Α. από Εισήγηση του Δρ Μωχάμεντ Νταράουσε, Προϊστάμενος του Περιφερειακού Κέντρου Βάμβακος Θεσσαλίας
Το βαμβάκι είναι ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα. Το 2010 περίοδο οικονομικής κρίσης κατείχε την 5η θέση στις ελληνικές εξαγωγές (391 εκ. €). Επίσης λόγω του μεγάλου κύκλου εργασιών στηρίζει την απασχόληση σε μια περίοδο μεγάλης ανεργίας. Απασχολεί >70.000 αγροτικές οικογένειες και >150.000 θέσεις εργασίας σε άλλους τομείς (μεταποίηση, εμπορία-διακίνηση-υπηρεσίες τρίτων κτλ). Η βαμβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα έχει αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις υπόλοιπες ανταγωνιστικές χώρες όπως:
· η μικρότερη κατανάλωση νερού λόγω κλίματος, η βαμβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα βρίσκεται στην 13η θέση σε κατανάλωση νερού μεταξύ των 15 πρώτων χωρών σε παραγωγή βαμβακιού
· 4η χώρα Διεθνώς σε στρεμματική απόδοση,
· Το ελληνικό βαμβάκι στην δεκαετία του 80 είχε καλύτερη ποιότητα, φήμη και τιμή
· συνεχίζουμε να παράγουμε συμβατικό βαμβάκι όταν οι άλλες χώρες έχουν στραφεί στο γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι (διαφοροποιημένη αγορά),
· υπεροχή της χώρας σε υλικοτεχνική υποδομή (logistic),
· η μεγάλη εμπειρία και η υψηλή αξιοπιστία των ελληνικών επιχειρήσεων στην αγορά βάμβακος σε συνδυασμό με τη μεγάλη εμπειρία των παραγωγών, οι οποίοι διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές για διακίνηση και αποθήκευση του προϊόντος σε σχέση με τις ανταγωνιστές χώρες.
Ως εκ τούτου έχουμε μεγάλες αδυναμίες στην οργάνωση κυρίως στο κομμάτι που αφορά την πολιτεία όπως: 1) H έλλειψη θεσμοθετημένου φορέα επίσημης και ενιαίας ταξινόμησης της ποιότητας παρά το γεγονός ότι έχουμε διαπιστευμένο Κέντρο Ποιοτικού Ελέγχου, Ταξινόμησης και Τυποποίησης Βάμβακος στην Θεσσαλία και είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο που δεν διαθέτουν τέτοιο φορέα, 2) δεν διαθέτουμε σύστημα αντιστοιχίας μεταξύ ποιότητας και τιμής, δεν διαθέτουμε εθνικό πρόγραμμα ελέγχου ποικιλιών, 3) δεν έχουμε δημιουργήσει κατάλληλες ζώνες για την καλλιέργεια, 4) δεν διαθέτουμε φορέα που να καταγράφει ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των στρεμμάτων, για τις ποικιλίες που καλλιεργούνται και για την πορεία της ποιότητας του ελληνικού βαμβακιού. Έτσι οι πρωταγωνιστές του τομέα καταφεύγουν σε ιστοσελίδες ξένων χωρών (όπως το USDA των ΗΠΑ) για να ενημερωθούν για το ελληνικό βαμβάκι. Αυτά τα προβλήματα στην οργάνωση αφορούν την ελληνική πολιτεία.
Από την άλλη μεριά οι παραγωγοί δείχνουν μια αδυναμία στο να δημιουργήσουν συλλογικά σχήματα παραγωγής, συνεταιριστικής μορφής ή ομάδες παραγωγών. Τα συλλογικά σχήματα είναι αναγκαία: 1) για μείωση του κόστους παραγωγής, 2) για την παραγωγή ανταγωνιστικού ποιοτικού προϊόντος, 3) για να ξεπεραστεί το πρόβλημα του μικρού κλήρου αλλά και 4) για να εφαρμόσουμε περιβαλλοντικά μέτρα και τέλος 5) για να γίνει αποτελεσματική τεχνική υποστήριξη. Σε άλλη περίπτωση που δεν μπορούμε να οργανώσουμε την παραγωγή θα πρέπει η διαχείριση της παραγωγής-εκκόκκισης να γίνει από το ίδιο πρόσωπο, δηλαδή να πουλάει ίνα και όχι σύσπορο βαμβάκι. Πέρα από την δημιουργία συλλογικών σχημάτων προτείνεται επίσης 1) να συνεχίσουμε να παράγουμε συμβατικό βαμβάκι όχι μεταλλαγμένο διότι όλες οι χώρες έχουν στραφεί σε αυτό (διαφοροποιημένη αγορά), 2) να δημιουργήσουμε κατάλληλες ζώνες καλλιέργειας με κριτήρια την ποιότητα (3-4 ζώνες) 3) να δημιουργήσουμε εθνικό πρόγραμμα ελέγχου ποικιλιών για παρόμοιο των ΗΠΑ για να αποφασίσουμε τι ποικιλίες χρειάζονται, που θα καλλιεργηθούν.
Χωρίς συνολική αναμόρφωση της σημερινής κατάστασης δεν υπάρχει μέλλον για το βαμβάκι. Για να παραχθεί ένα τυποποιημένο ποιοτικό προϊόν, όπως συνηθίζεται να λέγετε προϊόν προέλευσης και ονομασίας (π.χ. Θεσσαλικό βαμβάκι) χρειάζεται πρώτα να γίνει η απαιτούμενη αναμόρφωση, διαφορετικά αυτό παραμένει ένα ωραία μακέτα για πολλούς που δεν γνωρίζουν την πραγματική κατάσταση.
Β. από Εισήγηση του Δρ Ζώη Ζαρταλούδη
Στην βαμβακοκαλλιέργεια η Ολοκληρωμένη Διαχείριση περιλαμβάνει συνδυασμένες καλλιεργητικές τεχνικές όπως κατάλληλη επιλογή ποικιλίας, προετοιμασία εδάφους, ημερομηνίες σποράς και καταστροφή των στελεχών μετά τη συγκομιδή, ορθολογική λίπανση και άρδευση. Επίσης διαχείριση της βιοποικιλότητας του οικοσυστήματος, συχνή επισκόπηση του αγρού και παρακολούθηση της πανίδας του (παρουσία και πυκνότητα πληθυσμών ωφελίμων και εχθρών), βιολογικό έλεγχο των εχθρών της καλλιέργειας με την προστασία των αρπακτικών, παρασίτων και παθογόνων και με επιλεκτική, ορθή, επίκαιρη με εκλεκτικό τρόπο και κατά το δυνατόν περιορισμένη χρήση κατάλληλων ήπιας δράσης φυτοπροστατευτικών, για να διατηρηθούν οι πληθυσμοί των επιβλαβών εντόμων και ακαρέων κάτω από τα επίπεδα οικονομικής ζημιάς. Αυτό το σύστημα διαχείρισης των εχθρών σχεδιάζεται με βάση τις εκάστοτε συνθήκες, ώστε να επιτρέπει περιορισμό του κόστους και σταδιακή αύξηση της παραγωγής, με τη μικρότερη δυνατή επίπτωση στο περιβάλλον, χωρίς επικίνδυνα υπολείμματα στο παραγόμενο βαμβακέλαιο, τη βαμβακόπιτα και την ίνα του βάμβακος. Τέλος προτείνεται ένα σχέδιο οργάνωσης και παρακολούθησης της φυτοπροστασίας σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, ώστε οι παραγωγοί να ενημερώνονται έγκαιρα, ανάλογα με τον γεωγραφικό τομέα της περιφέρειας στην οποία ανήκουν, και να ενεργούν άμεσα όταν υπάρχει ανάγκη.
Γ. από την Εισήγηση του Δρ Σπύρου Βυζαντινόπουλου
Πολλές φορές η μη ορθολογική χρήση τους εγκυμονεί κινδύνους για το περιβάλλον και την υγεία των αγροτών και καταναλωτών. Η Οδηγία 2009/128/ΕΕ και ο νέος Νόμος (4036/27.1.2012) στη χώρα μας βάζει τους κανόνες και προϋποθέσεις για την διάθεση και την ορθολογική χρήση των γεωργικών φαρμάκων στην αγορά.
Πρόσφατα ερευνητικά και επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι την κύρια αιτία ρύπανσης των επιφανειακών και υπόγειων νερών από τη χρήση των γεωργικών φαρμάκων αποτελούν οι σημειακές πηγές ρύπανσης. Με τον όρο αυτό εννοούμε τη διασπορά συμπυκνωμένου ή αραιωμένου γεωργικού φαρμάκου που μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, γεμίσματος, ψεκασμού, καθαρισμού των υπολειμμάτων του στα μέσα χρήσης του (ψεκαστικά μηχανήματα, συσκευασίες, κλπ.) ως και κατά τη διάρκεια της διατήρησής του. Ειδικότερα περιλαμβάνει τη χρήση ή τον χειρισμό του γεωργικού φαρμάκου σε περιοχές που δεν καλύπτονται από τις εγκεκριμένες συστάσεις της ετικέτας για χρήση. Όλες οι ανωτέρω σημειακές πηγές ρύπανσης αναλύονται και προτείνονται μέτρα και προφυλάξεις για την ελαχιστοποίηση της ρύπανσης των νερών από τα γεωργικά φάρμακα. Επί πλέον δίνονται οδηγίες για την εφαρμογή ζωνών ανάσχεσης ( buffer zones) και τη χρήση ακροφυσίων (μπέκ) μικρής διασποράς για τη μείωση της μεταφοράς των σταγονιδίων ψεκασμού στα επιφανειακά νερά.
Δ. από την Εισήγηση του Δρ Θωμά Γιτσόπουλου
Όπως σε κάθε καλλιέργεια, έτσι και στο βαμβάκι, η παρουσία των ζιζανίων αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα μείωσης της απόδοσης και υποβάθμισης της ποιότητας. Ο αποτελεσματικός έλεγχος των ζιζανίων απαιτεί την εφαρμογή του προγράμματος της «Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Ζιζανίων» που προϋποθέτει τον κατάλληλο συνδυασμό προληπτικών, μηχανικών, καλλιεργητικών και χημικών μεθόδων αντιμετώπισης ζιζανίων. Η Ολοκληρωμένη Διαχείριση Ζιζανίων πρέπει να εφαρμόζεται ως μέρος της «Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Παραγωγής» που στοχεύει στην οικονομικότητα της καλλιέργειας, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία του περιβάλλοντος και την ανθρώπινη υγεία.
Τέλος,
Ε. Στην Εισήγησή του ο κ. Γ. Κλάδης επισήμανε την μεγάλη σημασία του ελέγχου των ψεκαστών μηχανημάτων με σκοπό τη βελτιστοποίηση της οικονομικότητας και της αποτελεσματικότητας της χρήσης των φυτοπροστατευτικών ουσιών (φυτοφάρμακα), τη μείωση των επιπτώσεων στο περιβάλλον και την προστασία των αγροτών. Ανέφερε επίσης ότι μεγάλο ποσοστό των μηχανημάτων δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του προτύπου ΕΝ 13790-1.
Για το υλικό οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθυνθούν στο Περιφερειακό Κέντρο Ποιοτικού Ελέγχου, Ταξινόμησης και Τυποποίησης Βάμβακος Θεσσαλίας, 1ο χλμ. Καρδίτσας-Μητρόπολης στην Καρδίτσα, τηλέφωνο επικοινωνίας 2441079939, E-mail: ethiage@otenet.gr.