Το 2010 ήταν μία εξαιρετικά δύσκολη χρονιά για όλους μας, ήταν όμως και μία χρονιά συστηματικής δουλειάς, προκειμένου να σώσουμε τη χώρα, να αποτρέψουμε τα χειρότερα και να ξαναβάλουμε την Ελλάδα σε τροχιά επανόρθωσης και αναδιάρθρωσης.
Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας βρέθηκε φυσικά η οικονομία μας. Το τεράστιο έλλειμμα και το ακόμα μεγαλύτερο χρέος της χώρας δεν μας άφησε πολλά περιθώρια. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτού του αγώνα για την επανόρθωση της οικονομίας μας, κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η φορολογική μεταρρύθμιση. Είναι προφανές ότι σημαντικός παράγοντας στην καταστροφική πορεία της οικονομίας μας τα τελευταία χρόνια στάθηκε η πλήρης κατάρρευση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Ήταν λοιπόν πρωταρχικό μας μέλημα να τον ανασυγκροτήσουμε, να τον κάνουμε ορθολογικό και αποτελεσματικό.
Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν η αρχή που έγινε με το φορολογικό νομοσχέδιο, τη μεγαλύτερη φορολογική μεταρρύθμιση εδώ και δεκαετίες, ένα νομοσχέδιο απλό, αποδοτικό, δικαιότερο και πιο αντικειμενικό, που διέπεται από την αρχή της δικαιοσύνης και της δίκαιης κατανομής των φορολογικών βαρών.
Το 2011 λοιπόν η Κυβέρνηση και το Υπουργείο Οικονομικών έρχονται να συμπληρώσουν την προσπάθεια αυτή με ένα σχέδιο νόμου στο πλαίσιο του ευρύτερου σχεδιασμού για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Σκοπός του νομοσχεδίου είναι η θωράκιση του φορολογικού συστήματος και η ενίσχυσή του με νομικά εργαλεία που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική λειτουργία του.
Το σχέδιο νόμου που συζητάμε σήμερα κινείται σε τρεις κεντρικούς άξονες. Πρώτον, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, δεύτερον, την αναδιοργάνωση του ελεγκτικού και εισπρακτικού μηχανισμού και τρίτον, τη βελτίωση του πλαισίου φορολόγησης ώστε να διευκολυνθεί η επιχειρηματικότητα που αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα μας στον τομέα της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας. Στο νομοσχέδιο διαφαίνεται καθαρά η πρόθεση του Υπουργείου να διαμορφώσει ένα δίκαιο μεν, αυστηρό δε, φορολογικό σύστημα, ενθαρρύνοντας τη συμμόρφωση και αποτρέποντας τη φοροδιαφυγή.
Για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής το σχέδιο νόμου περιλαμβάνει τρεις νέους σημαντικούς θεσμούς. Το τριετές επιχειρησιακό πρόγραμμα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, τη θέσπιση της αρμόδιας κυβερνητικής Επιτροπής και το θεσμό του Εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, που θα λειτουργήσουν υποστηρικτικά και ενισχυτικά, προκειμένου να συλλαμβάνεται και να τιμωρείται αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο για την άμεση τιμωρία των ποινικών αδικημάτων της φοροδιαφυγής. Στόχος του νομοθέτη δεν είναι η επιβολή ποινών αλλά η φορολογική υπακοή προκειμένου να αποφευχθούν όσο το δυνατόν οι διώξεις για θέματα φοροδιαφυγής. Η θέσπιση των μέτρων αυτών κινούνται στη λογική ότι όσο αυστηρότερες είναι οι ποινές τόσο μεγαλύτερη είναι η συμμόρφωση. Προς την κατεύθυνση αυτή λοιπόν γίνονται αυστηρότερες οι ποινές για τη μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο, τη μη απόδοση του ΦΠΑ αλλά και την παθητική δωροδοκία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής και αδιάβλητη εκτέλεση των καθηκόντων των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών.
Σημαντικές προβλέψεις περιλαμβάνει το νομοσχέδιο και για την αναδιάρθρωση των φορολογικών και ελεγκτικών υπηρεσιών. Η σωστή λειτουργία των υπηρεσιών και μηχανισμών ξεκινάει με τα κριτήρια επιλογής των υπαλλήλων που θα ενταχθούν στο στελεχιακό δυναμικό των ελεγκτών και την αξιολόγησή τους. Αλλάζουν τα κριτήρια για την επιλογή υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, προκειμένου να αξιοποιούνται οι γνώσεις και η εμπειρία των ικανών στελεχών. Παράλληλα συστήνεται Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων στο Υπουργείο για να εξετάζουν κάθε πληροφορία και στοιχείο για υπαλλήλους που έχουν εμπλακεί σε διαφθορά, καταχρήσεις, δωροδοκία και κάθε άλλο σοβαρό πειθαρχικό αδίκημα και έγκλημα.
Η θέσπιση εξωδικαστικής διαδικασίας επίλυσης φορολογικών διαφορών είναι μία ακόμα θετική πρωτοβουλία καθώς θα συμβάλλει στην επιτάχυνση της διαδικασίας επίλυσής τους. Μία ιδιαίτερα σημαντική καινοτομία που εισάγει το νομοσχέδιο, είναι η πρόβλεψη της κάρτας αποδείξεων που θα εξυπηρετήσει τους φορολογούμενους στην καταγραφή των αποδείξεων δαπανών που συγκεντρώνουν στη διάρκεια του φορολογικού έτους. Η κάρτα δεν αποτελεί μέσο για να παρακολουθεί το κράτος τις συνδιαλλαγές κάθε πολίτη αλλά μέτρο για τη διευκόλυνση του, καθώς η κάρτα θα είναι ανώνυμη και η προμήθειά της επαφίεται στη βούλησή του.
Θέλω επίσης να σταθώ σε μία πολύ σημαντική τομή του νομοσχεδίου που ως στόχο έχει τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, την τμηματική καταβολή του ΦΠΑ σε τρεις μηνιαίες δόσεις, με το 40% να καταβάλλεται με την υποβολή της δήλωσης και το υπόλοιπο ποσό σε δύο ίσες δόσεις και μία μικρή προσαύξηση του 2% και βεβαίως ο συμψηφισμός με το δημόσιο σε περίπτωση χρεών. Είναι ένα μέτρο που αν εφαρμοστεί σωστά θα τονώσει την αγορά, διαφυλάσσοντας παράλληλα τα έσοδα.
Κλείνοντας θα ήθελα να σταθώ σε δύο σημεία του νομοσχεδίου που θεωρώ ότι θα πρέπει να τα δούμε πολύ προσεκτικά, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διατάξεις που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Καταρχάς, χρειάζεται προσοχή στον τρόπο απόδειξης της φορολογικής κατοικίας και συνήθους διαμονής στην Ελλάδα, ώστε να μην αποτελέσει αντικίνητρο για την εγκατάσταση ξένων επενδυτών στη χώρα μας. Και δεύτερον, θα πρέπει να εξεταστεί ότι το ενδεχόμενο αύξησης του συντελεστή φόρου συναλλαγών από πωλήσεις μετοχών στο χρηματιστήριο να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα υλοποίησης νέων επενδύσεων.
Από τη στιγμή που αναλάβαμε τη διακυβέρνηση της χώρας θέσαμε ορισμένους βασικούς στόχους. Μερικούς από αυτούς εξυπηρετεί το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα. Πρώτον, πραγματοποιεί τις δεσμεύσεις μας για ένα δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα που τιμωρεί τους παραβάτες και επιβραβεύει όσους συμμορφώνονται. Δεύτερον, αποδεικνύει στην πράξη ότι σεβόμαστε τη λαϊκή επιταγή για κοινωνική δικαιοσύνη, τέρμα στην ατιμωρησία, τέρμα στη διαφθορά, τέρμα στις αδικίες σε βάρος όσων είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Αν ανεχόμαστε τη φοροδιαφυγή είναι σαν να την υποθάλπουμε και νομίζω ότι με αυτήν την άποψη συμφωνούν όλοι γι’ αυτό και πρέπει να υπερψηφίσουμε το νομοσχέδιο.