Ήταν κάποτε δύο αδέρφια που είχαν ένα μαγαζί το οποίο δεν πήγαινε καλά. Έτσι αποφάσισαν να το πουλήσουν και να χωρίσουν για ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη τους. Έδωσαν μάλιστα ραντεβού σε έναν χρόνο σε μια κολώνα μπροστά από το μαγαζί.
Μετά από ένα χρόνο ο ένας αδερφός έρχεται ωραία ντυμένος ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος από ότι πριν.
– Τι γίνεται βρε αδερφέ; Τι ωραία ρούχα είναι αυτά;
– Α, έπιασα μια πολλή καλή δουλειά. Ο μισθός μου είναι πολύ ικανοποιητικός και έτσι ζω άνετα. Εσύ όμως τι γίνεται;
– Άσε εγώ πίνω, πίνω!!
– Εντάξει, μετά από ένα χρόνο τα ξαναλέμε εδώ!
Περνάει ακόμη ένας χρόνος. Ο ένας έρχεται με λιμουζίνα ενώ ο άλλος έρχεται πιο φτωχά ντυμένος.
– Τι γίνεται, βρε αδερφέ; Ωραία ρούχα, ωραία λιμουζίνα, πως τα καταφέρνεις;
– Α, η δουλειά μου πήγε πολύ καλά, απόκτησα δικό μου εργοστάσιο και τώρα είμαι πλούσιος! Εσύ όμως τι γίνεται;
– Άσε εγώ πίνω, πίνω!!
– Άντε, ακόμη ένα χρόνο μήπως και αλλάξει η τύχη σου!
Μετά από ένα χρόνο αυτός με τη λιμουζίνα έρχεται φτωχά ντυμένος ενώ ο άλλος με ακριβά ρούχα!
– Τι έγινε βρε αδερφέ; Που είναι η λιμουζίνα σου, το ελικόπτερό σου;
– Άσε βρε αδερφέ! Καταστράφηκα! Επένδυσα όλα μου τα λεφτά σε κάτι μετοχές, αυτές φαλίρισαν και εγώ έχασα όλη μου την περιουσία! Εσύ όμως τι έγινε και φοράς ακριβά ρούχα;
– Α, εγώ πούλησα τα μπουκάλια!!!!