Την Πέμπτη, στις 17 του μήνα, συνεδριάζει το Δημοτικό Συμβούλιο του δήμου Καρδίτσας με το πρώτο θέμα της ημερήσιας διάταξης να αντανακλά πλήρως την προχειρότητα με την οποία η διοίκηση αντιμετωπίζει τα θέματα του δήμου. Αφορά στη μεταφορά ποσού της ΣΑΤΑ, των πόρων δηλαδή που προορίζονται για τα έργα των Τοπικών Κοινοτήτων, προς κάλυψη λειτουργικών αναγκών. Που έγκειται όμως η προχειρότητα;
Το θέμα αυτό έρχεται να συμπληρώσει την απόφαση που το Συμβούλιο έλαβε κατά την προηγούμενη συνεδρίαση, τη σχετική με τη διάθεση ενός ποσού της ΣΑΤΑ για την πληρωμή της μισθοδοσίας του Κέντρου Γυναικών Καρδίτσας. Δεν είναι η πρώτη φορά που συζητάμε επί προηγούμενης απόφασης. Οι αποφάσεις που λαμβάνει η διοίκηση είναι πολλές φορές τόσο πρόχειρες και αόριστες ώστε απαιτούνται διορθωτικές αποφάσεις όχι για να λυθούν προβλήματα αλλά για να επιτευχθεί η ορθότητά τους. Εκεί βρίσκεται σήμερα ο πήχης. Τι έχει όμως προηγηθεί;
Οι εργαζόμενοι ενός Νομικού Προσώπου πανελλήνιας εμβέλειας με σπουδαίες δράσεις και Προγράμματα, του Κέντρου Γυναικών Καρδίτσας, είναι απλήρωτοι εδώ και επτά μήνες. Στην προηγούμενη συνεδρίαση εξέθεσαν τα προβλήματά τους αλλά η διοίκηση ξεκαθάρισε ότι πολύ δύσκολα θα βρεθεί κωδικός στον προϋπολογισμό για τις ανάγκες της μισθοδοσίας. Ξεκαθάρισε επίσης την έλλειψη σχεδίου ή πλάνου βιωσιμότητας καθώς και την απουσία πρότασης από πλευράς της. Αυτό βέβαια το γνωρίζαμε καθώς τα ίδια ζήσαμε με τη ΔΗΚΕΚ. Η αμηχανία της διοίκησης ήταν το ίδιο έκδηλη. Ο δήμαρχος απλά τόνισε την ανάγκη μελλοντικής λήψης επώδυνων μέτρων, τα οποία όμως δεν παρουσίασε.
Εμπρός σε ένα ακόμη από τα αδιέξοδα που η Πολιτεία αλλά και η ίδια η διοίκηση έχει δημιουργήσει, το σώμα του Συμβουλίου κλήθηκε να ψηφίσει τη μεταφορά ποσού της ΣΑΤΑ για τις ανάγκες της μισθοδοσίας των υπαλλήλων, ως μια πράξη καλής θέλησης έναντι των υπαλλήλων του Κέντρου Γυναικών. Έτσι κατάφερε το ακατόρθωτο: Να ψηφίσει να μεταφερθούνε χρήματα από τη ΣΑΤΑ για να πάνε κάπου που δεν μπορούνε να πάνε καθώς η εγγραφή δαπάνης της τάξεως των 150.000 ευρώ στον προϋπολογισμό φάνταζε σχεδόν αδύνατη σύμφωνα με τα δεδομένα που μας παρουσιάστηκαν.
Φυσικά και δεν ψήφισα κάτι τέτοιο. Η πρόταση αυτή δε λύνει κανένα δομικό πρόβλημα, δε λύνει πιθανότατα ούτε τα προσωρινά προβλήματα, συγκαλύπτει την αδυναμία της διοίκησης να καταρτίσει ένα πλάνο, διαιωνίζει την προβληματική κατάσταση καθώς διατηρεί το Κέντρο Γυναικών στην ομηρία της υποχρηματοδότησης και κλείνει το μάτι στους εργαζόμενους δίνοντάς τους μια αόριστη ελπίδα. Το παρήγορο είναι ότι κανείς μέσα στην αίθουσα του ΔΣ δεν στήριξε τις ελπίδες του ούτε στα παραπάνω, ούτε στην πρόταση περί νέου δανεισμού του Δήμου με σκοπό την κάλυψη των μισθοδοτικών αναγκών, αν και κανείς από τη διοίκηση, επειδή δεν επεφύλασσε για τον εαυτό του το ρόλο του κακού, δεν είπε στο συμβούλιο την αλήθεια: Στους ΟΤΑ δε χορηγούνται δάνεια για κάλυψη λειτουργικών εξόδων αλλά μόνο για έργα που σκοπεύουν στην ανάπτυξη. Επειδή δεν είχα εγγραφεί ως ομιλητής δεν είχα την ευκαιρία να τονίσω τα παραπάνω. Είναι όμως δυνατόν να μη τα γνώριζε κανένα στέλεχος της διοίκησης;
Κάποιοι σύμβουλοι που δε θέλαμε να ψηφίσουμε αυτή την πρόταση απείχαμε. Προσωπικά, εάν συμμετείχα στην ψηφοφορία θα έπρεπε να εκθέσω το σκεπτικό μου. Με την ελπίδα να είχα κάνει λανθασμένη εκτίμηση και για να μην είμαι συνεχώς αυτός που δυσκολεύει τη διοίκηση, απείχα.
Μετά όμως από λίγες ημέρες, εμφανίστηκε μια επιστολή που κατήγγειλε την εν λόγω απόφαση ως παράνομη. Το περιεχόμενό της δεν το γνωρίζω και δε μπορώ να το κρίνω. Πρέπει όμως να σταθώ στο ότι ο συντάκτης της, κρυμμένος πίσω από την ανωνυμία του, ισχυρίζεται ότι είναι ένας από τους δημοτικούς συμβούλους που απείχαν. Η απερισκεψία του μάλιστα είναι τόσο μεγάλη που δεν υπολόγισε ότι οι δημοτικοί σύμβουλοι έχουν την παρρησία να διατυπώνουν δημόσια και επωνύμως την άποψή τους ώστε να μην αναγκάζονται να στέλνουν ανώνυμες επιστολές. Σε ότι μάλιστα με αφορά, ασκώντας οξεία κριτική και αποτελώντας συχνά το κόκκινο πανί για τη διοίκηση, δε θα είχα προφανώς κανέναν ενδοιασμό να υπογράψω τις απόψεις μου. Όπως τώρα.
Φτάνουμε λοιπόν στην ανάγκη συζήτησης του ήδη συζητηθέντος θέματος. Σε ένα θέμα που σκοπεύει να ενδύσει το ευχολόγιο της προηγούμενης συνεδρίασης με τον μανδύα της απόφασης. Τη διευθέτηση δηλαδή ποσού της ΣΑΤΑ έως το ύψος του 12%. Μακάρι όμως το 12% να έφτανε να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες της μισθοδοσίας. Μακάρι να ήταν αυτό το πρόβλημα. Θα καταψηφίσω την πρόταση της διοίκησης καθώς έρχεται να διορθώσει μια απόφαση με την οποία διαφωνώ ριζικά.
Αυτή τη φορά όμως, για να μη δώσω το δικαίωμα στον καθένα να μιλάει υπονοώντας ότι μιλάει και εκ μέρους μου, εκθέτω δημόσια το σκεπτικό μου. Πιθανότατα δε θα αρέσει στη διοίκηση, η οποία έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά προσδοκώντας λύση μέσω νομοθετικής παρέμβασης της κυβέρνησης, ακόμη κι αν αυτή συνεπάγεται το τέλος των Κοινωνικών Δομών. Αντί αυτού όμως θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον εκπονήσει, εάν όχι εφαρμόσει, ένα σχέδιο προσαρμογής των Δομών στη νέα κατάσταση των πράγματι μειωμένων εσόδων που γνώριζε ότι θα έχει. Η συζήτηση, η σύνθεση και η βούληση όλων μας ενδεχομένως να οδηγούσε σε ήπιες λύσεις και σίγουρα ηπιότερες από αυτές που θα επιβάλει η κυβέρνηση. Αυτό όμως που σίγουρα δεν έπρεπε να απαιτείται είναι μια θητεία διάρκειας τριών ετών ώστε η διοίκηση να βρίσκεται ακόμη στο επίπεδο των διαπιστώσεων αναρωτώμενη σχετικά με την ανάγκη λήψης αποφάσεων.