Ο Βουλευτής, τ. Υφυπουργός Παιδείας και Αναπληρωτής Τομεάρχης του Τομέα Παιδείας της Ν.Δ., κ. Σπύρος Ταλιαδούρος, αναφορικά με το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015», τόνισε τα εξής:
«Μέσα σε 2 χρόνια, με λανθασμένες επιλογές και αντιφατικές και αναποτελεσματικές πρακτικές η Κυβέρνηση έχει οδηγήσει τη χώρα σε συνολική κρίση της oικονομίας, της κοινωνίας και των θεσμών. Παρά τις διαδοχικές εξοντωτικές αυξήσεις των φόρων στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και τις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, η Κυβέρνηση δεν μπορεί να επιτύχει την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή. Αντίθετα με τα μέτρα που λαμβάνει κατακρήμνισε την ελληνική οικονομία και εξουθένωσε την κοινωνική συνοχή.
Με το συγκεκριμένο πολυνομοσχέδιο, είναι προφανές ότι η Κυβέρνηση, επιμένοντας στην ίδια αδιέξοδη πολιτική, νομοθετεί ακόμη μια φορά με βίαιο τρόπο, αλλά και με ελάχιστη τεκμηρίωση, με μοναδικό ορίζοντα την επόμενη δόση. Τρέχοντας πίσω από τους χαμένους χρόνους και υπό το βάρος των εξελίξεων, επιχειρεί να καλύψει τις τρύπες που για μια ακόμη φορά δημιουργεί η ύφεση, η αναποτελεσματικότητα και τα επανειλημμένα σοκ, που προκαλούν οι χωρίς τελειωμό δέσμες μέτρων.
Ειδικότερα, θα ήθελα να κάνω τις εξής παρατηρήσεις:
1.Κοινός παρονομαστής σε όλες σχεδόν τις διατάξεις του νομοσχεδίου είναι οι μεγάλες περικοπές και μάλιστα στα μικρομεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Οι ρυθμίσεις του συνεπάγονται την κοινωνική αναταραχή, την κατεδάφιση δικαιωμάτων, την ανατροπή ζωής σε χιλιάδες νοικοκυριά και την ανατροπή ασφάλειας δικαίου, αλλά και των έννομων σχέσεων που καλόπιστα έχουν συναφθεί.
2.Το μισθολόγιο και το βαθμολόγιο μετατρέπονται σ’ ένα εργαλείο δημοσιονομικής προσαρμογής και μάλιστα βίαιης, μ’ έναν τρόπο απαξιωτικό και ισοπεδωτικό. Είναι αλήθεια ότι το μισθολογικό κόστος είναι ένα κρίσιμο μέγεθος στον τακτικό προϋπολογισμό. Δεν μπορούμε όμως να βελτιστοποιήσουμε τη σχέση κόστους-αποτελέσματος και εξορθολογήσουμε τη δημόσια διοίκηση μόνο με οριζόντιες περικοπές. Το εγχείρημα αυτό εξαθλιώνει μισθολογικά τη δημόσια διοίκηση αφού ανατρέπει και τους στοιχειώδεις οικογενειακούς προγραμματισμούς και δημιουργεί σοκ στην κατανάλωση. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι άλλο πράγμα είναι ο εξορθολογισμός κι άλλο πράγμα η υποβάθμιση του Δημοσίου. Άλλο πράγμα είναι η μεταρρύθμιση κι άλλο η ισοπέδωση και η εξόντωση.
3.Ακόμα και τα όποια θετικά στοιχεία του νομοσχεδίου, όπως η σύνδεση του μισθολογίου με το βαθμολόγιο, το σύστημα κατάταξης, το σύστημα αξιολόγησης, ο ενιαίος χαρακτήρας του, εξανεμίζονται από το βεβιασμένο, τον πρόχειρο και ασαφή τρόπο με τον οποίο εισάγονται αυτές οι ρυθμίσεις.
4.Σχετικά με την εργασιακή εφεδρεία πρέπει να διευκρινιστεί ότι εμείς προτείναμε ένα θεσμό ευέλικτο, ένα θεσμό ελκυστικό, για να αποφευχθούν απολύσεις, αλλά και για να προκύπτει ένα σημαντικό δημοσιονομικό όφελος. Η Κυβέρνηση αφού απέρριψε στην αρχή την πρότασή μας, στη συνέχεια την υιοθέτησε και αφού την υιοθέτησε, την «κακοποίησε». Ουσιαστικά, αντέστρεψε τη σκοπιμότητά της. Αντί για θεσμό αποτροπής των απολύσεων έφερε μια αναχρονιστική και προσυνταξιοδοτική δέσμη μέτρων και τη μετέτρεψε σε προθάλαμο απόλυσης, μια αργή απόλυση που κρατάει έναν χρόνο. Στην ουσία έχουμε την πλήρη αναστάτωση της δημόσιας διοίκησης με ένα αμφιλεγόμενο δημοσιονομικό όφελος, το οποίο σύμφωνα και με την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους , δεν ξεπερνά τα 85 εκατομμύρια ευρώ.
5. Επίσης, το νομοσχέδιο αυτό εγείρει σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας, τα πιο βασικά εκ των οποίων είναι τα εξής:
α)Το άρθρο 5 που αφορά τη μετακίνηση δημοσίων υπαλλήλων με απλή κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών.
β)Το άρθρο 37 που αφορά την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και το άρθρο 31 παρ. 9 που ορίζει ότι διατάξεις, ρήτρες, όροι οι οποίοι αφορούν συλλογικές συμβάσεις που είναι αντίθετες με τα προηγούμενα άρθρα και αφορούν τους μισθούς, καταργούνται.
γ)Το άρθρο 38 που αφορά τη μείωση του αφορολογήτου από 12.000 σε 5.000 ευρώ, δηλαδή κάτω από τα όρια της φτώχειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το όριο της φτώχειας έχει προσδιοριστεί γύρω στα 7.000 ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε αφορολόγητο κάτω απ’ αυτό το όριο παραβιάζει το μίνιμουμ όριο διαβίωσης το οποίο μπορεί να ανεχθεί το Σύνταγμα
Είναι πλέον σαφές ότι η πολιτική της Κυβέρνησης έχει αποτύχει. Η αγορά έχει στερέψει, τα νοικοκυριά έχουν εξαντληθεί και η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει μηδενιστεί. Η Νέα Δημοκρατία επομένως καταψηφίζει το νομοσχέδιο αυτό γιατί βρίσκεται σε λάθος δρόμο, γιατί είναι αποτέλεσμα μιας αδιέξοδης πολιτικής.»