ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΟΠΟΥ ΥΨΩΝΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΕ ΒΡΑΧΩΔΗ ΛΟΦΟ


 Υψώνεται πάνω σε βραχώδη λόφο, στο δυτικότερο άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας.

Είναι κτίσμα των ταραγμένων χρόνων του 13ου αιώνα, όταν η Δυτική Θεσσαλία βρισκόταν συχνά στο πεδίο του ανταγωνισμού μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου, του βυζαντινού αυτοκράτορα και των τοπικών γαιοκτημόνων.

Η στρατηγική του σημασία έγκειται αφ’ ενός στη γειτνίαση με μια από τις σημαντικότερες διαβάσεις της Πίνδου, με την οποία γινόταν η επικοινωνία Τρικάλων – Άρτας και αφ’ ετέρου στη δυνατότητα ελέγχου μεγάλου μέρους της Θεσσαλικής πεδιάδας. Παράλληλα, προστάτευε τη βυζαντινή πόλη του Φαναρίου, που ήταν κτισμένη στα δυτικά του, στη θέση του σημερινού οικισμού.

Πρόκειται για μικρό οχυρό, εκτάσεως 2,6 στρεμμάτων, με ακανόνιστο πολυγωνικό τείχος πλάτους 2,0 μ. το οποίο ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους και σώζεται στο ακέραιο, με εξωτερικό ύψος 9-13μ. Φέρει μια τοξωτή πύλη στα νότια, μια μικρότερη στα βόρεια και ενισχύεται κατά διαστήματα από έξι πύργους που είναι ενσωματωμένοι σ’ αυτό και προεξέχουν προς τα έξω. Οι πύργοι βρέθηκαν μπαζωμένοι, σε μεταγενέστερη περίοδο, ενώ η αρχική τους χρήση δεν έχει διαλευκανθεί.

Το κάστρο επισκευάσθηκε πολλές φορές από τους Τούρκους, που στέγασαν έξω από αυτό σημαντική στρατιωτική μονάδα και Χρησιμοποιήθηκε ως οχυρό αδιάλειπτα μέχρι τη δεκαετία του 50.

Στο εσωτερικό του σώζεται καμαροσκέπαστο λιθόκτιστο κτίριο Πυριτιδαποθήκης με μικρό προστώο, μεγάλη ορθογωνικού περιγράμματος υπέργεια δεξαμενή συλλογής βρόχινου νερού και ερείπια τζαμιού, το οποίο διαδέχθηκε παλαιότερο κτίριο με μικρό λουτρό. Κάτω από αυτό εντοπίσθηκε μια ακόμη (υπόγεια) δεξαμενή νερού με θολωτή κάλυψη. Κοντά στη νότια πύλη ανασκάφηκε μεγάλο ορθογώνιο κτίριο με δύο χώρους, προοριζόμενο πιθανόν για τις ανάγκες της φρουράς. Όλα τα κτίρια χρονολογούνται από την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής. (1387 – 1897).

Πρόσφατα ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του κάστρου από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, με πιστώσεις του Β’ και Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Στερεώθηκε το κτίριο της Πυριτιδαποθήκης, η μικρή υπόγεια δεξαμενή καθώς και η μεγάλη δεξαμενή, η οποία και στεγάσθηκε. Αποκαταστάθηκαν οι κλίμακες ανόδου στις επάλξεις και ανακατασκευάσθηκε το δυτικό τμήμα των επάλξεων και του περιδρόμου του κάστρου. Αποκαταστάθηκαν οι εσωτερικοί παλαιοί λιθόστρωτοι διάδρομοι προσπέλασης που αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες. Επίσης, το μνημείο ηλεκροφωτίσθηκε εξωτερικά, ώστε να προβάλλεται τη νύχτα σε όλη τη Δυτική Θεσσαλία.

ΠΗΓΗ: από το βιβλίο «Αρχαιολογικοί Χώροι Ν. Καρδίτσας» Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καρδίτσας

Προηγούμενο άρθρο ΤΕΛΟΣ ΣΤΙΣ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
Επόμενο άρθρο ΛΙΓΟ ΓΕΛΙΟ