Οι παλαιότερες ενδείξεις ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο νομό Καρδίτσας εντοπίζονται στην περιοχή της σημερινής λίμνης Ν. Πλαστήρα και ανάγονται στη μέση παλαιολιθική περίοδο. Πριν από τη δημιουργία – κατά τη δεκαετία του 1950 – της τεχνητής λίμνης, στην περιοχή υπήρχε το πολύ εύφορο και τερπνότατο οροπέδιο της Νεβρόπολης (Γεωργιάδης 1894, 2008), μια επιμήκης κοιλάδα σε υψόμετρο 800,00 μ. στις ανατολικές υπώρειες των Αγράφων, στο οποίο είχε τις πηγές του και έρεε ο Μέγδοβας ποταμός ή Ταυρωπός ή Νεβροπολίτης.
Στην κτηματική περιφέρεια του Δημοτικού Διαμερίσματος Λαμπερού του Δήμου Πλαστήρα, στις ανατολικές όχθες της λίμνης, στη θέση «Χαλικάκι», σε μικρή πεδινή έκταση που στα ανατολικά ορίζεται από λόφους και στα δυτικά από την ακτογραμμή της λίμνης, η οποία μεταβάλλεται διαρκώς ανάλογα με την ποσότητα των εισρεόντων σε αυτήν υδάτων, αποκαλύφθηκαν τα πρώτα επιφανειακά ευρήματα της μέσης παλαιολιθικής. Πρόκειται για μια αμφίπλευρη φυλλόσχημη αιχμή από σοκολατί πυριτόλιθο με ανοιχτόχρωμες καφετί κηλιδωτές προσμίξεις, μια φολίδα λεπιδόσχημη και ορισμένα ακόμη λίθινα εργαλεία. Επίσης, νεότερα επιφανειακά παλαιολιθικά ευρήματα προέρχονται και από τη δυτική ακτή της λίμνης Ν. Πλαστήρα, από την περιοχή του Δήμου Νερβόπολης αλλά και από την περιοχή της δυτικής Αργιθέας, όπου έχουν εντοπιστεί και πετρώματα – κόνδυλοι πυριτολίθου, ως πρώτη ύλη για την κατασκευή εργαλείων.
Τα παραπάνω ευρήματα αποδίδονται στη Μουστέρια πολιτισμική φάση με βάση, αφενός, τα μορφολογικά, τεχνολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά τους και, αφετέρου, άλλα παρόμοια εργαλειακά σύνολα από τη Θεσσαλία (Runnels 1988, 5 και 1994, 55). Τοποθετούνται δε χρονολογικά ανάμεσα στα 50.000 ως 30.000 χρόνια πριν από το παρόν, δηλαδή στη μέση παλαιολιθική περίοδο.
Οι άνθρωποι αυτής της περιόδου είχαν απόλυτη εξάρτηση από το φυσικό περιβάλλον, καθώς δεν παρήγαν αλλά κυνηγούσαν και συνέλεγαν καρπούς, ενώ ζούσαν σε σπήλαια ή στο ύπαιθρο, κοντά σε περάσματα ζώων. Φαίνεται ότι οι κυνηγοί της μέσης παλαιολιθικής εγκατέλειψαν εργαλεία ή όπλα σε θέσεις κυνηγιού και σε προσωρινές κυνηγετικές εγκαταστάσεις, όπως ίσως συνέβη στο Λαμπερό Καρδίτσας.
Η κατανομή των θέσεων της Μουστέριας πολιτισμικής φάσης στη χώρα μας βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το νερό και η παρουσία τους στη Θεσσαλία είναι βεβαιωμένη τόσο στον Πηνειό ποταμό στην περιοχή της Λάρισας από επιφανειακές έρευνες όσο και στο σπήλαιο της Θεόπετρας του νομού Τρικάλων από ανασκαφικά δεδομένα (Κυπαρίσση – Αποστολίκα 1995, 20, 30).
Η σχέση των δύο θέσεων, της Θεόπετρας και της λίμνης Ν. Πλαστήρα, φαίνεται καθοριστική, καθώς βρίσκονται στο εσωτερικό της δυτικής Θεσσαλικής πεδιάδας, κοντά σε ποταμούς και σε περάσματα από τη Θεσσαλία στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία και σε σχετικά κοντινή μεταξύ τους απόσταση.
Ένα από τα βασικότερα αίτια της αλλαγής από το Θηρευτικό στο νεολιθικό στάδιο θεωρείται η μεγάλη κλιματική αναστάτωση στο τέλος του Πλειστοκαίνου που ήταν συνέπεια της οριστικής υποχώρησης των παγετώνων και της γενικής θέρμανσης του κλίματις της γης. Στη Μέση Ανατολή η αλλαγή του τρόπου ζωής συμπίπτει με τη μετάβαση από το κλίμα του Πελιοστοκαίνου στο Ολόκαινο (10.000 – 7.000 π.Χ.).
Και στον ελλαδικό χώρο, κατά την τελική παλαιολιθική και τη μεσολιθική, μετά το 10.000 π.Χ., διαμορφώνονται οι συνθήκες και οι δυνάμεις – έπειτα από τις περιβαλλοντικές και κλιματολογικές μεταβολές – για την εμφάνιση του νέου τρόπου παραγωγικής διαδικασίας, γνωστού ως αρχή του παραγωγικού σταδίου, δηλαδή της αγροτικής οικονομίας. Αυτός ο τρόπος παραγωγής για χιλιάδες χρόνια στηρίχθηκε σε δύο στοιχεία της νέας οικονομίας: αφενός στη μόνιμη εγκατάσταση, αφού οι άνθρωποι εγκαταλείπουν το θηρευτικό στάδιο και το νομαδικό τρόπο διαβίωσης και, αφετέρου, στην άσκηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Αρχίζει, έτσι, να αναπτύσσεται ο νέος τρόπος οργάνωσης της οικονομίας που βασίζεται κυρίως στην παραγωγή της τροφής, αντί της συλλογής και της θήρας. Ο ίδιος ο άνθρωπος αρχίζει να επιβάλλεται, να ελέγχει το περιβάλλον, καθώς και τις σταθερές πηγές που του εξασφαλίζουν τις υλικές βάσεις της ζωής του, στοιχείο ουσιαστικό που άλλαξε την πορεία του και τον οδήγησε στο θεμέλιο του πολιτισμού.
Στην Ελλάδα, η ανάπτυξη του παραγωγικού σταδίου εμφανίζεται από την έβδομη χιλιετία πριν το παρόν, στο ξεκίνημα του νεολιθικού πολιτισμού. Η εποχή αυτή χωρίζεται από τους ερευνητές, συμβατικά, σε επιμέρους περιόδους: την ακεραμική (7.000 – 6.500 π.Χ.), την αρχαιότερη νεολιθική (6.500 – 5.800 π.Χ.), τη μέση νεολιθική (5.800 – 5.300 π.Χ.), τη νεότερη νεολιθική (5.300 – 4.500 π.Χ.) και την τελική νεολιθική – χαλκολιθική (4.500 – 3.200 π.Χ.).
Στην περιοχή του νομού Καρδίτσας, όπως και στον υπόλοιπο Θεσσαλικό χώρο, τα πρώτα δείγματα μόνιμης εγκατάστασης εμφανίζονται κοντά σε ρέματα, ποτάμια, έλη ή όπου υπήρχαν πηγές νερού, στα μέσα της 7ης χιλιετίας. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα στην πεδιάδα της Καρδίτσας είναι «οι μαγούλες», δηλαδή οι προϊστορικοί οικισμοί, τα χωριά της νεολιθικής εποχής. Αυτές είναι τεχνητά εξάρματα που δημιουργήθηκαν με τη διαδοχική συσσώρευση αλλεπάλληλων στρωμάτων κατοίκησης σε διάφορες θέσεις, από το 7.000 έως περίπου το 3.500 π.Χ.. Η διάμετρός τους προσεγγίζει τα 150,00 – 200,00 μ. και το ύψος τους τα 2,00 – 3,00 μ..
Οι οικισμοί αποτελούνταν αρχικά από ακανόνιστα ορύγματα μέσα στο έδαφος (Αγιοπηγή, θέση «Κόκκινος»), μετέπειτα από πασσαλόπηκτες καλύβες κατασκευασμένες από κορμούς δέντρων, πλεγμένα κλαδιά και πηλό (Πρόδρομος, Συκεών, Αστρίτσα) και, στη συνέχεια, από οικίες με λίθινα θεμέλια και πλιθιά στην ανωδομή. Συνήθως τα σπίτια ήταν μονόχωρα, τετράπλευρα, με εστία στην άκρη και δάπεδο από πατημένο χώμα ή πηλό. Στο εσωτερικό τους παρατηρούνται χώροι αποθήκευσης, προετοιμασίας τροφής και ύπνου. Η στέγη τους, κατασκευασμένη από πηλό, κλαδιά και άλλα φυτικά υλικά, ήταν δικλινής ή τετρακλινής. Στους οικισμούς παρατηρούνται και εξωτερικοί κοινόχρηστοι χώροι, συνήθως λιθόστρωτοι, για διάφορες εργασίες, όπως την κατασκευή λίθινων εργαλείων ή την κατεργασία των οστών, καθώς και άλλων οικοτεχνικών δραστηριοτήτων.
Οι νεολιθικοί άνθρωποι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, το κυνήγι και την αλιεία. Η γεωργία εκφράζεται μέσα από ένα σύνολο δραστηριοτήτων, όπως την επιλογή της ποικιλίας, τη φύτευση, το πότισμα, το ξεβοτάνισμα και το θερισμό. Καλλιεργούνταν δε τρία είδη δημητριακών: το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, καθώς και το κριθάρι (δίστοιχο και εξάστοιχο). Απαντούν επίσης το κεχρί, η βρώμη και η σίκαλη. Από τα όσπρια παρατηρούνται η φακή, τα μπιζέλια και το ρόβι, ενώ από τη νεότερη νεολιθική τα κουκιά και τα ρεβίθια. Στους νεολιθικούς οικισμούς παρατηρείται, επίσης, ποικιλία καρπών και φρούντων, όπως αμύγδαλα, βαλανίδια, φιστίκια, κορόμηλα, δαμάσκηνα, μήλα, αχλάδια, σταφύλια, μούρα και άλλα.
Η κτηνοτροφία βασιζόταν σε εξημερωμένα οικόσιτα ζώα, όπως το πρόβατο, η αίγα, ο χοίρος, τα βοοειδή και ο σκύλος. Η εκτροφή των ζώων γινόταν κυρίως για το κρέας και το γάλα αλλά και για τη μεταποιημένη ζωική ύλη, δηλαδή το μαλλί, τα κέρατα, τα οστά και το δέρμα. Τα βοοειδή χρησιμοποιήθηκαν επιπλέον για την άροση, ενώ ο σκύλος για το κυνήγι και, γενικότερα, για τη φύλαξη.
Το κυνήγι και η αλιεία ήταν μέσα στις δραστηριότητες του νεολιθικού ανθρώπου, καθώς τόσο τα θηράματα όσο και τα ψάρια αποτελούσαν σημαντική τροφή, τα δεύτερα κυρίως στους παραθαλάσσιους οικισμούς. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ελάφια, το ζαρκάδι, το πλατώνι, ο λαγός, τα πτηνά (χήνες, πάπιες) και από τα ψάρια ο ροφός, ο τόνος, η τσιπούρα, καθώς και μαλάκια και δίθυρα όστρεα χερσαία, Θαλάσσια ή των γλυκών νερών. Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν το βιότοπο κάθε οικισμού και δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την οικονομία του.
Στις καθημερινές δραστηριότητες συγκαταλέγονταν, επίσης, η παραγωγή της τροφής, η υφαντική – τα σχέδια της οποίας αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για τη διακόσμηση των αγγείων ή των ειδωλίων – καθώς και η καλαθοπλεκτική. Υφαντά και ψάθες όριζαν το χώρο, στρώνονταν στο πάτωμα ή κρεμιούνταν στους τοίχους. Καλάθια, ψάθες και δίχτυα χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά, την παραγωγή κεραμικής, την τυροκομία, το κυνήγι και την αλιεία. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως τα πηνία, τα σφονδύλια και τα αποτυπώματα στις βάσεις των αγγείων από υφάσματα, ψάθες και καλάθια επιβεβαιώνουν τις δραστηριότητες αυτές, καθώς και ένα πλήθος εργασιών που τις συνόδευαν, όπως η επιλογή και κατεργασία των πρώτων υλών, το γνέσιμο, η ύφανση και οι βαφές.
Η επεξεργασία των οστών των οικόσιτων ζώων, καθώς και των κεράτων, εξασφάλιζε τα απαραίτητα εργαλεία για την κατεργασία των δερμάτων, την υφαντική, την καλαθοπλεκτική και τη στειλέωση των λειασμένων λίθινων εργαλείων. Οι οπείς, οι βελόνες και οι σπάτουλες είναι συνηθισμένα αρχαιολογικά ευρήματα μιας νεολιθικής ανασκαφής. Ομοίως, τα λίθινα εργαλεία από αποκρουσμένο ή λειασμένο λίθο χρησιμοποιούνταν για κοπτικές, υλοτομικές και ξυλουργικές δραστηριότητες. Ο οψιανός, το μαύρο ηφαιστειακό γυαλί από τη Μήλο, καθώς και ο ποικιλόχρωμος πυριτόλιθος, χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή λεπίδων, τρυπανιών, ξέστρων, αιχμών βελών, καθώς και δρεπανιών, δηλαδή λεπίδων προσαρμοσμένων στη σχισμή ενός ξύλου. Οι αξίνες, οι πελέκεις και οι σμίλες κατασκευάζονταν από λειασμένο λίθο σφυροκοπώντας αρχικά την επιφάνεια του πετρώματος και λειαίνοντας κατόπιν την κόψη του εργαλείου σε σταθερά ακόνια, χρησιμοποιώντας νερό και άμμο. Τα εργαλεία αυτά στειλεώνονταν σε κέρατα συνήθως ελαφιού.
Κοντά σ’ αυτά τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη νεολιθική εποχή, έρχεται να προστεθεί και η χειροποίητη κεραμική. «Η κεραμική είναι η τέχνη για να μετατρέπεται η λάσπη σε συγκεκριμένα μορφικά αντικείμενα και αυτό με τη βοήθεια της φωτιάς σε κεραμικό πλατιάς χρήσης… Η κεραμική είναι το χρυσάφι της προϊστορίας» έγραψε ο καθηγητής και ερευνητής της προϊστορίας της Καρδίτσας Γ. Χουρμουζιάδης (Χουρμουζιάδης 1999, 112).
Η κατασκευή αγγείων πόσης, βρώσης ή και αποθηκευτικού χαρακτήρα ξεκίνησε ως οικιακή παραγωγή και εξελίχτηκε σε προϊόν εξειδικευμένων αγγειοπλαστών. Οι νεολιθικοί κεραμείς επέλεγαν αρχικά τον κατάλληλο φυσικό πηλό, απομάκρυναν τα χοντρά σωματίδια που περιείχε, είτε με το χέρι είτε με το κόσκινο και μορφοποιούσαν το αγγείο τοποθετώντας τμήματα πηλού το ένα πάνω στο άλλο, ενώ παράλληλα ενίσχυαν τα σημεία σύνδεσης εξωτερικά και εσωτερικά με πρόσθετο πηλό. Ακολουθούσε το ξύσιμο της επιφάνειας, η κάλυψή της με λεπτό στρώμα πηλού (επίχρισμα), η λείανσή της συνήθως με ένα βότσαλο και τέλος η διακόσμησή της.
Αρχικά τα αγγεία ήταν μονόχρωμα και κατόπιν διακοσμημένα. Η διακόσμηση γινόταν είτε με την ανομοιογενή επίδραση της φωτιάς κατά την όπτηση είτε με τη χρήση γαιωδών χρωμάτων. Έτσι μπορεί να ήταν γραπτή με γραμμικά, βαθμιδωτά ή αβακωτά σχέδια, επάλληλες γωνίες, ζιγκ-ζακ και μοτίβα υφαντικής, Τα επικρατέστερα χρώματα ήταν το υπόλευκο, το καστανό, το κόκκινο, το γκρι και το μαύρο. Η γραπτή διακόσμηση στο ίδιο αγγείο μπορεί να συνδυαζόταν και με την εγχάρακτη. Η τελευταία γινόταν είτε με μηχανικό τρόπο, κάνοντας χρήση ενός φτερού, ενός οστού ή ενός οστρέου (cardium) είτε με αβαθείς ή βαθιές νυχιές ή τσιμπήματα με τα δύο δάχτυλα. Μια άλλη διακοσμητική έκφραση είναι η πλαστική, με τη δημιουργία μικρών αποφύσεων – μαστιδίων στην επιφάνεια του αγγείου. Τέλος, στη Θεσσαλία παρατηρείται και η ξεστή διακόσμηση, κατά την οποία το αγγείο ολείφεται ολόκληρο με ερυθρό χρώμα που αφαιρείται σε παράλληλες ταινίες μόλις στεγνώσει.
Κατά τη νεολιθική περίοδο στη Θεσσαλία παρατηρούνται αγγεία κατασκευασμένα σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, που μαρτυρούν εμπορικές ανταλλαγές είτε του σκεύους είτε του περιεχομένου του.
Ακόμη έχει διαπιστωθεί η διακίνηση ορυκτών προϊόντων, όπως ο οψιανός της Μήλου που εκτός από την επαφή με το Αιγαίο δηλώνει και την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας. Στο ίδιο δίκτυο ανταλλαγών και εμπορίου εντάσσονται τα κοσμήματα από το όστρεο της Μεσογείου Spondylus Gaederopus, τα λίθινα σκεύη, τα κοσμήματα και οι λίθινες σφραγίδες.
Η επιθυμία για καλλωπισμό δηλώνεται με τη χρήση κοσμημάτων κατασκευασμένων από λίθο, οστό, πηλό, όστρεα ή μέταλλα, ενώ γινόταν και χρήση φθαρτών υλικών, όπως τα άνθη και τα φτερά. Λίθινες χάντρες σφαιρικού ή κυλινδρικού σχήματος, λίθινα περίαπτα πολλές φορές ζωόμορφα ή ανθρωπόμορφα, οστέινες χάντρες, διάτρητα κοχύλια και δόντια ζώων αποτελούν τη νεολιθική κοσμηματοτεχνία και χρησιμοποιούνται για τον προσωπικό στολισμό. Σπανιότερα είναι τα μετάλλινα κοσμήματα από χαλκό, χρυσό και άργυρο.
Ένα ακόμη αντικείμενο που αποτελεί αποδεικτικό ιδιοκτησίας ή δηλωτικό γοήτρου είναι η σφραγίδα, κατασκευασμένη από πηλό ή μαλακό λίθο. Συνήθως κωνική με κορυφή που χρησιμεύει ως λαβή, διάτρητη ή μη και σφραγιστική βάση στρογγυλή, τετράγωνη ή ελλειψοειδή, φέρει γεωμετρικά θέματα, όπως ενάλληλες γωνίες, σπείρες, στήλες οπών, ζιγκ – ζαγκ και μαιανδρολαβυρίνθους.
Η νεολιθική ειδωλοπλαστική δηλώνεται μέσα από ομοιώματα οικιών και διαφόρων αντικειμένων, όπως φούρνων, καθισμάτων, κιβωτίων, μικρογραφικών αγγείων, τροφίμων και εργαλείων. Ακόμη παρατηρούνται μορφές ζώων, άγριων ή οικόσιτων, καθώς και ανθρωπόμορφα ανδρικά ή γυναικεία ειδώλια, αποδοσμένα φυσιοκρατικά ή σχηματικά (σταυρόσχημα, αγκυρόσχημα), όρθια ή καθιστά, τα οποία έχουν σχέση με τη ζωή και το οικιακό καθημερινό περιβάλλον. Υπάρχουν, επίσης, ειδώλια εγκύων γυναικών ή κεφάλια με έντονα χαρακτηριστικά. Στα φυσιοκρατικά ειδώλια, κυρίως της αρχαιότερης νεολιθικής, τονίζεται ιδιαίτερα το κάτω τμήμα του σώματος και το στήθος, που πιθανότατα συμβολίζουν τη γονιμότητα του ανθρώπου ή της γης. Στο τέλος της νεότερης νεολιθικής εκτός από τις φυσιοκρατικές μορφές παρατηρούνται και τα ακρόλιθα, σχηματικά δηλαδή ειδώλια με ένθετο τριγωνικό, λίθινο κεφάλι. Υλικό κατασκευής αποτελεί ο πηλός και αργότερα ο λίθος. Ποικίλλουν σε μέγεθος από 2,00 εκ., με συνηθέστερα αυτά των 10,00 – 15,00 εκ., φτάνοντας σπανιότερα έως και τα 50,00 εκ., Κοσμούνται δε με εγχαράξεις, εμπιέσεις και χρώματα. Παιχνίδια, αντικείμενα λατρείας, μαγείας, φυλαχτά, αποτροπαϊκά σύμβολα ή απλά τεχνουργήματα, όποιος και αν είναι ο ρόλος τους, δεν παύουν να αποτελούν καλλιτεχνική έκφραση ανθρώπινης έμπνευσης και προδρομικές μορφές της γλυπτικής τέχνης.
Στο παρελθόν είχαν γίνει ανασκαφικές έρευνες από τους A. Wace και Μ. Thompson, Μ. Παπαδοπούλου – Θεοχάρη, Δ. Ρ. Θεοχάρη, Γ. Χουρμουζιάδη και Κ. Γαλλή σε αρκετούς προϊστορικούς οικισμούς στην περιοχή του νομού Καρδίτσας, όπως στη Μαγουλίτσα Αρτεσιανού, στη Τζάνη Μαγούλα, στις Μαγούλες του Προδρόμου, στην Κοσκινά Μαγούλα και στη Μαγούλα Μακρυχωρίου. Τα νεότερα χρόνια έχουν διεξαχθεί ανασκαφές σε ορισμένε προϊστορικές θέσεις με αφορμή κυρίως την εκτέλεση δημόσιων ή ιδιωτικών έργων, όπως στο Ζαϊμι, στη Μαγούλα Οργόζινου, στη Μαγούλα Φαναρίου, στο Καρποχώρι, στη Συκεώνα, στην Αστρίτσα, στον Πρόδρομο και στα Γεφύρια.
Στοιχεία εγκατάστασης της νεολιθικής εποχής και, μάλιστα, της αρχαιότερης νεολιθικής εντοπίστηκαν πρόσφατα στην Αγιοπηγή, στη θέση «Κόκκινος». Ειδικότερα, κατά τις εργασίες κατασκευής του οδικού άξονα Καρδίτσας -Αγιοπηγής – Κέδρου αποκαλύφθηκε τμήμα λάκκου κατοίκησης, διαστάσεων 3,50 Χ 2,50 μ., Συλλέχτηκαν, επίσης, τμήματα οστέινων και λίθινων εργαλείων, μίλα πήλινη σφραγίδα και ένα πήλινο κοχλιάριο. Η κεραμική ήταν κυρίως μονόχρωμη, πολύ καλά στιλβωμένη, καθώς και διακοσμημένη (γραπτή και εγχάρακτη).
Η εικόνα της νεολιθικής εποχής συμπληρώνεται με την ανασκαφική έρευνα και στην περιοχή της Αστρίτσας. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε οικιστική εγκατάσταση της μέσης και νεότερης νεολιθικής με επάλληλα δάπεδα από πηλό. Εξαιρετικής ποιότητας και υψηλής τεχνικής αποτελεί η διακοσμημένη κεραμική του οικισμού, έργο ειδικευμένων αγγειοπλαστών.
ΠHΓH από το βιβλίο: Nομαρχιακή Aυτοδιοίκηση Kαρδίτσας “Oδοιπορικό στα Mνημεία του Nομού Kαρδίτσας”