Ο Βουλευτής, τ. Υφυπουργός Παιδείας και Αναπληρωτής Τομεάρχης του Τομέα Παιδείας της Ν.Δ., κ. Σπύρος Ταλιαδούρος, ως Εισηγητής του σχεδίου νόμου «Θεσμικό πλαίσιο των πρότυπων πειραματικών σχολείων. Ίδρυση ινστιτούτου εκπαιδευτικής πολιτικής, οργάνωση του ινστιτούτου τεχνολογίας υπολογιστών και εκδόσεων ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ και λοιπές διατάξεις», επεσήμανε, κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών, ότι με αυτό το νομοσχέδιο «μαμούθ» καταργούνται η ανεξάρτητη λειτουργία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, οι μετεγγραφές φοιτητών που ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικά ομάδες και ρυθμίζονται με τρόπο πρόχειρο τα πειραματικά-πρότυπα σχολεία.
Ειδικότερα, η τοποθέτηση του κ. Ταλιαδούρου έχει ως εξής:
«Το νομοσχέδιο που παρουσιάζεται σήμερα δεν πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου αλλά ουσιαστικά για πάνω από επτά, είναι δηλαδή ένα νομοσχέδιο μαμούθ, αφού με αυτό ρυθμίζονται πολλά και διαφορετικά θέματα της εκπαίδευσης, αλλά ακόμη και θέματα του Υπουργείου Εσωτερικών. Νομοσχέδιο εξπρές μέσα στο Πάσχα.
Την δεκαετία του 1980 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε υιοθετήσει την πολιτική της ίδρυσης των «Οργανισμών». Την δεκαετία του 1990 η κυβέρνηση πάλι του ΠΑΣΟΚ είχε υιοθετήσει την πολιτική της ίδρυσης «Κέντρων». Σήμερα η ίδια η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αφού αντιλήφθηκε ότι δημιούργησε μεγάλο αριθμό Οργανισμών και Κέντρων διογκώνοντας τον δημόσιο βίο με αλληλεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες, σκοπούς, στόχους ή και χωρίς αντικείμενο σε πολλές των περιπτώσεων, αποφάσισε να καταργήσει όλα τα ανωτέρω και να φέρει την νέα μόδα που ονομάζεται «Ινστιτούτο». Έτσι αποφάσισε να συγχωνεύσει οργανισμούς και να βαφτίσει κατά το δοκούν ερευνητικά κέντρα ινστιτούτα χωρίς όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ότι υπάρχει και νομοθεσία σε τούτη την χώρα που η ίδια η κυβέρνηση έχει ψηφίσει στην Βουλή. Έχουμε εδώ ένα συνονθύλευμα διατάξεων από όλους τους θεσμούς, αρμοδιότητες, σκοπούς, στόχους το οποίο καλούμαστε να θεσμοθετήσουμε και να εφαρμόσουμε λογιστικές μεθόδους στην εκπαίδευση.
Με τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου, όσον αφορά στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, συγχωνεύονται τέσσερις εποπτευόμενοι φορείς του Υπουργείου Παιδείας, που εν πολλοίς είχαν αλληλεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες. Η συγχώνευση καταγράφεται στο μόνο θετικό των ως άνω διατάξεων.
Από εκεί και πέρα:
α) Με το νομοσχέδιο ουσιαστικά καταργούνται ι) η επί της ουσίας ανεξάρτητη λειτουργία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ιι) οι αρχές ενός σαφούς και διαφανούς πλαισίου δημοκρατικών διαδικασιών, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα, ιιι) η επιστημονική αυτοτέλεια και ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας του και ιv) η εξυπηρέτηση της δημόσιας εκπαίδευσης και η εξασφάλιση ποιοτικού εκπαιδευτικού υλικού σε όλους τους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
β) Το σχέδιο νόμου θα οδηγήσει σε ατεκμηρίωτες πολιτικές αποφάσεις στη βάση εισηγήσεων περιστασιακών ομάδων και επιτροπών, με τις οποίες δεν θα διασφαλίζεται η συνεχής και σταθερή υποστήριξη των όποιων μεταρρυθμιστικών ενεργειών στην εκπαίδευση . Επιπλέον είναι βέβαιο ότι θα προσθέσουν απρόβλεπτο κόστος στην ελληνική οικογένεια, χωρίς ασφαλές αποτέλεσμα για τον έλληνα μαθητή.
γ) Το νομοσχέδιο αποξενώνει τον νέο φορέα από την κατάρτιση των Προγραμμάτων Σπουδών και από την αναγκαία εμπλοκή του στη διαμόρφωση αρχών και προδιαγραφών του εκπαιδευτικού υλικού.
Φοβούμαι ότι επιχειρείται ιδεολογική, πολιτική και κομματική χειραγώγηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και κατ’ επέκταση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία αντιβαίνει στις αρχές που οφείλουν να διέπουν τη δημόσια εκπαίδευση και τη δημόσια ζωή μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Το νομοσχέδιο οδηγεί στην ουσιαστική κατάργηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και την, ως εκ τούτου, αναίρεση δημοκρατικών και συμμετοχικών λειτουργιών που προσέφεραν και προσφέρουν στον μαθητή, στον εκπαιδευτικό και γενικότερα στο κοινωνικό σύνολο. Οι άξονες του νομοσχεδίου έρχονται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές του αγαθού «Δημόσια Δωρεάν Ελληνική Εκπαίδευση.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό από την Κυβέρνηση ότι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δεν είναι ΔΕΚΟ. Δεν μπορεί να γίνει Ν.Π.Ι.Δ., γιατί είναι φορέας που ασχολείται με την υποχρεωτική εκπαίδευση των ελλήνων μαθητών και δεν μπορεί η ευθύνη αυτή να παραδίδεται σε νομικό πρόσωπο και μάλιστα ιδιωτικού δικαίου.
Προτείνουμε λοιπόν ότι εάν, για λόγους ουσιαστικά οικονομικούς και όχι εκπαιδευτικούς επιμείνετε στην κατάργηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το νέο Ινστιτούτο πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητη δημόσια υπηρεσία (ΝΠΔΔ) υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Παιδείας.
Επίσης, αποτελεί δικαίωση της Νέας Δημοκρατίας και των επιλογών της η εξέλιξη της επανασύστασης των πρότυπων και επανίδρυσης των πειραματικών σχολείων. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι ένα από τα λάθη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του 1980 ήταν η κατάργηση των Πειραματικών και Προτύπων Σχολείων, των Ιστορικών Σχολείων.
Όμως θα ήθελα να θέσω και το εξής ερώτημα: Γιατί δεν καθιερώνονται ξεχωριστά Πειραματικά Σχολεία και Πρότυπα Σχολεία στα οποία θα φοιτούν μαθητές με υψηλές επιδόσεις επιλεγόμενοι μετά από εξετάσεις (Τουλάχιστον για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση), όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν; Είναι άλλο πράγμα η αριστεία και άλλο ο πειραματισμός. Η εισαγωγή καινοτομιών ή Νέων Αναλυτικών προγραμμάτων θα πρέπει να δοκιμάζεται σε σχολεία με τυχαία σύνθεση μαθητικού δυναμικού για να εξετάζεται η δυνατότητα εφαρμογής τους σε όλα τα σχολεία της επικράτειας. Η υιοθέτηση προτύπων με σύνθεση επιλεγμένου και υψηλού επιπέδου μαθητικού δυναμικού εξυπηρετεί άλλους εκπαιδευτικούς στόχους. Η ανάμειξη προτύπων και πειραματικών μάλλον θα περιπλέξει τη λειτουργία. Γιατί δεν επαναφέρει η κυβέρνηση το θεσμό των προτύπων διατηρώντας και το θεσμό των πειραματικών; Μήπως γιατί δεν θέλει να παραδεχθεί ότι η παράταξή της ήταν εκείνη που κατάργησε τα πρότυπα και τα μετέτρεψε σε πειραματικά;
Τέλος στο άρθρο 59 με τίτλο λοιπές διατάξεις αντιμετωπίζονται καίρια ζητήματα για την εκπαίδευση, όπως οι συντονιστές εξωτερικού, η μείωση των αιρετών εκπροσώπων, η κατάργηση της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, χωρίς να προβλέπεται που θα επιμορφώνονται οι μειονοτικοί δάσκαλοι, ζητήματα μετεγγραφών, ζητήματα πανελληνίων εξετάσεων και η καθιέρωση ουσιαστικά δύο τύπων απολυτηρίου λυκείου, ενώ θα έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον ένα κεφάλαιο με τα επιμέρους άρθρα.
Η κατάργηση των μετεγγραφών μπορεί μεν να ικανοποιεί το πάγιο αίτημα των κεντρικών Ιδρυμάτων γιατί συμβάλλει στην αποσυμφόρησή τους, αλλά πλήττει σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία τις πλέον ασθενείς κοινωνικά ομάδες, όπως είναι οι πολύτεκνοι, τρίτεκνοι και ορφανοί χωρίς να προβλέπεται η λήψη οποιωνδήποτε κοινωνικών ή οικονομικών μέτρων στήριξής τους.
Επίσης, το πρόγραμμα κατασκευής φοιτητικών εστιών στην ελληνική περιφέρεια που είχε ξεκινήσει η Ν.Δ., όπου θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν οι φοιτητές αυτών των κατηγοριών, δεν προχωράει. Αυτές οι αλλαγές ανατρέπουν εκ θεμελίων το σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση στο παραπέντε των πανελλαδικών εξετάσεων και αποτελεί και κίνητρο φοροδιαφυγής.
Άδικη είναι επίσης οι ρύθμιση ότι οι θέσεις των διαγραφέντων από μετεγγραφή δεν αναπληρώνονται ούτε μεταφέρονται. Αυτό σημαίνει ότι όταν διαπιστωθεί μια αδικία αυτή δεν αποκαθίσταται.
Σε ό,τι αφορά την αιφνίδια κατάργηση της ρύθμισης που εξασφάλιζε στους αποφοίτους των δύο τελευταίων ετών τη δυνατότητα να παίρνουν μέρος στη διαδικασία επιλογής με την παλιά τους βαθμολογία, δεν δίδεται καμία διευκρίνιση για τους αποφοίτους του 2010 που έχουν θεμελιώσει δικαίωμα χρήσης της ρύθμισης για φέτος και του χρόνου ούτε και για τους μαθητές που αποφοιτούν φέτος με την προσδοκία να κάνουν χρήση της ρύθμισης το 2012 και το 2013.
Όλες αυτές οι ρυθμίσεις είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα της αύξησης του αριθμού των εισακτέων που είχαμε πέρυσι εξαιτίας της κατάργησης της βάσης του 10. Το μέτρο αυτό οδήγησε τα κεντρικά ιδρύματα σε υπερφόρτωση λόγω μετεγγραφών ειδικών κατηγοριών. Εάν είχε παραμείνει η βάση του 10, η οποία διασφαλίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης δεν θα είχαμε σήμερα αυτές τις κοινωνικά άδικες ρυθμίσεις.»