«Στη δύσκολη οικονομική συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε βασικός άξονας της πολιτικής μας είναι η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Για να γίνει αυτό, βασική προϋπόθεση και προτεραιότητά μας είναι η ομαλή λειτουργία της αγοράς με συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού.
Δυστυχώς, η κατάσταση που βιώνουμε καθημερινά ουδεμία σχέση έχει με τον υγιή ανταγωνισμό. Ενδοομιλικές ή κρυφές συμφωνίες, μονοπώλια, ολιγοπώλια και εναρμονισμένες πρακτικές στην ουσία ακυρώνουν τις συνθήκες ανταγωνισμού.
Όλες αυτές οι περιπτώσεις αισχροκέρδειας και κερδοσκοπίας είναι βέβαια σε βάρος του καταναλωτή και κατ’ επέκταση της οικονομίας, του πληθωρισμού, του τιμάριθμου. Η συγκέντρωση των κεφαλαίων και η καθήλωση κλάδων και επιχειρήσεων επιβάλλει την ανάγκη για αλλαγή του πλαισίου λειτουργίας της αγοράς και καθιέρωσης νέων κανόνων.
Κεντρικό όργανο σ’ αυτή την προσπάθεια αποτελεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η ορθή εφαρμογή των νόμων και η πάταξη της δραστηριότητας των καρτέλ και των πρακτικών που έχουν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επιβάρυνση του πολίτη, είναι αδιαπραγμάτευτες. Συνεπώς, ο ρόλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι σήμερα πιο σημαντικός από ποτέ.
Όμως, τόσο το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αρμοδιότητές της, όσο και ο τρόπος λειτουργίας της Επιτροπής ως τώρα, αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα, που εμπόδιζε την ταχύτητα των αντιδράσεών της και, εν τέλει, περιόριζαν την αποτελεσματικότητά της.
Επιβάλλεται, λοιπόν, συνολική αναδιάρθρωση του νομικού πλαισίου, που ήταν δαιδαλώδες και πολλές φορές δυσνόητο. Είναι αξιέπαινη η προσπάθεια που έγινε από το Υπουργείο για να ξεφύγουμε από τη λογική των προηγούμενων στρεβλώσεων. Έχουμε στα χέρια μας έναν ολοκληρωμένο, ενιαίο και συστηματικό νόμο που θα διευκολύνει πολίτες, φορείς και επαγγελματίες, χωρίς τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις και αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις που είχαμε συνηθίσει τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Επιτρέψτε μου να σταθώ σε κάποια συγκεκριμένα σημεία που νομίζω ότι χρήζουν ιδιαίτερης αναφοράς.
Κατ’ αρχάς, είναι προφανές ότι βασικός στόχος του νέου νόμου είναι η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Επιτροπής, που νομίζω ότι είναι εκ των ων ουκ άνευ, αν θέλουμε να μιλάμε για τη θεσμική της θωράκιση. Διατάξεις, όπως εκείνες που αναφέρονται στην επιλογή του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, στην αλλαγή του τρόπου διορισμού των μελών της, αλλά και στον πλήρη καθορισμό των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής είναι ιδιαίτερα σημαντικές και δείχνουν την πρόθεση του νομοθέτη.
Το ίδιο ισχύει και για τον καθορισμό των κριτηρίων προτεραιότητας στην εξέταση υποθέσεων που μέχρι τώρα γινόταν χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Τώρα τα κριτήρια θα είναι μετρήσιμα και θα έχουν άμεση σχέση με το δημόσιο συμφέρον και την προστασία του καταναλωτή.
Εξαλείφουμε κάθε υπόνοια για δήθεν προνομιακή μεταχείριση ή κουκούλωμα υποθέσεων. Εκτός από την ανεξαρτησία της, ενισχύουμε και την ευελιξία της με ρυθμίσεις, όπως αυτή που της δίνει τη δυνατότητα να απορρίπτει αβάσιμες κατηγορίες ή υποθέσεις που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.
Κεντρικό σημείο κάθε συζήτησης περί ανταγωνισμού αποτελεί η δράση των καρτέλ και η ανεύρεση τρόπου περιορισμού τους. Θεωρώ ότι η διάταξη που αφορά στην επέκταση της επιείκειας στα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται σ’ αυτές τις υποθέσεις και αποφασίζουν να συνεργαστούν με την Επιτροπή, θα αποτελέσει καταλύτη σ’ αυτή την προσπάθεια. Παρέχουμε κίνητρα για την αποτροπή της παραβατικής συμπεριφοράς, ενώ θεσπίζουμε αυστηρότερες ποινές και πρόστιμα, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα σε όσους παρανομούν.
Τόσο στη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης για το νομοσχέδιο, όσο και στις συζητήσεις στην Επιτροπή, ακούστηκαν διάφορες προτάσεις για προσθήκες ή αλλαγές στο κείμενο του σχεδίου νόμου. Θα σταθώ σε δύο από αυτές που νομίζω ότι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί ξεκινούν από την παραδοχή ότι η μάχη ενάντια στα καρτέλ είναι άνιση, όσο δεν υπάρχουν ποινικές ευθύνες για τους φυσικούς αυτουργούς των εταιρειών που παραβιάζουν το Δίκαιο του ανταγωνισμού και όσο είναι οικονομικά ισχυρότεροι από τους αντιπάλους τους.
Η πρώτη πρόταση αφορά την πρόβλεψη χρόνου φυλάκισης και για τις άλλες περιπτώσεις, εκτός από εκείνες της εναρμονισμένης πρακτικής για την οποία ορίζεται ποινή φυλάκισης έως δύο χρόνια.
Η δεύτερη πρόταση έχει να κάνει με την ενίσχυση των κινήτρων για όσους συνεργάζονται με τις αρχές για να φέρουν στο φως, στη δικαιοσύνη περιπτώσεις παραβατικής συμπεριφοράς. Ήδη στον περσινό νόμο για το φορολογικό περιλήφθηκε διάταξη που προβλέπει αμοιβή από το δημόσιο για την αποκάλυψη φαινομένων παθητικής δωροδοκίας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής. Γιατί, λοιπόν, να περιορίσουμε το κίνητρο της αμοιβής μόνο στα φορολογικά και τελωνειακά αδικήματα και να μην το επεκτείνουμε και στις άλλες υποθέσεις από τις οποίες προκύπτει διοικητικό πρόστιμο και έσοδο του δημοσίου;
Έτσι ενισχύουμε οικονομικά επιχειρηματίες ή πρόσωπα που καταγγέλλουν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού καταχρηστικές πρακτικές, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά την καλύτερη νομική εκπροσώπηση για όσους θα τολμήσουν να τα βάλουν με τα «θηρία», που είναι τα καρτέλ. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να συμπεριλάβουμε τις προτάσεις αυτές στο κείμενο του νομοσχεδίου.
Προφανώς ένα νομοσχέδιο ή ένα ανεξάρτητο όργανο, όσο κι αν υπάρχουν καλές προθέσεις και όρεξη για δουλειά, δεν αρκούν. Πρέπει η Κυβέρνηση να βρίσκεται σε επαγρύπνηση, να παρεμβαίνει διαρθρωτικά και βέβαια να λαμβάνει κάθε μέτρο προκειμένου η νομοθεσία να εφαρμόζεται και να μπορεί η Επιτροπή να κάνει το έργο της. Προσπάθειες γίνονται, αλλά ο καταναλωτής θέλει να βλέπει άμεσα αποτελέσματα και δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν νομίζω ότι έχει δει μεγάλες βελτιώσεις.
Συνέχεια ακούμε για το πρόβλημα με τις πολυεθνικές που πουλούν τα προϊόντα τους πολύ ακριβότερα στη χώρα μας, σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Καθημερινά βλέπουμε τις τιμές των καυσίμων να σκαρφαλώνουν σε απαγορευτικά επίπεδα. Μιλάμε για προϊόντα πρώτης ανάγκης. Αυτά είναι που θέλει ο κόσμος να μπορεί να αγοράζει πιο φθηνά. Φυσικά είναι κατανοητό ότι κάθε νέα κρίση συμβάλλει στην αύξηση της τιμής της βενζίνης και αυτό επηρεάζει και τις τιμές των μεταφορικών για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, αλλά κανείς μας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται την κατάσταση κι ότι αυτοί είναι που ευθύνονται για την εκτόξευση των τιμών στα ύψη.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι το νομοσχέδιο είναι ένα πολύ θετικό βήμα, προκειμένου να ενεργοποιήσουμε όλα τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας για να προστατεύσουμε τον ανταγωνισμό. Είναι δεδομένο ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ πρέπει να τον θωρακίσουμε, για να προστατεύσουμε έτσι και την οικονομία μας. Πιστεύω και ελπίζω ότι με τις προτεινόμενες διατάξεις η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα παίξει κεντρικό ρόλο σ’ αυτή την προσπάθεια και γι’ αυτό υπερψηφίζω το νομοσχέδιο.