Ιδέες και σκέψεις για τη σύγχρονη κρίση


Το Σεπτέμβριο του 2008 διεξήχθη στη Σεβίλλη της Ισπανίας, διεθνές συνέδριο, στο οποίο συμμετείχα, ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας (ΚΕΔΚΕ). Βασικός εισηγητής, στο συνέδριο αυτό ήταν ο γνωστός οικονομολόγος και νομπελίστας Joseph E. Stiglitz. Η κρίση ήταν ήδη αισθητή στην οικονομία των ΗΠΑ και σε αυτήν ο κος Stiglitz αφιέρωσε την ομιλία του. Τις ημέρες εκείνες η κυβέρνηση Bush είχε ανακοινώσει το πρώτο «πακέτο» ενίσχυσης των τραπεζών και το βασικό ερώτημα που έθεσε ο γνωστός νομπελίστας στο συνέδριο ήταν το εξής: 3 εκ. Αμερικάνοι είχαν ήδη χάσει το σπίτι τους και σύμφωνα με τις προβλέψεις, αλλά 2 εκ. αναμένονταν να το χάσουν στα επόμενα χρόνια. Πόσοι από αυτούς θα ανακτήσουν την κατοικία τους, μετά τα μέτρα που ανέλαβε η κυβέρνηση Bush; Η απάντηση ήταν άμεση, σχεδόν κανένας!

Στην Ελλάδα, η κρίση δεν έχει ασφαλώς τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά που εμφάνισε στις ΗΠΑ. Αυτό σε ένα βαθμό οφείλεται και στο «συντηρητισμό» των ελληνικών τραπεζών. Το ερώτημα όμως που έθεσε ο κος Stiglitz παραμένει. Τα 28 δις που διοχέτευσε η κυβέρνηση στις ελληνικές τράπεζες ποιον βοήθησαν; Η μείωση του τέλους ταξινόμησης πόσες θέσεις εργασίας δημιούργησε ή έστω διατήρησε στην Ελλάδα και πόσες θέσεις στις  χώρες με αυτοκινητοβιομηχανίες; Η μείωση και ουσιαστική κατάργηση του τέλους παρεπιδημούντων, που χάρισε η κυβέρνησης στους μεγάλο-ξενοδόχους, κατά πόσο μείωσε τις τιμές των τουριστικών υπηρεσιών αύξησε την ποιότητα τους και με αυτό τον τρόπο βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού; Μήπως αντίθετα, έθεσε σε κίνδυνο τη μέσο-μακροπρόθεσμη τουριστική ανάπτυξη της χώρας, αφαιρώντας από τους δήμους ένα βασικό δυναμικό πόρο, που διοχετεύονταν στη συντήρηση και επισκευή των τουριστικών υποδομών;

Τις τελευταίες μέρες γίναμε μάρτυρες των σημαντικών και είναι αλήθεια ανατριχιαστικών, «συμβουλών» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), οι οποίες αφορούσαν στο ξεπέρασμα της κρίσης στην Ελληνική Οικονομία. Να υπενθυμίσω ότι οι προτάσεις του ΔΝΤ είναι μία συνταγή, που όπως έλεγε το παλιό διαφημιστικό σλόγκαν «πάει με όλα». Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, το ΔΝΤ κλήθηκε να παρέμβει στην Ταϊλάνδη, την Ινδονησία και την Κορέα. Απαίτησε την εφαρμογή ενός άμεσου σχεδίου δημοσιονομικής λιτότητας. Το σχέδιο αυτό περιλάμβανε την αύξηση των φόρων και την περικοπή των δημοσίων δαπανών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Οι χώρες αυτές προσπάθησαν να υλοποιήσουν τις υποδείξεις του ΔΝΤ. Το αποτέλεσμα ήταν η ύφεση να επιδεινωθεί, λόγω μείωσης της ενεργούς ζήτησης.

Το Δεκέμβριο του 1930, μόλις άρχισε να γίνεται εμφανές ότι οι ΗΠΑ δεν αντιμετώπιζαν μία συνηθισμένη ύφεση, John Maynard Keynes, προσπαθώντας να εξηγήσει τις αιτίες τις οικονομικής κρίσης είπε το γνωστό, «Έχουμε πρόβλημα γεννήτριας». Ο Paul Krugman (βραβείο Νόμπελ Οικονομίας 2008), δηλώνει ότι ο Keynes κατά βάθος ήταν συντηρητικός, πιστεύοντας ότι το πρόβλημα μπορούσε να λυθεί με μία τεχνική επιδιόρθωση και δεν ήταν πρόβλημα της ίδιας της μηχανής. Ο Stiglitz πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα, αλλά και η αναποτελεσματικότητα ορισμένων μέτρων έχουν εν πολλοίς ιδεολογική βάση. Οφείλονται στη δογματική προσήλωση αρχών που ο ίδιος ονομάζει «φονταμενταλισμό» της αγοράς.

Η χώρα μας βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη δίνη της κρίσης. Μιας κρίσης όχι μόνο εισαγόμενης, αλλά και με πολύ βαθιές ρίζες στις διαρθρωτικές αδυναμίες και προβλήματα της ελληνικής οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Προσπαθούμε, δυστυχώς, να αντιμετωπίσουμε την κρίση χωρίς να υπάρχει ένα επεξεργασμένο σχέδιο από την κεντρική κυβέρνηση, τόσο για την άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες ανθρώπων, όσο και για το τι θα γίνει την επόμενη ημέρα. Είναι σίγουρο ότι η επόμενη μέρα, δε θα είναι η ίδια με την προηγούμενη της κρίσης. Οι συσχετισμοί δυνάμεων θα έχουν αλλάξει, οι δυναμικές των χωρών και των περιοχών θα έχουν μεταβληθεί, οι ταχύτητες θα είναι διαφορετικές και κανένας δε θα ήθελε να επιβιβασθεί σε ένα Zastava, όταν ο διπλανός του τρέχει με Ferrari. Ο κίνδυνος αυτός στο πλαίσιο της Ε.Ε. είναι ήδη ορατός. Δημιουργείται ένα διευθυντήριο ισχυρών κρατών, το οποίο περιβάλλεται από έναν πυρήνα κρατών – μελών με μικρές, αλλά ισχυρές οικονομίες και ευοίωνες προοπτικές, δημιουργώντας το λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» της Ε.Ε. Μετά την κρίση η Ελλάδα θα συμμετέχει σε αυτό το «σκληρό πυρήνα»; Ποιο είναι το σχέδιο που ως χώρα έχουμε επεξεργαστεί, ώστε να μην ενταχθούμε στις «Λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις»; Η υποβάθμιση της Ελλάδας τι αποτελέσματα θα έχει όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά και στο πολιτικό; Δε χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να δούμε την υποβαθμισμένη θέση της Ελλάδας, δίπλα ακριβώς στον τελευταία αναβαθμισμένο ρόλο της γείτονος Τουρκίας.

Το μεγαλύτερο όμως, κατά τη γνώμη μου πρόβλημα, που δεν έχει αντιμετωπιστεί, αλλά ούτε και ενταχθεί στο δημόσιο διάλογο, είναι το πρόβλημα της ισόμετρης περιφερειακής ανάπτυξης. Η χώρα μας έχει ήδη χαρακτηριστικά διοικητικής και οικονομικής δομής τριτοκοσμικού υδροκέφαλου κράτους. Η κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο στην Αττική και την περιφέρεια. Μέτρα περιφερειακής ανάπτυξης δεν υπάρχουν και ακόμη και περιφέρειες, όπως η Θεσσαλία, παραμένουν γυμνές μέσα στη θύελλα, χωρίς να μπορούν να μετατρέψουν το πρόβλημα σε ευκαιρία, να αναδιαρθρώσουν την αγροτική τους πολιτική, να εντάξουν την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες στη διοικητική και οικονομική τους διάρθρωση, να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, ώστε να κάνουν ελκυστικότερη και ανταγωνιστικότερη την περιφέρειά τους. Αναπτυξιακές πολιτικές προτάσεις όπως η «πράσινη ανάπτυξη» απαιτείται σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να εξειδικευτούν και να λάβουν υπόψη τους περιφερειακές και τοπικές ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες. Η αποκέντρωση πρέπει να πάρει, επιτέλους στη χώρα μας, ουσιαστικό περιεχόμενο ώστε το κράτος να αποκτήσει διάρθρωση και λειτουργίες ανάλογες με αυτές των αναπτυγμένων κρατών.

Στο βιβλίο του «Οι έχοντες και οι μη κατέχοντες», ο Noam Tsomsky  ισχυρίζεται ότι υπάρχει μεγάλη διασύνδεση ανάμεσα στις κρίσεις και την κοινωνική ανισότητα. Η άνιση κατανομή εισοδήματος και πλούτου έχει συνέπειες στην ίδια τη λειτουργία του συστήματος. Η άνιση κατανομή του πλούτου δεν έχει να κάνει μόνο με κοινωνικές ανισότητες αλλά και χωρικές είναι δηλαδή πάνω από όλα πολιτικό ζήτημα. Αντιμετωπίζεται δε αποκλειστικά και μόνο με παρεμβατικές πολιτικές αναδιανομής.

Με βάση αυτή τη γενική αρχή πιστεύω ότι και ο τελευταίος αναγνώστης καταλαβαίνει πόσο επικίνδυνο για τη χώρα, τις περιφέρειες, τις περιοχές και τον κάθε Έλληνα ξεχωριστά είναι να βαδίζουμε ανερμάτιστοι, χωρίς σχέδιο και ρότα. Είναι φανερό ότι η κρίση δημιουργεί νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Η πολιτική αναβαθμίζεται, παρεμβαίνει και καταλαμβάνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θέσεις στην οικονομία. Οι πολιτικοί όμως, είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις νέες αυτές προκλήσεις; Διαθέτουν φρέσκιες ιδέες και μεθόδους; Έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία; Η αντιμετώπιση της κρίσης δε χρειάζεται προσηλώσεις σε ξεπερασμένα δόγματα, όπως αυτά της παντοδυναμίας της αγοράς, και κυρίως χρειάζεται νέες ιδέες, νέες γνώσεις και νέους ανθρώπους, με εμπειρία και δυνατότητες, ώστε να μπορέσουν να κινητοποιήσουν, αλλά και να αξιοποιήσουν όλες τις δυνάμεις σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, ώστε η χώρα μας να βγει από την κρίση αναβαθμισμένη και όχι ένας θλιβερός ουραγός με όλα τα τραύματά του ανοιχτά, έτοιμος να περιμένει την επόμενη εθνική κρίση.

 Τελειώνοντας, επιτρέψτε μου να παραλλάξω τη ρήση του Keynes (ορισμένες)  ιδέες και τα κατεστημένα συμφέροντα είναι τα επικίνδυνα πράγματα….

Δ. Τσιαντής

Προηγούμενο άρθρο Επιδιώκουμε μια καλύτερη Ελλάδα. Με σιγουριά – με όραμα – με προοπτική
Επόμενο άρθρο Μήνυμα νίκης από την Καρδιτσομαγούλα