Εκείνα τα χρόνια, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον αδελφοκτόνο εμφύλιο ήρθε η λεγόμενη αμερικάνικη βοήθεια η «Ούντρα» (Ούνρα). Έφερναν ρούχα απ’ την Αμερική και τα μοίραζαν στους εξαθλιωμένους Έλληνες πολίτες.
Συνήθως η πλούσια Αμερική που έστελνε τ’ αποφόρια της μέσω της «Ούνρα» απευθύνονταν στην ενορία του χωριού όπου και γινόταν η διανομή. Εκεί οι επιτήδειοι «ημέτεροι» ξεδιάλεγαν τα ελάχιστα, καλά ρούχα, και αυτά που έμειναν ήταν κυρίως μεγάλα παντελόνια με τιράντες (δυσανάλογα με το βάρος και το ύψος των ανθρώπων του χωριού, και φουστάνια στολισμένα με «διαμαντόπετρες» που καθώς γυάλιζαν τις αφαιρούσαν και τις έκρυβαν νομίζοντας ότι έχουν κάποια αξία.
Στο χωριό η επιτροπή αποτελούνταν από τον παπά (ιερέα), το διορισμένο πρόεδρο της Κοινότητας, και από τρεις άλλους που δεν έπαιζαν κανένα σοβαρό ρόλο, απλά και μόνο εκτελούσαν διαταγές και έκαναν θελήματα του παπά και του προέδρου της επιτροπής.
Ήταν Κυριακή απόγευμα όταν οι χωριανοί άκουσαν την καμπάνα να χτυπάει σύναξη (μάζωξη). Ρωτώντας ο ένας τον άλλον έμαθαν ότι άρχισε να γίνεται η διανομή των δεμάτων της «Ούνρα». Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, και όλοι τους περίμεναν καρτερικά… ούτε σπρώξιμο, ούτε καυγάδες. Η ανταμοιβή τους για την αναμονή ήταν το πολυπόθητο δέμα της «Ούνρα». Παίρνοντας το δέμα αγωνιούσαν να φθάσουν στο σπίτι γρήγορα να το ανοίξουν για να δουν τι τους έστειλε η Αμερική!…
Ανοίγοντάς το προς μεγάλη τους απογοήτευση διαπίστωναν ότι τα παντελόνια ήταν πολύ μεγάλα στο μάκρος και φαρδιά, τα πουκάμισα ήταν τα περισσότερα με πολύ έντονα χρώματα (παρδαλά) και φαρδιά. Όσο για τα φουστάνια δεν υπήρχε κανένα απολύτως ενδιαφέρον διότι οι γυναίκες, παντρεμένες και κορίτσια φορούσαν την καραγκούνικη φορεσιά.
Αυτά τα ρούχα ορισμένοι τα φορούσαν στις απόκριες. Αργότερα οι γιαγιές και οι μανάδες μας τα έκοβαν με το ψαλίδι σε λουρίδες (λωρίδες), τα ύφαιναν στον αργαλειό, φτιάχνοντας ωραίες και πολύχρωμες κουρελούδες.
Εκείνες τις μέρες που η «Ούντρα» είχε μοιράσει στο χωριό τα δέματα, μέσα στ’ άλλα που είχε το δέμα που πήρε ο Μανώλης ήταν κι ένα παντελόνι ριγέ κι ένα πουκάμισο πολύχρωμο «παρδαλό». Ένα πρωινό ο Μανώλης αποφασίζει να φορέσει τα αμερικάνικα ρούχα της «Ούντρα» και γι’ αυτή του την απόφαση κανένας δεν μπορούσε να τον μεταπείσει. Αφού φόρεσε το ριγέ παντελόνι και το παρδαλό πουκάμισο, βάζει και τα παπούτσια του «καουτσούκια» και πάει στον καθρέφτη να δει πως είναι, και ρωτάει τη μάνα του.
– Τι λες και συ μάνα για τα ρούχα; Σαν Αμερικάνος μοιάζω ε;
Η μάνα του όταν τον είδε έτσι, της ήρθε ο ουρανός σφοντύλι…
– Ούι πιδάκι μ’ τι έκανες!… Πώς θα βγεις στον κόσμο έτσι; Θα μας χάσ’ ο κόσμος γελώντας… Έχουμε και κορίτσια για παντρειά…
– Εγώ μάνα θα τα φοράω, και δε πα να λέτε εσείς ότι θέλετε…
Βγαίνοντας απ’ το σπίτι ο Μανώλης και βλέποντάς τον έτσι ντυμένο το σκυλί άρχισε να γαυγίζει. Νευριασμένος καθώς ήταν απ’ αυτά που του είπε η μάνα του ξέσπασε στο σκυλί. Όταν όμως άρχισε να μιλάει, το σκυλί τον γνώρισε και κουνώντας την ουρά του πήγε κοντά του. Η μεγαλύτερή του αδερφή που εκείνη την ώρα σκούπιζε την αυλή βλέποντάς τον έτσι ντυμένο τον ρωτάει κουνώντας το κεφάλι.
– Πού θα πας πρωί – πρωί Μανώλη μ’ αυτά τα παρδαλά τα ρούχα;
– Θα πάω τα γελάδια στο γελαδάρη, απαντάει νευριασμένος ο Μανώλης.
Στο δρόμο, έχοντας μπροστά τις δύο αγελάδες, και βαδίζοντας προς την έξοδο του χωριού συναντούσε κι άλλους χωριανούς, άντρες και γυναίκες, που άλλοι πήγαιναν κι άλλοι γύριζαν. Όλοι τους όμως, παρατήρησε ο Μανώλης, τον κοίταζαν περίεργα, και με την καλημέρα χαμογελώντας ειρωνικά του έλεγαν:
– Με γεια το κοστούμι Μανώλη.
– Φχαριστώ, απαντούσε ο Μανώλης, αλλά όχι με πολύ όρεξη, ίσως γιατί μάλλον κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά.
Χωρίς να ξέρει το γιατί, άρχισε να βασανίζεται στη σκέψη μήπως έκανε λάθος που φόρεσε αυτά τα αμερικάνικα ρούχα. Κι ενώ αυτός γύριζε για το σπίτι του είδε από μακριά δύο κοπέλες 15-16 χρονών να έρχονται προς το μέρος του. Τώρα σκέφθηκε πρέπει να δώσω μεγάλη σημασία σ’ αυτά τα κορίτσια για το πώς θα αντιδράσουν όταν με δουν ντυμένο μ’ αυτά τα αμερικάνικα ρούχα. Τα κορίτσια όταν πλησίασαν κοντά στο Μανώλη άρχισαν να κρυφογελούν, και όταν τον προσπέρασαν ξέσπασαν σε δυνατά γέλια φωνάζοντας: «Νάτος ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ…».
Ο Μανώλης όταν άκουσε το «νάτος ο Αμερικάνος» και τα γέλια των κοριτσιών κατάλαβε ότι αυτή η στολή δεν του πήγαινε και ορκίστηκε να μην την ξαναφορέσει.
«Χίλιες φορές ήταν καλύτερα, αναφώνησε, με το μπαλωμένο ντρίλινο παντελόνι, γιατί το σέβονταν όλοι». Ο Μανώλης δεν έπρεπε να ντρέπεται για το μπαλωμένο παντελόνι, άλλοι έπρεπε να ντρέπονται.
Εκείνο τον καιρό οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες που έπεσαν για μια ακόμα φορά στην ιστορία θύματα παθών και κακών συμβουλών. Έτσι ο Ελληνικός λαός εξαθλιωμένος εξ’ αιτίας τους περίμενε τα δέματα της «Ούντρα» να ντυθεί και να χορτάσει την πείνα του.
Οι κυβερνήσεις των τελευταίων 40 χρόνων κατάφεραν και πάλι να μας φέρουν στη δεκαετία του ’50. Τότε τα δέματα της «Ούντρα», τώρα τα πακέτα (κιβώτια) της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών. Η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών λοιπόν έχει καταρτίσει πρόγραμμα «Κοινωνικής προσφοράς και αλληλεγγύης».
Σύμφωνα με τις πρωτοβουλίες που έχει αναπτύξει ανταποκρίθηκε στην εισήγηση του «πατέρα Θεωνά του Ξενοφωντινού» και στηρίζει μηνιαίως τις ανάγκες 80 οικογενειών περίπου στο Καρποχώρι, και συνεισφέρει στη βελτίωση των καθημερινών διατροφικών αναγκών ανήλικων παιδιών και οικογενειών. Τα δύο πακέτα (κιβώτια) βοήθειας στην κάθε οικογένεια κάθε μήνα περιέχουν βασικά τυποποιημένα επώνυμα είδη τροφίμων.