι χρηματικές απαιτήσεις οφειλετών έναντι του Δημοσίου εξαιρούνται από τον αυτεπάγγελτο συμψηφισμό με βεβαιωμένες και μη ληξιπρόθεσμες οφειλές τους για ΕΝ.Φ.Ι.Α., λόγω των προβλημάτων που ανέκυψαν κατά την εκκαθάριση του συγκεκριμένου φόρου. Η εξαίρεση αυτή ίσχυσε μέχρι και τις 30-09-2014.
Κανένας δεν μπορεί βεβαίως να αμφισβητήσει -και μάλιστα σε μία περίοδο έκτακτων και επιτακτικών δημοσιονομικών αναγκών- την αναγκαιότητα είσπραξης από το Δημόσιο των οφειλομένων σε αυτό ποσών.
Το γεγονός αυτό όμως, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε διαφοροποίηση από τον κανόνα ότι δεν πρέπει να εισπράττονται με αναγκαστικό τρόπο οι μη ληξιπρόθεσμες οφειλές. Πρόκειται άλλωστε για ένα κανόνα, που δεν έχει μόνο τα γνωστά ερείσματα στο δίκαιο, αλλά αποτυπώνεται ως δίκαιος στη συνείδηση κάθε πολίτη, με αποτέλεσμα να μην γίνεται ανεκτή οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτόν, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή προέρχεται από το ίδιο το κράτος.
Αντίθετα, όχι μόνο δεν θα συναντούσε καμία αντίρρηση αλλά θα τύγχανε απόλυτης επιδοκιμασίας, μία πρόβλεψη περί αυτεπάγγελτου συμψηφισμού μη ληξιπρόθεσμων οφειλών, που θα αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στον εξαναγκασμό σε πληρωμή όσων εκ συστήματος φοροδιαφεύγουν.
Πρόκειται άλλωστε για το πλαίσιο, στο οποίο θα έπρεπε εξαρχής να έχει κινηθεί η ρύθμιση αυτή, στοχεύοντας στους φορολογούμενους που ρυθμίζουν τις οφειλές τους με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσουν φορολογική ενημερότητα και στη συνέχεια να σταματήσουν να εξυπηρετούν τη ρύθμιση.
Αντίστροφα, η αδιάκριτη εφαρμογή της επίμαχης ρύθμισης –πέραν όλων των άλλων- λειτουργεί αρνητικά στη ροή της οικονομίας και προσκρούει στο δικαίωμα κάθε πολίτη να προγραμματίζει την οικονομική του δραστηριότητα, επιδεικνύοντας άλλωστε τη δικαιολογημένη –σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου- εμπιστοσύνη προς τη Διοίκηση και στις αποφάσεις που αυτή λαμβάνει και τον αφορούν, οι οποίες βεβαίως δεν αναμένει ότι μπορούν να ανατρέπονται μονομερώς.
Ερωτάται ο κ. Υπουργός:
Ποιες συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προτίθεται να αναλάβει, προκειμένου να μην διενεργείται αδιακρίτως ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός των απαιτήσεων που έχουν οι πολίτες κατά του Δημοσίου, με τις μη ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς το Δημόσιο, ώστε να απεμπλακεί η διαδικασία της επιστροφής φόρων -ή και λοιπών ποσών από κάθε άλλη αιτία- στους δικαιούχους τους;»