Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία… είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη…
Μίλαν Κούντερα
Από τους 800 Γερμανούς στρατιωτικούς εναντίον των οποίων είχε ασκήσει δίωξη το μεταπολεμικό “Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου”, για τη γενοκτονική δράση τους στην Ελλάδα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ισοπέδωση και το κάψιμο 2.500 (!) χωριών, 50.000 εκτελέσεις μαχητών και αθώων πολιτών και τον θάνατο 300.000 ανθρώπων από την πείνα (λιμό) τον χειμώνα του 1941, αλλά και μέχρι το 1945, και δεκάδες χιλιάδες σωματικά αναπήρους και ψυχικά ασθενείς, δεν καταδικάστηκε κανένας! Εκατοντάδες κάτοικοι θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας από τα Χιτλερικά τέρατα. Οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν, έγκυες γυναίκες ξεκοιλιάστηκαν, βρεφοκρατούσες μητέρες έπεσαν νεκρές με τα τέκνα τους στην αγκαλιά, αφρόπλαστες παρθένες σφαγιάστηκαν πάνω στο άνθος της ηλικίας τους, σεβάσμιοι γέροντες που σ’ όλη τους τη ζωή υπερασπίστηκαν τα ιδανικά της πατρίδας έγιναν παρανάλωμα του πυρός μέσα στις οικίες τους. Ούτε και τους σεβάσμιους ιερείς που με τον Τίμιο Σταυρό στο χέρι εκλιπαρούσαν για έλεος και προσπαθούσαν να καταπραΰνουν το μένος των αιμοσταγών οργάνων του Χίτλερ υπερασπιζόμενοι το ποίμνιό του, δε σεβάστηκαν τα απάνθρωπα κτήνη των Ες-Ες και τους κατακρεούργησαν. Με το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την συνθηκολόγηση της Γερμανίας οι διεθνείς κανονισμοί επέβαλαν την καταβολή αποζημιώσεων από πλευράς Γερμανικού κράτους προς τις πληγέντες χώρες. Οι αποζημιώσεις αυτές αφορούσαν στις απώλειες ανθρώπινου δυναμικού, στις καταστροφές υλικοτεχνικών υποδομών και την εξ αυτών γενικότερη οικονομική οπισθοδρόμηση κάθε κράτους. Όπως βέβαια στην επιστροφή των υποχρεωτικών κατοχικών δανείων που συνήψαν οι κατεχόμενες χώρες με τη Ναζιστική Γερμανία αλλά και την εκποίηση του εθνικού πλούτου (χρυσός κλπ) που βρισκόταν στα κρατι8κά θησαυροφυλάκια της κάθε χώρας. Η έναρξη του ψυχρού πολέμου όμως με το χωρισμό της Ευρώπης σε δύο αντιμαχόμενα blogs επέβαλλε την ύπαρξη ενός χωροφύλακα που θα αποτελούσε το μάτι της Αμερικής στην Ευρώπη. Αυτός αποφασίστηκε να είναι η Γερμανία η οποία στηρίχθηκε τόσο από της ΗΠΑ όσο βέβαια και από όλες τις χώρες της Ευρώπης με την αθρόα προσφορά εργατικού δυναμικού – ενός εργατικού δυναμικού που έλλειψε σαφώς από τις χώρες καταγωγής- και που όλα μαζί συνετέλεσαν στη δημιουργία και γιγάντωση του μεταπολεμικού γερμανικού θαύματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και μετά από «παραίνεση» των ΗΠΑ η ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, παραιτήθηκαν προσωρινά από το δικαίωμά τους στην είσπραξη πολεμικών αποζημιώσεων. Ένα δικαίωμα το οποίο ουσιαστικά δεν έχει σβήσει, απλά για λόγους πολιτικών ισορροπιών έχει παγώσει. Μετά απ’ όλα αυτά, κανείς δεν υπενθυμίζει στους Έλληνες πολιτικούς ότι έχουν ηθική υποχρέωση να διεκδικήσουν τις γερμανικές αποζημιώσεις, οι οποίες δεν είναι θέμα εκδίκησης αλλά η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, ζήτημα παιδείας για τον ελληνικό και γερμανικό λαό. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις του ΟΗΕ, τα «Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας» δεν παραγράφονται! Η Γερμανία ζητά αποζημιώσεις (!) και επιστροφή για τους Γερμανούς ομογενείς (volksdeutsche) που εκδιώχθηκαν από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ακριβώς επειδή συνεργάστηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εμείς;
Γερμανία, ο μεγαλύτερος αμαρτωλός χρεών του 20ου αιώνα
Με αφορμή μια συνέντευξη του καθηγητή Ιστορίας της Οικονομίας Albrecht Ritsch , στο Spiegel με τίτλο «Γερμανία, ο μεγαλύτερος αμαρτωλός χρεών του 20ου αιώνα», την οποία αλιεύσαμε από το διαδίκτυο και την παραθέτουμε ολόκληρη παρακάτω, ζητήσαμε από τους εκπροσώπους της Καρδίτσας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο (αφού διαβάσουν το κείμενο του καθηγητή) να μας απαντήσουν σε δύο ερωτήσεις (κοινές για όλους):
1) Πως σχολιάζετε τις απόψεις του καθηγητή;
2) Απόψεις σαν τις παραπάνω δεν είναι η πρώτη φορά που ακούγονται. Αντιθέτως πληθαίνουν οι φωνές όσων αναφέρονται στο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. Γιατί λοιπόν δεν υπάρχει η παραμικρή κίνηση από πλευράς κυβέρνησης ή αντιπολίτευσης προς την κατεύθυνση της διεκδίκησής τους; Τι είναι αυτό που φοβάστε; Και ότι και αν είναι, δεν αισθάνεστε υπόλογοι απέναντι στην ιστορία αυτού του τόπου που τράβηξε τόσα από τη Γερμανία και εξακολουθεί να υφίσταται ένα καθημερινό διασυρμό, μια παγκόσμια διαπόμπευση; Γιατί αντί να χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιο τεράστιο διαπραγματευτικό όπλο συρόμαστε σε ατέρμονες και αδιέξοδες εν τέλει συζητήσεις, ικεσίες και συμφωνίες; Στην τελική -και δεδομένου ότι οι λαοί και τα κράτη έχουν μια συνέχεια- η αδύναμη ελληνική οικονομία προέκυψε ΚΑΙ από την καταστροφή των όποιων υποδομών κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά κυρίως από τη στέρηση του δυναμικότερου στοιχείου του πληθυσμού αυτού που μαζί με άλλους χρησιμοποιήθηκε για να ανορθώσει τη Γερμανική οικονομία και εν τέλει να στήσει το Γερμανικό οικονομικό θαύμα.
Η συνέντευξη
Spiegel: Κυριε Ritschl η Γερμανία συζητάει αυτό τον καιρό για περαιτέρω οικονομική βοήθεια για την Ελλάδα σαν υπεράνω όλων ηθικολόγος. Η κυβέρνηση ενεργεί με ακαμψία σύμφωνα με τη ρήση: ¨λεφτά θα πάρετε μόνο αν κάνετε αυτό που σας λέμε¨. Είναι δίκαιη αυτή η συμπεριφορά;
Ritschl: Όχι, είναι απολύτως αδικαιολόγητη….
Spiegel: Μάλλον δεν το βλέπουν έτσι οι περισσότεροι Γερμανοί.
Ritschl: Μπορεί, αλλά η Γερμανία έζησε τις μεγαλύτερες χρεοκοπίες της νεότερης ιστορίας. Τη σημερινή οικονομική ανεξαρτησία της και τη θέση της ως Διδασκάλου της Ευρώπης την χρωστάει στις ΗΠΑ, οι οποίες μετά τον 1ο αλλά και τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο παραιτήθηκαν από το δικαίωμα τους για τεράστια χρηματικά ποσά. Αυτό δεν το θυμάται όμως κανείς.
Spiegel: Τι ακριβώς συνέβη τότε;
Ritschl: Η δημοκρατία της Βαϊμάρης κατόρθωσε να επιζήσει από το 1924 μέχρι 1929 αποκλειστικά με δανεικά, τα δε χρήματα για τις αποζημιώσεις του 1. Παγκοσμίου Πολέμου τα δανείστηκε από τις ΗΠΑ. Αυτή η ¨δανειακή Πυραμίδα¨ κατέρρευσε με την κρίση του 1931. Τα χρήματα των δανείων των ΗΠΑ είχαν εξαφανιστεί, η ζημιά για τις ΗΠΑ τεράστια, οι συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία καταστροφικές.
Spiegel: Το ίδιο και μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο;
Ritschl: Η Αμερική τότε φρόντισε να μην θέσει κανείς από τους συμμάχους αξιώσεις για αποζημίωση. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, ματαιώθηκαν όλες οι αξιώσεις μέχρι μια μελλοντική επανένωση των Γερμανιών (ανατολικής και δυτικής). Αυτό ήταν πολύ ζωτικό για την Γερμανία, ήταν στην ουσία η οικονομική βάση του γερμανικού μεταπολεμικού θαύματος. Αλλά παράλληλα, τα θύματα της γερμανικής κατοχής ήταν αναγκασμένα να αποποιηθούν τα δικαιώματα τους για αποζημίωση, μεταξύ αυτών και οι Έλληνες.
Spiegel: Στη σημερινή κρίση που παίρνει η Ελλάδα από Ευρώπη και ΔΝΤ 110 δις και συζητιέται ένα πρόσθετο πακέτο, που θα είναι εξ ίσου μεγάλο. Πρόκειται δηλαδή για πολλά χρήματα. Πόσο μεγάλες ήταν οι γερμανικές χρεοκοπίες;
Ritschl: Αναλογικά με την οικονομική επιφάνεια που είχαν οι ΗΠΑ κατά την εποχή εκείνη, τα γερμανικά χρέη της δεκαετίας του ‘30 ισοδυναμούν με το κόστος της κρίσης του 2008. Συγκριτικά, λοιπόν, τα χρέη της Ελλάδας είναι μηδαμινά.
Spiegel: Αν υποθέταμε ότι υπήρχε μια παγκόσμια λίστα για βασιλιάδες της χρεοκοπίας, ποιά θα ήταν η θέση της Γερμανίας;
Ritschl: Αυτοκρατορική. Σε σχέση με την οικονομική επιφάνεια της χώρας, η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος αμαρτωλός του 20ου αιώνα και πιθανόν της νεότερης οικονομικής ιστορίας.
Spiegel: Ούτε η Ελλάδα δεν μπορεί να μας ανταγωνιστεί;
Ritschl: Όχι, η Ελλάδα παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο. Υπάρχει, βέβαια, το πρόβλημα του κινδύνου της μετάδοσης της κρίσης στις γνωστές ευρωπαϊκές χώρες.
Spiegel: Η ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας θεωρείται ως ενσάρκωση της σταθερότητας. Πόσες φορές έχει χρεοκοπήσει η Γερμανία;
Ritschl: Εξαρτάται πως το υπολογίζει κανείς. Τον τελευταίο αιώνα… τουλάχιστον τρεις φορές. Μετά την τελευταία στάση πληρωμών στη δεκαετία του ‘30, ανακουφίστηκε η Γερμάνια από τις ΗΠΑ με μια μείωση χρεών, ή αλλιώς ένα „Haircut”, που ισοδυναμεί με ένα μεγαλόπρεπο Afro-Look που μετατρέπεται σε φαλάκρα. Από τότε κρατάει η χώρα την οικονομική λάμψη της, ενώ οι υπόλοιποι ευρωπαίοι δούλευαν σαν τα σκυλιά για να ορθοποδήσουν από τις καταστροφές του πολέμου και τη γερμανική κατοχή. Κι ακόμη το 1990 είχαμε επίσης μια στάση πληρωμών.
Spiegel: Πως είπατε;
Ritschl: Βεβαίως! Ο τότε καγκελάριος Kohl αρνήθηκε να υλοποιήσει τη Συμφωνία του Λονδίνου, του 1953. Η συμφωνία έλεγε ότι οι γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις στην περίπτωση της επανένωσης των Γερμανίων θα πρέπει να τεθούν υπό επαναδιαπραγμάτευση. Η Γερμάνια όμως δεν πλήρωσε αποζημιώσεις μετά το 1990 (εκτός πολύ λίγων) ούτε τα αναγκαστικά δάνεια, ούτε τα έξοδα κατοχής. Η Ελλάδα είναι ένα από τα κράτη, που δεν πήραν δεκάρα.
Spiegel: Σε αντίθεση με το 1953, συζητείται επί του παρόντος η διάσωση της Ελλάδας, λιγότερο μέσω μιας μείωσης των χρεών και περισσότερο μέσω μιας παράτασης του χρόνου πληρωμής των κρατικών ομολόγων, δηλαδή μιας ήπιας αναπροσαρμογής των χρεών. Μπορούμε εδώ να μιλάμε για επαπειλούμενη χρεοκοπία;
Ritschl: Οπωσδήποτε. Ακόμη κι αν ένα κράτος δεν είναι εκατό τα εκατό ανίκανο να ικανοποιήσει τους πιστωτές του, μπορεί να είναι υπό χρεοκοπία. Ακριβώς όπως στην περίπτωση της Γερμανίας τη δεκαετία του ‘50, είναι ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα μπορέσει μόνη της να πληρώσει τα χρέη. Και όποιος δεν το μπορεί είναι εξ ορισμού χρεοκοπημένος. Τώρα θα έπρεπε να καθοριστεί ποια χρηματικά ποσά είναι έτοιμοι οι πιστωτές να θυσιάσουν. Δηλαδή θα πρέπει να βρούμε ποιός θα πληρώσει το μάρμαρο.
Spiegel: Το κράτος που πληρώνει τα περισσότερα είναι η Γερμανία.
Ritschl: Μάλλον κάπως έτσι θα πρέπει να γίνει. Αλλά ήμασταν στο παρελθόν πολύ ανέμελοι. Η βιομηχανική μας παραγωγή κέρδισε πολλά από τις υπέρογκες εξαγωγές. Οι αντιελληνικές θέσεις που προβάλλονται από τα ΜΜΕ εδώ, είναι πολύ επικίνδυνες. Μην ξεχνάτε ότι ζούμε μέσα σε ένα γυάλινο σπίτι. Το οικονομικό μας θαύμα έγινε δυνατό αποκλειστικά και μόνο επειδή δεν αναγκαστήκαμε να πληρώσουμε αποζημιώσεις.
Spiegel: Η Γερμανία δηλαδή θα έπρεπε να είναι πιο συγκρατημένη;
Ritschl: Η Γερμανία στον 20ο αιώνα άρχισε δυο πολέμους, τον δεύτερο δε τον διεξήγαγε ως πόλεμο αφανισμού και εξολόθρευσης και στη συνέχεια οι εχθροί της αποποιήθηκαν το δικαίωμά τους εν μέρει ή και καθολικά για αποζημιώσεις. Το ότι η Γερμανία πραγματοποίησε το θαύμα της πάνω στις πλάτες άλλων ευρωπαίων δεν το έχουν ξεχάσει οι Έλληνες.
Spiegel: Τι εννοείτε;
Ritschl: Οι Έλληνες ξέρουν τα εχθρικά άρθρα και γνώμες στα γερμανικά ΜΜΕ πολύ καλά. Αν η διάθεση των Ελλήνων γίνει πολύ πιο επιθετική, μπορεί να αναβιώσουν οι παλιές διεκδικήσεις, αρχίζοντας από την Ελλάδα, και αν η Γερμανία ποτέ αναγκαστεί να πληρώσει, θα μας «πάρουν ακόμη και τα σώβρακα». Θα έπρεπε αντίθετα να είμαστε ευγνώμονες, να εξυγιάνουμε την Ελλάδα με τα λεφτά μας. Αν εμείς εδώ παίξουμε το παιγνίδι των ΜΜΕ, παριστάνοντας τον χοντρό Εμίλ που καπνίζει το πούρο του και αρνείται να πληρώσει, κάποτε κάποιοι θα μας στείλουν τους παλιούς λογαριασμούς.
Spiegel: Τουλάχιστον στο τέλος μερικές ηπιότερες σκέψεις: Αν μπορούσαμε να μάθουμε κάτι από τις εξελίξεις, ποια λύση θα ήταν η καλύτερη για την Ελλάδα και τη Γερμανία;
Ritschl: Οι χρεοκοπίες της Γερμανίας τα περασμένα χρόνια το δείχνουν: Το λογικότερο είναι τώρα να συμφωνηθεί μια μείωση του χρέους. Όποιος δάνεισε λεφτά στην Ελλάδα, πρέπει να χάσει ένα μεγάλο μέρος τους. Αυτό θα ήταν καταστροφικό για τις τράπεζες, γι’ αυτό θα ήταν αναγκαίο ένα πρόγραμμα βοήθειας. Μπορεί αυτή η λύση να είναι ακριβή για τη Γερμανία, αλλά έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να πληρώσουμε. Κι έτσι θα είχε και η Ελλάδα μια ευκαιρία για μια νέα αρχή.
Η απάντηση του Υφυπ. Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης κ. Ντ. Ρόβλια
«Είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου, έχει ρητά δηλώσει από το βήμα της Βουλής ότι το θέμα των Γερμανικών Αποζημιώσεων δεν έχει κλείσει και ότι παραμένει ανοιχτό στο πλαίσιο και των διμερών επαφών Ελλάδας – Γερμανίας. Μάλιστα οι δηλώσεις αυτές τόσο του Πρωθυπουργού όσο και του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Φίλιππου Σαχινίδη ανατρέχουν στο Δεκέμβριο του 2010. Σε ευθεία συνάρτηση με τις δηλώσεις αυτές, η Ελληνική Κυβέρνηση διεκδίκησε και πέτυχε την παράστασή της στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου εκδικαζόταν προχθές η Προσφυγή της Γερμανίας κατά της Ιταλίας για το θέμα των αποζημιώσεων του Διστόμου. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο της Χάγης έκανε δεκτή την Παρέμβαση της Ελλάδας και της έδωσε το δικαίωμα να ακουστεί, αποτελεί μια σπουδαία επιτυχία της χώρας μας και ανοίγει νέους δρόμους στη διεκδίκηση των πολεμικών αποζημιώσεων. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η νομική αντιμετώπιση του θέματος ούτε απλή ούτε εύκολη είναι. Διότι ναι μεν δεν εισπράξαμε αποζημιώσεις, ή δεν εισπράξαμε τις δέουσες, αλλά το 1960 η Κυβέρνηση Καραμανλή υπέγραψε διακρατική συμφωνία για το θέμα αυτό. Θα πρέπει επομένως να λάβουμε υπόψη το πεδίο εφαρμογής και την έκταση της δεσμευτικότητας της συμφωνίας αυτής. Είναι σαφές ότι μετά από δεκαετίες η Κυβέρνηση μας είναι η πρώτη που αντιμετωπίζει το θέμα των αποζημιώσεων σοβαρά και συστηματικά προκειμένου να πετύχουμε την ηθική και υλική αποκατάσταση των συγγενών των θυμάτων και της ίδιας της χώρας. Ταυτόχρονα όμως κινούμαστε στην πολιτική και διπλωματική «σκακιέρα» ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε αποτελεσματικές συνθήκες που θα επιτρέψουν την ευόδωση των προσπαθειών μας. Περαιτέρω, από την συνέντευξη του πανεπιστημιακού Albrecht Ritschl μπορούμε να εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα: Καταρχήν ότι στην πολιτική και στην οικονομία χωρούν ανατροπές. Ακόμη κι αν η οικονομική κατάσταση για την χώρα και τους πολίτες είναι ασφυκτική, με συστηματική δουλειά και σκληρή προσπάθεια μπορούμε να τα καταφέρουμε. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να δημιουργήσουμε υγιείς συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και αυτό κάνουμε. Δραστηριοποιούμαστε σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο ώστε να καταδειχθούν οι διαστάσεις του προβλήματος και να δοθούν τα αναγκαία πολιτικά και οικονομικά εργαλεία, που θα μας επιτρέψουν να υπερβούμε την κρίση. Περαιτέρω, καταδεικνύεται η σύνδεση της οικονομίας με την πολιτική. Και όλο αυτό το διάστημα ακριβώς αυτό προσπαθούμε να καταδείξουμε στους εταίρους μας. Οι λύσεις στα οικονομικά αδιέξοδα, που στη διάρκεια της ιστορίας αποδεικνύονται συχνά και αναπότρεπτα, είναι εξόχως πολιτικές. Η δυσκολία στη λύση της παρούσας κρίσης κρατικού χρέους είναι ότι η οικονομία έχει δυστυχώς λάβει προβάδισμα έναντι της πολιτικής, η δε δομή της έχει γίνει εξαιρετικά σύνθετή. Τη διάσταση αυτή της κρίσης και το γεγονός ότι η λύση είναι κατ’ εξοχήν πολιτική, αποτελούσε για αρκετό καιρό ανομολόγητο κοινό μυστικό στις κυβερνήσεις και τις αγορές. Πλέον δεν είναι μυστικό αλλά γεγονός, το οποίο όλοι μεν αναγνωρίζουν, αλλά αρκετοί ακόμα αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν. Η διαδρομή από την άρνηση ότι η κρίση χρέους είναι διεθνής και όχι αποκλειστικά ελληνική, έως την παραδοχή ότι απαιτούνται πολιτικές λύσεις, υπήρξε μακρά, ακανθώδης και οδυνηρή. Είναι αλήθεια ότι επί ενάμιση σχεδόν χρόνο η κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός αγωνίστηκε να αναδείξει την πολιτική διάσταση της κρίσης και να δημιουργήσει τις συνθήκες αυτές που θα επιτρέψουν την έξοδο απ’ αυτή κατά τρόπο βιώσιμο και οριστικό. Όλο αυτό το χρόνο έγιναν και εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα πολιτικές ζυμώσεις και διεργασίες που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Ο μόνιμος μηχανισμός στήριξης, που εξυπηρετεί σήμερα την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, προέκυψε από τις προσπάθειες της Κυβέρνησής μας. Βέβαια, η διαπραγμάτευση, όταν μάλιστα εκκινεί κανείς από αδύναμη θέση, απαιτεί έντονη προσπάθεια και διπλωματική δράση, ώστε να φέρει ένα δίκαιο και ισορροπημένο αποτέλεσμα. Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω την ανάγκη αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Στη γηραιά ήπειρο έχουμε όλοι μακρά ιστορία, είμαστε από καιρό αναγκαστικά συνοδοιπόροι. Έχουμε όμως και ένα κοινό μέλλον, το οποίο οφείλουμε να διαφυλάξουμε. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την αξία και την συμβολή του καθενός στο κοινό οικοδόμημα της Ευρώπης και να αναζητήσουμε κοινές λύσεις χωρίς αντιπαλότητες και επικίνδυνες οξύνσεις. Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στην χρήση των Γερμανικών αποζημιώσεων ως μέσου διαπραγμάτευσης. Πιστεύω ότι η σύνδεση της λύσης στην κρίση χρέους που αντιμετωπίζουμε με τις αποζημιώσεις χρειάζεται λεπτούς χειρισμούς, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Άλλωστε, δεν δικαιούμαστε να ανταλλάξουμε τη δικαίωση των θυμάτων με αόριστα οικονομικά ή επικοινωνιακά οφέλη. Δεν πρέπει να μπούμε σε μια λογική, όπου θα λέμε «διαπράξετε εγκλήματα και γι’ αυτό τώρα θα πληρώσετε και τα δικά μας λάθη». Η αλήθεια είναι ότι εάν οφείλει η Γερμανία πολεμικές αποζημιώσεις πρέπει να τις καταβάλει ως ελάχιστη ηθική και υλική δικαίωση. Εάν εμείς σφάλαμε πρέπει να διορθώσουμε τα λάθη μας και να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν και, εάν θέλουμε να βγούμε απ’ αυτή την πολυδιάστατη κρίση, εμείς και σύσσωμος ο αναπτυγμένος κόσμος πρέπει να αναζητήσουμε τις κατάλληλες πολιτικές λύσεις και να λάβουμε γενναίες αποφάσεις για τους λαούς και το πολιτικο – οικονομικό σύστημα».
Η απάντηση της Βουλευτού Καρδίτσας κ. Μαρίας Θεοχάρη
- 1. Αναμφισβήτητα οι απόψεις του καθηγητή Ritschl βρίσκουν σύμφωνους τους περισσότερους Έλληνες, αλλά και όσους Ευρωπαίους έχουν ιστορική μνήμη και ιστορική συνείδηση. Ευτυχώς η φωνή του δεν είναι η μόνη. Ο Daniel Cohn-Bendit αποτελεί υπόδειγμα διαυγούς σκέψης στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά στο ελληνικό πρόβλημα, και αν συμμερίζονταν περισσότεροι τις απόψεις του θα βρισκόμασταν σε εντελώς διαφορετική κατάσταση σήμερα. Πρόσφατα ο Jean Luc Godard επισήμανε ότι η ανθρωπότητα χρωστάει στους Έλληνες τη Λογική, και γι’ αυτό θα πρέπει να μας πληρώνουν για κάθε «επομένως» που χρησιμοποιούν στον λόγο τους καθημερινά. Ακραία άποψη, αλλά δίνει το στίγμα μίας σκέψης που καλό θα ήταν να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού όλων όσων καταδικάζουν συλλήβδην μία ολόκληρη χώρα – όπως για παράδειγμα των «δημοσιογράφων» σε γερμανικές εφημερίδες που εδώ και δεκαπέντε μήνες μας καλούν να πουλήσουμε την εθνική μας περιουσία, καθώς οι γερμανοί φορολογούμενοι αρνούνται να πληρώσουν «τα σπασμένα» της Ελλάδας, θεωρώντας ότι εμείς εδώ καλοπερνάμε κι εκείνοι δουλεύουν για μας. Δυστυχώς, τα θέματα παγκόσμιας οικονομίας – γιατί ας μην ξεχνάμε ότι το πρόβλημά μας δεν είναι αμιγώς ελληνικό, ούτε μόνο ευρωπαϊκό, αλλά αγγίζει όλες τις οικονομίες διεθνώς – λίγο έχουν να κάνουν με το τι είναι δίκαιο, και ακόμα λιγότερο με το φιλότιμο των λαών και των κυβερνήσεών τους. Ιστορική μνήμη ίσως υπάρχει, όμως η ιστορική μνήμη είναι ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμη για τους ευεργετηθέντες. Συμφωνώ, λοιπόν, απόλυτα με τον καθηγητή, ότι σήμερα μία χώρα που προκάλεσε δύο παγκοσμίους πολέμους, κόστισε αμέτρητες ζωές και προκάλεσε πραγματικά ανυπολόγιστες ζημιές, έρχεται να παίξει το ρόλο του ηθικολόγου αντί να μας ευγνωμονεί – όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά όλους τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς – γιατί όντως στην πλάτη μας κατάφερε το οικονομικό της θαύμα.
- 2. Η θέση σας ότι η αδύναμη οικονομική κατάσταση της Ελλάδας οφείλεται και στην καταστροφή που υπέστη η χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη, γιατί σαφώς οι λαοί και τα κράτη έχουν μία συνέχεια. Πιστεύω ότι, όπως είπα και παραπάνω, δεν υπάρχει Έλληνας που να μην συμφωνεί ότι απλά η Γερμανία μας χρωστάει.
Το θέμα των αποζημιώσεων όμως είναι αρκετά περίπλοκο. Δεν είναι απλά θέμα υπολογισμού των αποζημιώσεων και απαίτησής τους (πολλοί μιλούν για 162 δις ευρώ, εκ των οποίων 108 δις ευρώ από την επιδικασθείσα αποζημίωση υπέρ της Ελλάδος εκ μέρους της Διεθνούς Διασκέψεως Ειρήνης των Παρισίων για την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσαν τα ναζιστικά στρατεύματα στην οικονομική υποδομή της χώρας μας, και 54 δις ευρώ από το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο που η Ελλάδα κατέβαλε το 1942 στους κατακτητές). Είχαμε πρόσφατα την ιστορική απόφαση για τους συγγενείς των θυμάτων του ολοκαυτώματος στο Δίστομο, από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας, που απέρριψε την αναίρεση που είχε υποβάλει η Γερμανία κατά της ευνοϊκή απόφασης του Εφετείου της Φλωρεντίας το 2007. Έτσι λοιπόν οι Διστομίτες μπορούν να πάρουν τα χρήματα που τους επιδίκασε το Δικαστήριο της Λειβαδιάς, ποσό ύψους 60 εκ. ευρώ, αποζημίωση που θα προέλθει από την περιουσία της Γερμανίας στην Ιταλία. Μιλάμε, λοιπόν, για δικαστήριο της Ιταλίας που επιδίκασε την αποζημίωση, καθώς μέχρι σήμερα το Βερολίνο δεν έχει πληρώσει ούτε ένα ευρώ. Σε όλους τους σχετικούς με τις αποζημιώσεις δικαστικούς αγώνες, τα γερμανικά δικαστήρια επικαλούνται τις διεθνείς συμβάσεις και τον γερμανικό νόμο του 1953, υπογραμμίζοντας ότι το 1944 δεν είχε συναφθεί καμία διμερής συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας για το συγκεκριμένο θέμα, ενώ ακόμα επικαλούνται το δικαίωμα της ετεροδικίας για τη Ναζιστική Γερμανία που είναι υπεύθυνη για τόσα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για εγκλήματα πολέμου. Παράλληλα, από πέρυσι που άρχισε πάλι έντονα η συζήτηση για τις αποζημιώσεις, η Γερμανική κυβέρνηση αρνείται οποιοδήποτε χρέος προς τη χώρα μας, υποστηρίζοντας ότι έχουν καταβληθεί αποζημιώσεις τόσο με βάση τη συμφωνία του ’60 όσο και στο πλαίσιο του ιδρύματος «Μνήμη, ευθύνη και μέλλον». Πρόκειται λοιπόν για ζήτημα που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. Δεν είναι απλό ξαφνικά μία χώρα που βρίσκεται σε τέτοια δεινή οικονομική κατάσταση, χωρίς ιδιαίτερη διαπραγματευτική δυνατότητα, να ζητήσει αποζημιώσεις ύψους όσο σχεδόν είναι το χρέος μας, 65 χρόνια μετά. Φυσικά και τα συναρμόδια υπουργεία Εξωτερικών, Οικονομικών και Δικαιοσύνης εξετάζουν τη νομική βάση διεκδίκησης αποζημιώσεων από τη Γερμανία, και θέση της κυβέρνησης είναι εξ’ αρχής ότι το ζήτημα παραμένει ανοικτό στα πλαίσια των διμερών επαφών Ελλάδας-Γερμανίας. Καμία ελληνική κυβέρνηση – ούτε εμείς – έχουμε παραιτηθεί από τις αξιώσεις μας, τόσο για το κατοχικό δάνειο, όσο και τις πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία. Διατηρούμε το δικαίωμα χειρισμών για να πετύχουμε την καλύτερη δυνατή λύση. Και η καλύτερη λύση δεν είναι η εκβιαστική, όπως π.χ. της διαδικασίας κατάσχεσης των γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα, αλλά αυτή που επιτυγχάνεται το πλαίσιο της διπλωματίας, για να μην διαταραχθούν οι σχέσεις μας με την Γερμανία, γεγονός που θα είχε επιπτώσεις-ντόμινο για όλη την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Η απάντηση του Βουλευτή Καρδίτσας κ. Σπύρου Ταλιαδούρου
«Με αφορμή ένα δημοσίευμα στην εφημερίδα «Βήμα» του δημοσιογράφου κ. Χασαπόπουλου Γιώργου στο οποίο ανέφερε ότι στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας βρέθηκαν αρχεία των Γερμανών Ναζί και ότι μεταξύ άλλων βρέθηκε και σήμερα υπάρχουν τα σχετικά έγγραφα και στο Υπ. Εξωτερικών και το πρωτότυπο έγγραφο της δανειακής συμφωνίας που υπεγράφη το 1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, Αλτενμπουργκ και Γκίτζι αντίστοιχα ενώ η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί, ότι πρόκειται για δανειακή σύμβαση – συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα υποχρεωτικά εκτελεστή (αναγκαστική) και για την οποία η Ελλάδα ενημερώθηκε 9 ημέρες μετά την υπογραφή της, κατέθεσα στις 23 Φεβρουαρίου 2011 ερώτηση στον Υπουργό Εξωτερικών κ. Δρούτσα σχετικά με το ποιες ενέργειες προτίθεται να προβεί η κυβέρνηση για την διευθέτηση του συγκεκριμένου θέματος και την διεκδίκηση του δανείου, βάσει των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Η απάντηση του κ. Δρούτσα ήταν η εξής: «Το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων καθώς και εκείνο του κατοχικού δανείου, ως συνέπεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, απασχολούν από μακρού χρόνου την Ελλάδα και αποτελούν ζητήματα με ιστορικές, ανθρωπιστικές, πολιτικές και νομικές παραμέτρους. Η Ελλάδα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εκάστοτε συγκυρίες στις διμερείς και διεθνείς σχέσεις και συνεκτιμώντας τις παραμέτρους αυτές, εγείρει τακτικά το όλο ζήτημα στο πλαίσιο διμερών συναντήσεων. Η εν προκειμένω εκκρεμότητα, πάντως, υφίσταται και διατηρούμε πάντα το δικαίωμα και τις δυνατότητες για τον χειρισμό και την ικανοποιητική κατάληξή της. Η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε των αξιώσεών της. Ως έπραξε δε πρόσφατα στο ζήτημα των αποζημιώσεων των οικογενειών των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου, παρεμβαίνοντας στην διαφορά μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η κυβέρνησης διατηρεί το δικαίωμα να ανακινήσει τα θέματα των γερμανικών αποζημιώσεων και του αναγκαστικού κατοχικού δανείου τη στιγμή που θα κρίνει ως καταλληλότερη προς τούτο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σύνολο των παραμέτρων».