«Η κρίση της ελληνικής γεωργίας είναι δομική και βέβαια δεν προέκυψε από το πουθενά. Το μοντέλο αγροτικής ανάπτυξης που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια υπαγορεύτηκε από εκείνες τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στόχο τους είχαν την παραγωγή πλούτου, που θα κατανέμεται άνισα δηλαδή υπέρ του κεφαλαίου» ξεκίνησε την εισήγησή του ένας εκ των βασικών ομιλητών της Κυριακάτικης ημερίδας του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα την ελληνική γεωργία και τις διεξόδους που προτείνει το κόμμα, κ. Χ. Καρακώστας. Μετά τη σύντομη εισήγησή του ο κ. Καρακώστας κατέληξε στο παρακάτω συμπέρασμα: «Ο νεοφιλελευθερισμός αλλά και το μοντέλο ανάπτυξης, ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε (επιδοτήσεις, κ.λπ.). Δεν ισχύει όμως και το ό,τι είχε να πάρει το πήρε, διότι φαίνεται ότι διεκδικεί ακόμα περισσότερα…Το ερώτημα που προκύπτει είναι από πού και από ποιους; Το κεφάλαιο ξέρει πολύ καλά ότι τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού διαδέχεται η εγκατάλειψη και στη συνέχεια η ερήμωση και η απαξίωση του αγροτικού χώρου. Τότε, λοιπόν, θα φανούν οι επενδυτές που θα αγοράζουν: έδαφος – νερό – υποδομές – και οτιδήποτε άλλο τούς είναι απαραίτητο, προκειμένου να παραχθούν εκείνα τα προϊόντα που οι ίδιοι θα έχουν επιλέξει. Τη συνέχεια μπορούμε να τη φανταστούμε όλοι:
– Ο νεοφιλελευθερισμός και αυτό το μοντέλο ανάπτυξης αυτό μπορούν να προσφέρουν.
– Κάποιοι (πολιτικοί και διανοούμενοι) μας διαβεβαίωναν τα τελευταία χρόνια ότι αυτή η κατεύθυνση είναι μονόδρομος και πως έτσι θα σωθεί η ανθρωπότητα.
Η σημερινή κρίση, όμως, και η κοινωνική αναταραχή, βάζουν φρένο σ’ αυτή την εξέλιξη. Πρώτο αισιόδοξο μήνυμα: Οι πάντες επαναπροσδιορίζουν τη στάση τους. Ιδεολογίες – πολιτικές – προγράμματα ανάπτυξης. Κάποιοι επιμένουν, ίσως από κεκτημένη ταχύτητα, στο ίδιο μοντέλο. Κάποιοι επιχειρούν ένα λίφτινγκ αυτού του μοντέλου (με λίγη κρατική παρέμβαση). Κάποιοι άλλοι βγάζουν από το χρονοντούλαπο κάποια παλαιά μοντέλα και τα βαφτίζουν Νεοκενσιανισμό. Άλλοι πάλι παραμένουν σ’ ένα γνωστό αλλά ασφαλές μοτίβο, αυτό της καταγγελίας…Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που εκτιμούν ότι είναι η «ώρα των ανατροπών, των αλλαγών» σχεδόν σε όλα. Η ιστορία φάνηκε να τους δικαιώνει και από το παρασκήνιο βγαίνουν στο προσκήνιο. Απαιτείται η σύγκρουση με το νεοφιλελευθερισμό και η ρήξη με το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης, που στηρίζεται στο αλόγιστο κυνήγι του κέρδους και στη λεηλασία της φύσης. Η αντιπρόταση της Αριστεράς δεν είναι νοητική κατασκευή, ούτε διεκδικεί το αλάθητο. Στηρίζεται όμως σε ένα συνεκτικό, αλλά ταυτόχρονα ανοικτό, σύστημα αξιών. Προσπαθεί να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και ταυτόχρονα να απαντήσει στις ιδιαίτερες ιστορικές ανάγκες και προκλήσεις που διαμορφώνονται. Οι προτάσεις μας στοχεύουν στην υιοθέτηση ενός νέου, εναλλακτικού μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης το οποίο θα θέτει στο επίκεντρό του:
(α) Την επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης, με ποιοτικές θέσεις εργασίας και αξιοπρεπείς μισθούς.
(β) Τον σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος.
(γ) Την διάχυση των θετικών αποτελεσμάτων στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων και των περιφερειών, δηλαδή την αναδιανομή του πλούτου.
Η ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας μπορεί επίσης να βοηθήσει στην ανάκαμψη και του βιομηχανικού – μεταποιητικού τομέα, δεδομένου ότι αυτό το μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα είναι νέο συνεπώς δεν έχει κορεστεί. Η αγροτική παραγωγή και οικονομία, κατέχει σημαντική θέση στην ελληνική κοινωνική και οικονομική δομή. Παρά ταύτα τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει έντονα και πολυσχιδή προβλήματα τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα να την μετατρέψουν σε φθίνοντα κλάδο. Οι στρεβλώσεις της αγοράς, η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία, οι εναρμονισμένες πρακτικές (καρτέλ), οι ελληνοποιήσεις προϊόντων (κυρίως κρεάτων και οπωροκηπευτικών) και η πλήρης αδράνεια των μηχανισμών ελέγχου, αποτελούν κρίσιμες συνιστώσες της κρίσης. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό έρχεται και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που αναμένεται να οδηγήσει ακόμη και σε κινδύνους για την ίδια την επιβίωση των αγροτικών οικογενειών. Θα δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες που θα οδηγήσουν τη συγκέντρωση του κλάδου σε λίγα χέρια, αλλά και σε διαρθρωτικές αλλαγές που θα αποσταθεροποιήσουν συνολικά τον κοινωνικό ιστό του αγροτικού χώρου. Η αδυναμία τόσο των ίδιων των αγροτών όσο και του συνεταιριστικού κινήματος να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες και τους προμηθευτές, θα μεγιστοποιήσουν τις σχέσεις εξάρτησης με τους ισχυρούς του κλάδου. Τα καρτέλ θα ενδυναμωθούν και οι μικρομεσαίοι αγρότες θα οδηγηθούν στην έξοδο από το χώρο. Βέβαια μια τέτοια εξέλιξη θα επιταχύνει τέτοιες διαρθρωτικές αλλαγές στην αγροτική οικονομία που ενδέχεται να επανεμφανιστούν ακόμη και φαινόμενα φεουδαρχικής λειτουργίας στην ύπαιθρο. Οι παραγωγοί αδυνατούν πλέον να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, καθώς το κόστος καλλιέργειας και παραγωγής «εκτοξεύτηκε» στα ύψη. Οι τιμές λιανικής αναλογικά δεν ακολούθησαν την αύξηση του κόστους και το κυριότερο η όποια αύξηση δεν πέρασε στο όφελος των παραγωγών. Η δραστική μείωση του αγροτικού εισοδήματος οδηγεί σε αδυναμία επιβίωσης τα μικρά και μεσαία αγροτικά νοικοκυριά, επιταχύνοντας τις διαδικασίες ερήμωσης της υπαίθρου. Οι αγρότες εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες την παραγωγή. Μόνο τη διετία 2006-2007, οι απασχολούμενοι στην αγροτική παραγωγή μειώθηκαν κατά 40.000. Στο διάστημα 2000- 2007, το ποσοστό αγροτικής απασχόλησης επί του συνόλου του ενεργού πληθυσμού μειώθηκε από 17% σε περίπου 9,5% ( σχεδόν στο μισό). Η αρνητική αυτή εξέλιξη αναμένεται να διευρυνθεί μετά την καταγραφή της συνεχιζόμενης πτώσης των τιμών των αγροτικών προϊόντων τους τρεις τελευταίους μήνες του 2008. Είναι φανερό ότι το μοντέλο της «εντατικής γεωργίας» προσηλωμένης στη μεγιστοποίηση της παραγωγής προϊόντων που εφαρμόστηκε από τα μέσα του 20ου αιώνα, αποτέλεσε μορφή αλόγιστης ανάπτυξης με σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών, διαφωνούμε όμως με την οπτική που αντιλαμβάνεται την αγροτική παραγωγή ως ένα καταδικασμένο τομέα ο οποίος πρέπει να αναδιαμορφωθεί αποκλειστικά στη βάση της εξασφάλισης της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού προϊόντος. Αυτή η οπτική, η οποία με συνέπεια ακολουθήθηκε από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, δεν εξασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα κάποιων προϊόντων – που ήταν το ζητούμενο, ενώ κυρίως διαλύει τις κοινωνικές σχέσεις στην ύπαιθρο, που σημαίνει κέρδη για λίγους και αγροτική έξοδο για την πλειονότητα των αγροτών. Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ διαφωνεί και με την αντίληψη ότι η αγροτική οικονομία εξ ορισμού θα αποτελεί μια «μαύρη τρύπα» η οποία θα καταναλώνει δημόσιους πόρους και θα συντηρείται αποκλειστικά για λόγους κοινωνικής πολιτικής. Για το ΣΥΡΙΖΑ το δίλλημα δεν είναι εάν η πολιτική για την γεωργική οικονομία θα είναι επιθετική ή αμυντική. Η κρίση του κλάδου κάνει εμφανή την ανάγκη παρέμβασης και αναδιάρθρωσης. Το ζητούμενο είναι αυτή η αναδιάρθρωση να γίνει εις όφελος των παραγωγών, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος. Κυρίαρχη θέση μας είναι η αλλαγή της σχέσης φυτικής και ζωικής παραγωγής, που θα οδηγήσει στη μείωση των πλεονασματικών προϊόντων και στην αύξηση των ελλειμματικών, ικανά να ισορροπήσουν το αρνητικό ισοζύγιο της χώρας μας. Γι’ αυτό και ένα σχέδιο τέτοιας παρέμβασης πρέπει να παρέχει τα ελάχιστα, που είναι:
•1. Η προώθηση πολιτικών που θα πετυχαίνουν προστιθέμενη αξία, αλλά και ανταγωνιστικότητα στα προϊόντα και τις υπηρεσίες της υπαίθρου.
•2. Η παραμονή ή και μετεγκατάσταση των νέων ανθρώπων στην περιφέρεια.
•3. Η διασφάλιση της συνέχειας της γεωργικής δραστηριότητας.
•4. Η στήριξη της κοινωνικής συνοχής της υπαίθρου.
•5. Η απαγόρευση πώλησης αγροτικών προϊόντων κάτω του κόστους παραγωγής.
•6. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων να καλύπτουν το κόστος και να αφήνουν ένα λογικό κέρδος για τον παραγωγό.
Αναγκαία προϋπόθεση για τα παραπάνω, προκειμένου να παραμείνουν σήμερα οι αγρότες στα χωριά τους, είναι:
Α) Το πάγωμα οποιασδήποτε διαδικασίας εκποίησης περιουσιακών στοιχείων των αγροτών τουλάχιστον για 3 χρόνια.
Β) Η άτοκη αναστολή καταβολής χρεών προς τις τράπεζες για το ίδιο διάστημα.
Γ) Η χορήγηση επιπλέον βραχυπρόθεσμων χαμηλότοκων δανείων που θα στοχεύουν στη συνέχιση της γεωργικής παραγωγής.
Δ) Η ιδιαίτερη προσοχή, τουλάχιστον για τα επόμενα τρία χρόνια, στα θέματα κοινωνικής μέριμνας των κατοίκων της υπαίθρου.
Σίγουρα τα παραπάνω δεν αποτελούν πανάκεια. Θα αποφευχθούν όμως τα χειρότερα σε ένα χώρο ζωτικής σημασίας για το μέλλον της υπαίθρου. Εγγύηση για τα παραπάνω, αποτελεί η ανάπτυξη ενός ενωτικού, μαζικού και αυτόνομου αγροτο-συνδικαλιστικού και συνεταιριστικού κινήματος».
Η κ. Αμμανατίδου
Πολιτική παρέμβαση στην ημερίδα έκανε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ευαγγελία Αμμανατίδου, η οποία αναφέρθηκε στην ανάδειξη σειράς ζητημάτων που αφορούν την περιφέρεια και τους αγρότες από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Αναφέρθηκε στις χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων, που πολλές φορές δεν καλύπτουν το κόστος παραγωγής, τονίζοντας: «Εμείς θέλουμε και πασχίζουμε οι αγρότες μας να μπορούν να έχουν ένα ελάχιστο εισόδημα, τόσο που να μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς».
Αναφέρθηκε ακόμα στα μικρά τεχνικά έργα (φράγματα, κ.λπ.) που προτείνουν οι επιστήμονες και στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, για να υπάρχει το απαραίτητο νερό για τον κάμπο, σε μια προσπάθεια αποφυγής των τεράστιων έργων, που και πολυέξοδα είναι, και χρονοβόρα η κατασκευή τους, αλλά κυρίως καταστροφικά για το περιβάλλον και την οικολογική ισορροπία της φύσης.
Τέλος, η κ. Αμμανατίδου επισήμανε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει και επιδιώκει να εφαρμοστούν μια ολοκληρωμένη διαχείριση υδάτων, ανάπτυξη της έρευνας και της τεχνολογίας στον αγροτικό τομέα, στελέχωση των υπηρεσιών με νέους επιστήμονες που είναι σε θέση να βοηθήσουν αποτελεσματικά τους γεωργούς και κτηνοτρόφους. Επίσης, να υπάρχει συνεχής εκπαίδευση των αγροτών για να μπορούν να αντεπεξέρχονται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο χωράφι και στο στάβλο, ενώ πρότεινε ανάπτυξη, πάνω σε νέα βάση, συνεταιρισμών με μια άλλη μορφή, που θα είναι σε θέση να στηρίξουν και να προωθήσουν στην αγορά τα αγροτικά προϊόντα.
Παρεμβάσεις
Μετά την παρουσίαση των τεσσάρων βασικών εισηγήσεων, ακολούθησαν παρεμβάσεις από αγρότες που συμμετείχαν στην ημερίδα, αλλά και από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο οικονομολόγος κ. Νίκος Γκαμαλέτσος (ΚΟΕ Καρδίτσας), ο κ. Βάιος Αναγνωστόπουλος, ο κτηνίατρος κ. Δημήτρης Πεταράκης (Τρίκαλα), ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Ν. Μυλόπουλος ειδικός επί της διαχείρισης των υδατικών πόρων, ο κ. Νίκος Παπαδόπουλος (Λάρισα, μέλος ΚΠΕ ΣΥΝ), ο κ. Κολοβός (Τύρναβο), ο κ. Χονδρός (ΣΥΝ Τρικάλων), ο κ. Στέφανος Ζαφειρόπουλος, κ.ά.
Τέλος, το «κλείσιμο» της ημερίδας έγινε από την κ. Ειρήνη Κατσενοπούλου, υπεύθυνη Αγροτικού Τομέα και Περιφερειακής Ανάπτυξης της ΚΠΕ του Συνασπισμού, η οποία τόνισε ότι η ημερίδα της Καρδίτσας, μαζί με την προηγούμενη στη Φαρκαδόνα για τα νερά και εκείνη που θα γίνει στη Ζαγορά για τους συνεταιρισμούς, αποτελούν το «άνοιγμα του ζητήματος» που αφορά τον αγροτικό τομέα. Μετά από συνεχείς διαβουλεύσεις με τους αγρότες, γεωτεχνικούς, κ.λπ. θα αναδειχτούν οι τελικές θέσεις και προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον αγροτικό τομέα και την ανάπτυξη της περιφέρειας της χώρας.
«Μετά από συνεχείς περιοδείες και συζητήσεις μας, διαπιστώσαμε ότι ο κόσμος της περιφέρειας περιμένει από εμάς τις προτάσεις μας και προσβλέπει να του δείξουμε τον τρόπο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα…», τόνισε η κ. Κατσενοπούλου και επισήμανε:
«Εμείς θέλουμε να υπάρχει ο γεωργός και ο κτηνοτρόφος στον τόπο του και να είναι ο βασικός πυλώνας της περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας.
Επίσης, στην πολιτική μας είναι να ανατρέψουμε τη σχέση ανάπτυξης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, φυσικά υπέρ της περιφέρειας.
Έχουμε πει ήδη πως θέλουμε γεωργία και κτηνοτροφία που θα έχουν φιλική σχέση με τον περιβάλλον, θα σέβονται τη φύση και τους φυσικούς πόρους και θα παράγουν ποιοτικά προϊόντα.
Επιδιώκουμε να αλλάξουμε συνειδήσεις στο χώρο της περιφέρειας, να φέρουμε την ανατροπή, να κατοχυρώσουμε τις θέσεις του κόσμου της επαρχίας για μια άλλη πολιτική στον αγροτικό τομέα. Θέλουμε το πρόγραμμά μας να αποκρυσταλλώνει τις διεκδικήσεις του κόσμου…».