Είναι ένα από τα βιβλία του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, του 2002 μάλιστα, εκδόσεις Γόρδιος, το οποίο, δυστυχώς, αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα. Η επικείμενη επισιτιστική κρίση το κάνει να διαβάζεται, όχι απλά με άλλη ματιά αλλά ως μια ιδιαίτερη πρόταση, έστω και καθυστερημένα, προς τους υπεύθυνους πολιτικούς, συνδικαλιστές και τους ασχολούμενους με τον αγροτικο-κτηνοτροφικό χώρο.
Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, ένας σύγχρονος πολιτικός φιλόσοφος με όραμα, αποκαθιστά το νόημα των λέξεων, εισάγει νέους όρους και δίνει εμφατικά ιδέες και προτάσεις προς όλους, όσους τουλάχιστον έχουν διάθεση να δουν την πραγματικότητα από μια άλλη εναλλακτική οπτική. Το μοντέλο των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων για την «αγρανάπαυση» των χωραφιών και των καλλιεργειών το πληρώνουμε διαρκώς. Όμως, αντί να συνέλθουμε συνεχίζουμε την ίδια πολιτική, αντικαθιστώντας μάλιστα καλλιέργειες με φωτοβολταϊκά!!! Αυτή είναι μία από τις σημερινές στρεβλώσεις.
Σ’ όλο το βιβλίο πλανάται το ερώτημα: «Γιατί η Ελλάδα να μην είναι από τις πρώτες χώρες εξαγωγής αγροτικών προϊόντων και αντίθετα να είναι μια χώρα εισαγωγής; Γιατί οι κυβερνήσεις, τα κόμματα, οι ευρωβουλευτές δεν υπεράσπισαν τα συμφέροντα του ελληνικού αγροτικού τομέα στους θεσμούς της Ε.Ε.; Είναι γνωστό ότι, αν δεν υπήρχαν ευρωβουλευτές άλλων χωρών, σήμερα θα ήμασταν ακόμη στα νοθευμένα κρασιά. Θα ήμασταν, αντίστοιχα, στα σπορέλαια αφού ο σημερινός ένοικος του Μαξίμου πρότεινε να κόψουμε τις ελιές (εννοεί τον κ. Σημίτη). Οι εκπρόσωποί μας απουσιάζουν από τις μεγάλες μάχες της Μεσογειακής Γεωργίας και κτηνοτροφίας στις Βρυξέλλες».
Στο πόνημά του αποσαφηνίζει όρους, όπως για παράδειγμα αγρότης και γεωργός. Νοηματοδοτεί άλλους, όπως αγροφιλία, νέα αγροτικότητα, προσωποποιημένα προϊόντα, πολιτιστικοποίηση των αγορών, πολυτομεακότητα και πολυκεντρικότητα και κυρίως βάζει στο μεγάλο πλάνοτην σύνδεση του χώρου, του χρόνου και του προϊόντος. Συνδυάζει την πολιτιστική κληρονομιά με την διατροφή, σχεδιάζει λεωφόρους σύνδεσης ιστορίας-γαστρονομίας-περιβάλλοντος ως μια νέα σύνθεση οικονομικής δραστηριότητας. Εστιάζει στις Περιφέρειες για τον κεντρικό ρόλο σ’ όλον αυτόν τον σχεδιασμό και τονίζει την αξία της αισθητικής στην συσκευασία του προϊόντος.
Αναδεικνύει το τοπίο, το ελληνικό αστικό και αγροτικό τοπίο, το οποίο συνδέει αρμονικά με όλες τις ενέργειες και δραστηριότητες της γης και ξαναφέρνει στην επιφάνεια το έδαφος, το ευλογημένο ελληνικό έδαφος, για την σημασία που έχει στην γεωργία και την κτηνοτροφία. Μιλάει για τα «κοιτάσματα» της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, των πόρων, τα «κοιτάσματα» της ελληνικής γεύσης.
Την σχέση αυτού του τοπίου με το σημερινό, το γεμάτο γιγάντια αιολικά στα βουνά μας και άπειρα «καθρεφτάκια» στον κάμπο, πρέπει να την βρούνε και να την απαντήσουν οι σημερινοί υπεύθυνοι πολιτικοί! Άλλωστε όπως λέει σε άλλο σημείο του βιβλίου: «Οι καριερίστες, οι γραφειοκράτες δεν αγαπούν αυτό που κάνουν, ούτε αγαπούν τον τόπο τους. Κλέβουν διάφορες ιδέες, χρόνια κλέβουν τις ιδέες μας. Μας έκλεβαν οι πράσινοι, τώρα μας κλέβουν και οι μπλε. Όχι για να κάνουν κάτι ολοκληρωμένο αλλά για να συντηρούνται στις καρέκλες τους. Έτσι ο τόπος έμεινε, μένει στάσιμος. Βουλιάζει σε ένα περιβάλλον ανηθικότητας. Χρειάζονται άνθρωποι με άλλο διανοητικό και πολιτικό ήθος».
Παρ’ όλα αυτά οι ιδέες του παραμένουν διαυγείς τόσο για την περιφερειακή ανάπτυξη, όσο και για τους οδικούς άξονες, την σύνδεση λιμανιών και αυτοκινητοδρόμων, την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου, τα τοπικά προϊόντα, την γαστρονομία και πολλές άλλες, που έχουν κατατεθεί στο παρελθόν αλλά μάλλον σνομπαρίστηκαν από τους αποδέκτες.
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν η κοινωνία μας, οι πολίτες, είχαν τον ίδιο τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη υλοποιητή κι όχι μόνο εκφραστή των ιδεών του!!! Έστω και έτσι αξίζει να διαβαστεί και να προσεχτεί ως ένα βιβλίο παρακαταθήκη για την ανάπτυξη του τόπου μας και τις παραγωγικές μας δυνατότητες.