Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς οι γονείς και οι δάσκαλοι αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο να βοηθήσουν τα παιδιά να προσαρμοστούν στο σχολικό περιβάλλον.
Εδώ αρχίζει όμως και η μεγάλη αγωνία των γονιών. Κάποια παιδιά θα προσαρμοστούν εύκολα ενώ κάποια άλλα θα παρουσιάσουν δυσκολίες. Το ερώτημα που τίθεται για τους γονείς είναι: Έχει το παιδί μου κάποια μαθησιακή δυσκολία ή αργεί να προσαρμοστεί; Πώς μπορούν οι γονείς να καταλάβουν ότι το παιδί τους έχει κάποιο πρόβλημα και χρειάζεται τη συμβουλή ενός ειδικού; Η εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής κα Χαρά Καστάνη, μας παρέχει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το τι θα πρέπει να προσέξουν οι γονείς. «Οι μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζονται με αδυναμία ή με προβλήματα του μαθητή στους τομείς της ανάγνωσης, γραπτής έκφρασης και μαθηματικών, του λόγου, ενώ μπορεί να συνυπάρχουν με άλλες διαταραχές της οργάνωσης, του προγράμματος, του προσανατολισμού και αντίληψης αλληλουχιών. Σημαντικός εκπρόσωπός τους είναι η δυσλεξία, ενώ μαθησιακές δυσκολίες παρατηρούνται μεταξύ άλλων και στο σύνδρομο του αδέξιου παιδιού και στο σύνδρομο υπερκινητικού παιδιού. Οι δυσκολίες είναι δυσανάλογες με την ηλικία του παιδιού, την σχολική του εκπαίδευση και νοημοσύνη του που συνήθως είναι φυσιολογική ή και ανώτερη, χωρίς αισθητηριακές διαταραχές όπως όρασης και ακοής. Οφείλεται σε διαταραχές της κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησης εγκεφαλικών ερεθισμάτων ή επίσης διαταραχών αντιληπτικών ικανοτήτων. Ενοχοποιούνται γενετικοί, περιβαλλοντολογικοί, γνωσιακοί και νευροαναπτυξιακοί παράγοντες καθώς και ψυχοκοινωνικές αιτίες. Ένα ακατάλληλο σχολικό περιβάλλον, συναισθηματική ανασφάλεια, ή πολιτισμική αποστέρηση μπορούν να επιβαρύνουν τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα, οδηγώντας σε χαμηλή αυτοπεποίθηση, κατάθλιψη και αυξανόμενο άγχος και κατ’ επέκταση ακόμα χαμηλότερη ακαδημαϊκή επίδοση». Πηγή: Δρ. Βάσω Παπαβασιλείου – Κέντρο Αναπτυξιακής και Κοινωνικής Παιδιατρικής – Κύπρος.
Σε περίπτωση που ο εκπαιδευτικός εντοπίσει ότι το παιδί παρουσιάζει δυσκολίες είτε στον τομέα των ακαδημαϊκών δεξιοτήτων, είτε όσο αναφορά στη συμπεριφορά του ή άλλου είδους προβλήματα που δυσχεραίνουν την παρουσία του στη σχολική τάξη, οφείλει να ενημερώσει τους γονείς. Οι γονείς με τη σειρά τους, αν διαπιστώσουν ότι τα προβλήματα έχουν διάρκεια, είναι καλό να συμβουλευτούν κάποιον ειδικό.
«Η διάγνωση των μαθησιακών διαταραχών είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που προϋποθέτει την καλή συνεργασία πολλών ειδικών όπως: αναπτυξιολόγο, τον εκπαιδευτικό τους γονείς και πάνω από όλα τα παιδιά. Γίνεται με ειδικά διαγνωστικά τέστ κατάλληλα για την κάθε ηλικία, λεπτομερή φυσική εξέταση αλλά και κατάλληλο εργαστηριακό έλεγχο εφόσον απαιτείται. Αν υπάρχει ανησυχία εκ μέρους των δασκάλων ή των γονιών για τη σχολική επίδοση καταρχήν του παιδιού αλλά και για την χαμηλή του αυτοπεποίθηση σε σχέση με τις μαθησιακές και γνωστικές διαδικασίες, αυτή θα πρέπει να διερυνηθεί όσο πιο νωρίς γίνεται. Η έγκαιρη παρέμβαση σώζει τα παιδιά από τόσο ακαδημαϊκά αλλά και από αρκετά ψυχολογικά προβλήματα τα οποία πιθανό να αντιμετωπίσουν. Η καταλληλότερη ηλικία για μια αναπτυξιακή εκτίμηση σε σχέση με τις μαθησιακές δυσκολίες, θεωρείται από πολλούς ειδικούς τα 5 έτη. Γενικότερα η αναπτυξιακή εκτίμηση καλό θα ήταν να περιλαμβάνει τις λεγόμενες ηλικίες κλειδιά στις οποίες ελέγχονται οι αναπτυξιακές ικανότητες που έχουν ή οφείλουν να έχουν αποκτηθεί. Αυτές είναι στις 6 εβδομάδες ζωής, 8 μηνών, 18 μηνών, 2.5 χρονών, 4 και 5 ετών. Σημαντικό είναι να αποκλειστούν οργανικοί παράγοντες όπως: αισθητηριακές διαταραχές δηλ.: Προβλήματα όρασης και ακοής, όπως και νευρολογικής φύσης διαταραχές. Σε επιλεγμένες περιπτώσεις πιθανόν να απαιτείται και γενετικός έλεγχος. Οι μαθησιακές δυσκολίες έχουν την ιδιαιτερότητα ότι ακολουθούν σε διάφορους βαθμούς το παιδί σε όλη του ζωή. Απαιτούν σωστή διάγνωση για να υπάρξει ορθή παρέμβαση και αντιμετώπιση. Σε μεγάλο βαθμό η διαμόρφωση ενός σωστού ακαδημαϊκού προγράμματος σε συνάρτηση με τους τομείς τους οποίους ο ειδικός υπέδειξε ότι πρέπει να υπάρξει παρέμβαση, οδηγούν σε αύξηση των σχολικών επιδόσεων αλλά και κατάλληλο επαγγελματικό προσανατολισμό όπως και αφαιρούν ένα μεγάλο ψυχολογικό βάρος που υφίσταται όλη η οικογένεια. Η παρέμβαση μπορεί να είναι με τη μορφή άλλων διδακτικών μεθόδων, χρήση υπολογιστών ή προφορικής εξέτασης αν ενδείκνυται, όπως στην περίπτωση της δυσλεξίας, την χρήση προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης, ενισχυτικής διδασκαλίας και άλλοτε λογοθεραπείας, εργοθεραπείας ή άλλων ειδικών προγραμμάτων». Πηγή: Δρ. Βάσω Παπαβασιλείου, Κέντρο Αναπτυξιακής και Κοινωνικής Παιδιατρικής – Κύπρος.
Για την αντιμετώπιση τυχόν δυσκολιών που μπορεί να εμφανίσει ένα παιδί στο σχολικό περιβάλλον παίζει παίζει σπουδαίο ρόλο η έγκυρη και έγκαιρη διάγνωση. (Χαρά Καστάνη -Εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής)