Οι εννέα στους δέκα που συναντάς στην Καρδίτσα και ειδικότερα τις τελευταίες μέρες με φόντο το χιόνι, την ομίχλη (Αγγελοπουλική), τις βροχές, διαπιστώνεις να κυριαρχεί η ανασφάλεια και η απόγνωση. Όλοι λένε πως τα πράγματα δεν πάνε καλά, πως τα πράγματα θα πάνε χειρότερα. Η αισιοδοξία, αγαθό εν ανεπαρκεία (!).
Οι διαπιστώσεις αυτές είναι κοινές, που όλοι λίγο έως πολύ τις μοιραζόμαστε και μέσα από αυτές προσπαθεί ο καθένας να βολέψει την ανασφάλειά του, να βρει το άλλοθί του (;).
Όσοι εδώ και δύο χρόνια στην Ελλάδα, μιλούν ή γράφουν δημόσια, συμπεριφέρονται ως παρατηρητές – κριτές ενός δράματος σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, που παίζεται στην χώρα μας.
Και εδώ τίθεται ένα θέμα.
Θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να διερωτηθεί τι νόημα έχει να μιλάμε για κρίση σε μια κοινωνία, που όλοι αισθάνονται αθώοι και άμοιροι ευθυνών. Όλοι θεωρούν ότι δικαιώθηκαν για όσα κατά καιρούς έλεγαν. Η κεντροαριστερά ότι φταίει ο νεοφιλελευθερισμός, οι νεοφιλελεύθεροι ότι φταίει ο κρατισμός, οι κουμμουνιστές ο καπιταλισμός, οι αναρχοαυτόνομοι, τι άλλο, η εξουσία, οι αντιμνημονιακοί το μνημόνιο, οι μνημονιακοί η μη εφαρμογή του μνημονίου, η «επιφανής» – πλούσια τάξη ότι φταίει ο ταραχοποιός λαός, και ο λαός ότι φταίει η άπληστη πλουτοκρατία που έβγαλε τα χρήματα στο εξωτερικό.
Στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς το φαινόμενο, αυτές οι διαπιστώσεις είναι το χειρότερο σύμπτωμα της κρίσης που μας μαστίζει.
Πολύς λόγος γίνεται, για το έλλειμμα παραγωγικότητας της χώρας και την σχεδόν ανύπαρκτη ανταγωνιστικότητά της. Όμως για να υλοποιηθούν αυτές οι βασικές οικονομικές έννοιες, δεν είναι τόσο ζήτημα εργατοωρών και μισθών ή ημερομισθίων που βάζει η Τρόικα ως προαπαιτούμενο. Για την υλοποίησή τους, απαιτείται η ικανότητα μιας κοινωνίας και των πολιτών, να συλλαμβάνουν τον εαυτό τους στα καινούργια μηνύματα, με καινούργιους τρόπους και να ανοίγουν έτσι ολοένα καινούργιους τομείς δραστηριοτήτων. Από την οικονομία έως τον πολιτισμό, η καινοτόμα παραγωγικότητα προϋποθέτει ένα είδος ανησυχίας και όχι εφησυχασμού και προσκόλλησης στα κεκτημένα.
Πώς όμως να στεριώσει μια τέτοια στάση ζωής, όταν όλοι ανεμίζουν με καμάρι τις σημαίες της δικαίωσής τους, ενώ το έδαφος υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους; Πως μπορούμε να μιλάμε για μεταρρυθμίσεις όταν το ίδιο το πολιτικό σύστημα δεν έχει προϊδεάσει την κοινωνία και υπάρχει έτσι κραυγαλέα αδυναμία, θα λέγαμε απροθυμία, να μεταρρυθμιστεί και να μεταρρυθμίσει; Οι μεταρρυθμίσεις είναι κάτι ξένο στο γενετικό κώδικά μας. Η απώθηση των μεταρρυθμίσεων δεν περιορίζεται στο πολιτικό σύστημα. Έχουμε και όλους αυτούς που δημόσια ζητούν επιτακτικά μεταρρυθμίσεις εδώ και τώρα, που όμως εννοούν μεταρρυθμίσεις για τους άλλους και τις ταυτίζουν με τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Για αυτό, λοιπόν, είναι κρίσιμο ζήτημα να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιος έχει την δύναμη ή την έμπνευση να προχωρήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να δώσει τέλος στο δράμα που ζει η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.
Πάντως το σίγουρο είναι ότι ο από μηχανής θεός που θα μας σώσει, δεν έχει ακόμη εφευρεθεί. Μέχρι να συμβεί αυτό, οι δημοσιολογούντες – κριτές, θα συνεχίζουν, καθισμένοι στην κερκίδα να παρατηρούν και να κριτικάρουν τους άλλους που βρίσκονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο, έχοντας οι ίδιοι εξασφαλίσει για τον εαυτό τους το επιχείρημα – άλλοθι ότι όλοι οι άλλοι ευθύνονται εκτός από αυτούς.