Nόμος για μαθητές με αναπηρίες & ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες


«Ο νέος νόμος αποτελεί μια ολοκληρωμένη νομοθετική προσπάθεια, η οποία κωδικοποιεί τις θετικές από τις υφιστάμενες διατάξεις, εκσυγχρονίζει, επικαιροποιεί και συμπληρώνει το θεσμικό πλαίσιο, χαράσσοντας μια εθνική στρατηγική για την ειδική αγωγή και εκπαίδευση, με βάση τα διεθνώς αναγνωρισμένα στοιχεία», είχε τονίσει πρόσφατα από το βήμα της Βουλής ο πρώην (πλέον) Υπουργός Παιδείας κ. Ευριπίδης Στυλιανίδης συμπληρώνοντας ότι ο νόμος αυτός «..μετεξελίσσει το εκπαιδευτικό μας μοντέλο από κατηγορικό που ήταν σε ενταξιακό, προωθώντας τη συνεκπαίδευση. Διαμορφώνει ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο, που συμπληρωμένο από εφαρμοσμένες πολιτικές, χτυπά τη σχολική διαρροή των μαθητών με αναπηρία και με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και τους εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για μόρφωση και δουλειά». Για το νέο αυτό νόμο που η καινοτομία του είναι ότι για πρώτη φορά αναφέρεται όχι απλά στην ειδική αγωγή, αλλά στην ειδική αγωγή και εκπαίδευση και θεσπίζει την υποχρεωτικότητά της, μίλησε ο Προϊστάμενος του Κέντρου Διαφοροδιάγνωσης Διάγνωσης και Υποστήριξης Καρδίτσας κ. Τάσος Πέτσας, στη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία του κέντρου, με την ευκαιρία της κοπής της πρωτοχρονιάτικης πίτας.

Ο κ. Πέτσας

«Με τον νόμο 3699/2-10-2008  τα Κέντρα Διάγνωσης  Αξιολόγησης  και Υποστήριξης για  παιδιά με  ειδικές  εκπαιδευτικές  ανάγκες (ΚΔΑΥ)  καταργήθηκαν και στην θέση τους  ιδρύθηκαν τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών (ΚΕΔΔΥ). -Τα  (ΚΕΔΔΥ)  αξιολογούν  μαθητές  προσχολικής και σχολικής ηλικίας όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης  που  δεν  έχουν συμπληρώσει το εικοστό δεύτερο (22ο)  έτος της ηλικίας τους με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και αναπηρίες και  αν φοιτούν σε Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης μέχρι το εικοστό πέμπτο (25ο). Μαθητές με  αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες θεωρούνται όσοι για ολόκληρη ή ορισμένη περίοδο της σχολικής τους ζωής εμφανίζουν σημαντικές δυσκολίες μάθησης  εξαιτίας αισθητηριακών, νοητικών, γνωστικών, αναπτυξιακών προβλημάτων, ψυχικών και νευροψυχικών διαταραχών οι οποίες, σύμφωνα με  τη διεπιστημονική αξιολόγηση, επηρεάζουν τη διαδικασία της σχολικής προσαρμογής και μάθησης. Στους μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες συγκαταλέγονται ιδίως όσοι παρουσιάζουν νοητική αναπηρία, αισθητηριακές αναπηρίες όρασης (τυφλοί, αμβλύωπες με χαμηλή όραση), αισθητηριακές αναπηρίες ακοής (κωφοί, βαρήκοοι), κινητικές αναπηρίες, χρόνια μη ιάσιμα νοσήματα, διαταραχές ομιλίας-λόγου, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες όπως δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαριθμησία, δυσαναγνωσία, δυοσρθογραφία, σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (φάσμα αυτισμού), ψυχικές διαταραχές και πολλαπλές αναπηρίες. Στην  κατηγορία  μαθητών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες  δεν εμπίπτουν οι μαθητές με χαμηλή σχολική επίδοση που συνδέεται αιτιωδώς με εξωγενείς παράγοντες, όπως γλωσσικές ή πολιτισμικές  ιδιαιτερότητες.

 – Οι μαθητές  με σύνθετες γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες, παραβατική συμπεριφορά λόγω κακοποίησης, γονεϊκής παραμέλησης και εγκατάλειψης ή λόγω ενδοοικογενειακής βίας, ανήκουν στα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.

 -Μαθητές  με ειδικές εκπαιδευτικές  είναι και οι μαθητές που έχουν μία ή περισσότερες νοητικές ικανότητες  και ταλέντα αναπτυγμένα σε βαθμό που υπερβαίνει κατά πολύ τα προσδοκώμενα  για την ηλικιακή τους ομάδα. Στους μαθητές  αυτούς δεν έχουν εφαρμογή  οι λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου.                                                                                              

  Εκτός των άλλων αρμοδιοτήτων  που έχουν τα (ΚΕΔΔΥ), εισηγούνται για την αντικατάσταση των γραπτών δοκιμασιών των μαθητών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες  με προφορικές ή άλλης μορφής δοκιμασίες, στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις των σχολείων της πρωτοβάθμιας και  δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς  και στις εισαγωγικές  στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ειδικότερα για τους μαθητές με ειδικές  μαθησιακές δυσκολίες, όπως δυσλεξία, δυσαριθμισία,  δυσγραφία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία, εισηγείται τη μέθοδο διδασκαλίας και αξιολόγησης (μαθητές με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να αξιολογούνται γραπτά ή προφορικά ή και με τις δύο μορφές δοκιμασιών, σύμφωνα με  αυτά που εισηγείται η διεπιστημονική ομάδα που αξιολόγησε το μαθητή)  για τον έλεγχο και πιστοποίηση των γνώσεων του μαθητή στα μαθήματα που εξετάζεται, σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών.

Για την παραπομπή των μαθητών στα (ΚΕΔΔΥ)  οι  γονείς-και όχι  μόνο- πρέπει να γνωρίζουν τα εξής: εφόσον οι ίδιοι ή  οι  εκπαιδευτικοί παρατηρήσουν  κάποια δυσκολία του παιδιού στο μαθησιακό τομέα ή κάποιο πρόβλημα συμπεριφοράς συσκέπτονται για να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν το νέο  δεδομένο. Αν αυτό δεν είναι εφικτό ο Διευθυντής -ντρια ζητάνε τη συνδρομή των σχολικών συμβούλων γενικής αγωγής  και σε εξαιρετικές περιπτώσεις  τη βοήθεια του σχολικού  συμβούλου ειδικής αγωγής και αν και τότε δεν υπάρξει διευθέτηση του «προβλήματος» παραπέμπεται ο μαθητής-τρια στα  (ΚΕΔΔΥ). Πριν την αξιολόγηση του παιδιού, η Διεύθυνση του σχολείου πρέπει απαραίτητα να στείλει στο ΚΕΔΔΥ γραπτές  παρατηρήσεις των εκπαιδευτικών  και των σχολικών συμβούλων  για την σχολική επίδοση, τη συμπεριφορά και τους λόγους παραπομπής του μαθητή-τριας. Αφού γίνουν όλα αυτά οι γονείς ή ο κηδεμόνας  επικοινωνεί  με το ΚΕΔΔΥ για τα περαιτέρω.

Κατά το τρέχον σχολικό έτος κανένας μαθητής-τρια  της τρίτης (Γ΄) Λυκείου του Νομού μας  δεν έλαβε γνωμάτευση  από το ΚΕΔΔΥ Καρδίτσας  με το χαρακτηρισμό ΔΥΣΛΕΞΙΑ, μέχρι και σήμερα».

Προηγούμενο άρθρο «Το θέμα και το θύμα» από τη Νικολέττα Τσιτσανούδη
Επόμενο άρθρο Συνάντηση Δημάρχου με το Σύλλογο Φίλων Σιδηροδρόμου