Μεν. Παπαδημητρίου: «Η σήραγγα του Τυμπάνου στο ψυγείο – Δικαίωση ζητούν οι 44 νεκροί μας»


Τύμπανος και Αργιθέα είναι λέξεις και έννοιες στενά συνδεδεμένες με τη ζωή των Αργιθεατών, ακόμα και με το Θάνατο εκεί στη φυσική σύνδεσή τους!!! Κι αυτό γιατί το πέρασμά του εκείνα τα χρόνια με τους φοβερούς χειμώνες, ακόμα και άλλους μήνες, ήταν πέρασμα κυριολεκτικά θανάτου κι όποιος γλίτωνε. Δεν σήκωνε αντρειά, δε σε ήθελε όμως και κιοτή. Δεν έπρεπε να αψηφάς τους κινδύνους του. Ήθελε να τον λογαριάζεις.
Στη στοιχειωμένη χαράδρα εκεί κάτω από τις Ορσίδες και τη Μπάρα έφαγαν οι σβάρνες  του τους περισσότερους, Αργιθεάτισσες και Αργιθεάτες. Μια φορά από τους 19 που ήταν παρέα κράτησε μαζί του τους 17 και επέζησαν μόνο 2 για να μολογήσουν το μεγάλο κακό. Ήταν το μοναδικό, το αναγκαστικό πέρασμα για να πας κείθε και να γυρίσεις.

Στις 21 Ιανουαρίου 1967 η Αργιθέα θρήνησε 4 παλικάρια της που χάθηκαν εκεί στις Ορσίδες του φοβερού Τυμπάνου από χιονοστιβάδα. Τους πήρε κοντά στα μεσάνυχτα
«η σβάρνα» (όπως εμείς την ξέρουμε) και τους κατέληξε στο Κακόρεμα, πάνω από τη Δρακότρυπα. Αρνητική η μοίρα, τους έκοψε το νήμα της ζωής στον ανθό της ηλικίας τους κι άφησαν πίσω τις οικογένειές τους και όλους μας στα Χωριά να κλαίμε.

Οι Ανθηριώτες Θεοφάνης Θεοδωράκης του Αθανασίου ετών 28 (πατέρας 2 ανηλίκων και με τη σύζυγο Μαρίνα έγκυο στο τρίτο τους παιδί), Δήμος Κωφός του Βαΐου ετών 19, Βλάσης Πατσιαούρας του Ηλία ετών 22- στρατιώτης υπηρετών στην Κύπρο και τελών εν αδεία- συναντήθηκαν στο Μουζάκι αργά το απόγευμα του μοιραίου Σαββάτου και νιώθοντας μέσα τους το σφρίγος να τους κάνει δυνατούς, μα και την ώρα να βρεθούν νωρίτερα στα σπίτια τους πήραν την απόφαση να ταξιδέψουν και να γείρουν το χιονισμένο Τύμπανο μέσα στη νύχτα. Στην παρέα τους προστέθηκε και ο μπάρμπα Βαγγέλης Στούμπος που πηγαινο-έφερνε το ταχυδρομείο, έμπειρος στο πέρασμα του φοβερού βουνού και στις 9 το βράδυ πέρασαν μέσω Βατσουνιάς-Δρακότρυπας προς το Σιαφάκα και τον Καλέτσιο και συνέχισαν την πορεία τους προς τις Ορσίδες.

Οι τρεις νέοι προπορεύονταν και οι φωνές τους με τα αστεία ακούγονταν από τον ακολουθούντα μπάρμπα Βαγγέλη ως κάποιο σημείο που μετά άκουσε μέσα στη νύχτα έναν αέρα και ύστερα έχασε την επαφή μαζί τους. Τους καλούσε φωνάζοντας με τα μικρά τους ονόματα, μα πουθενά ακοή. Τότε κατάλαβε πως ο αέρας που άκουσε λίγο πριν ήταν από τη σβάρνα(έτσι λέγαμε τις χιονοστιβάδες στην Αργιθέα) που παρέσυρε τους τρεις νέους στις πλαγιές και τους κατέβασε στις χαράδρες του Κακορέματος.

Προηγούμενο άρθρο Συνεχίζονται οι προβολές της γαλλικής ταινίας «Μαμούθ»
Επόμενο άρθρο Μ. Θεοχάρη: «Σύνθεση και ενότητα»