Αθαμανία ή κατά τον Απολλόδωρο Αθαμαντία, καλείται το ΝΑ τμήμα της Ηπείρου, δυτικά του ποταμού Αράχθου, στο χώρο που βρίσκονται σήμερα τα Αθαμανικά όρη (Τζουμέρκα). Αποτελεί το μεγάλο ορεινό τμήμα της κεντρικής Πίνδου μεταξύ των περιφερειών της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Αιτωλίας. Διαρρέεται από τον ποταμό Ίναχο, τον σημερινό Ασπροπόταμο.
Κατά την αρχαιότητα στην Αθαμανία υπήρχαν δυο πόλεις, η Αργοθέα και η Θεοδωρία. Η πρωτεύουσα της αρχαίας Αθαμανίας, το χωριό Αργιθέα, βρισκόταν στη σμίξη των δύο παραποτάμων του Αχελώου. Ηλατανιά και Αργιθεάτη, περιτριγυρισμένο από τις βουνοκορφές Καραβούλα, Κανάλες και Τύμπανο, ενώ η Θεοδωρία στο σημερινό χωριό Βουλγαρέλι.
Η Αθαμανία υπαγόταν γεωγραφικά στη Θεσσαλία κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Σ¨ημερα τμήμα της αρχαίας Αθαμανίας ταυτίζεται με την ορεινή περιοχή του νομού Καρδίτσας, την περιοχή δηλαδή του Αχελώου ποταμού, καθώς και του ορεινού όγκου του όμορφου νομού Τρικάλων.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Αργιθέας βρίσκεται στη θέση «Ελληνικά», στην πορεία της οδού από την αρχαία Αμβρακία (Άρτα) στους αρχαίους Γόμφους (Μουζάκι). Ορισμένοι ιστορικοί και περιηγητές (Leake, Γεωργιάδης, Stahlin) ταυτίζουν τη θέση με την αρχαία Αργεθία ή Αργιθέα, την πρωτεύουσα των Αθαμάνων.
Οι Αθαμάνες ήταν απόγονοι του Αθάμα, βασιλιά της Βοιωτίας. Εμφανίστηκαν στην περιοχή της Πίνδου στη 2η χιλιετία και έφτασαν στην ακμή τους κατά την ελληνιστική περίοδο, με τους βασιλείς τους Θεόδωρο και Αμύνανδρο. Αυτούς σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία επισκέφτηκαν οι Θεωροδόκοι των Δελφών. Οι Αθαμάνες έκοψαν δικό τους νόμισμα για πρώτη φορά περί το 220 π.Χ. με παραστάσεις της Διώνης και της Αθηνάς που κρατά κουκουβάγια και το 190 π.Χ., με παράσταση κεφαλής του Απόλλωνα στον εμπροσθότυπο και κεφάλι ταύρου με την επιγραφή ΑΘΑΜΑΝΩΝ στον οπισθότυπο.
Η αρχαία πόλη στην Αργιθέα ήταν ιδρυμένη στη βόρεια απότομη πλαγιά βαθιάς ρεματιάς. Από τον πολεοδομικό ιστό της έχουν αποκαλυφτεί τμήματα κτηρίων, μικρή πλατεία, σκάλες και στενός δρόμος ελληνιστικής περιόδου. Ανατολικά και δυτικά της πόλης έχουν ερευνηθεί σημαντικά τμήματα των νεκροταφείων της.
Ανασκαφικές έρευνες στο δυτικό νεκροταφείο, στη Θέση «Μουτσιάρα» Θερινού και στο ανατολικό στη θέση «Ελληνικά» Αργιθέας, έδωσαν περισσότερους από 250 κιβωτιόσχημους τάφους. Ήταν κατασκευασμένοι από ντόπιες πλακαρές ασβεστολιθικές πέτρες μέσα σε χαλικώδη επίχωση ή στο λαξευένο βράχο. Σπάνια είναι η περίπτωση σήμανσης με επιτύμβια στήλη (Κρατείας). Αξιοσημείωτο για την ταφική αρχιτεκτονική της περιοχής είναι το ταφικό μνημείο που σώζεται σε ύψος 2,30 μ.. Έχει ορθογώνια κάτοψη και είναι κτισμένο στο λατομημένο φυσικό βράχο.
Στα νεκροταφεία της Αργιθέας επικρατεί το έθιμο του ενταφιασμού των νεκρών, με το κρανίο στα δυτικά και το σκελετό σε ύπτια θέση. Σε ορισμένους τάφους διαπιστώθηκε παραμερισμός ταφής. Στους τάφους υπήρχαν κτερίσματα, προσφορές στους νεκρούς, όπως μεταλλικά, πήλινα και γυάλινα αγγεία, λύχνοι, αργυρά και χάλκινα νομίσματα, ξίφη, μάχαιρες, αιχμές δοράτων, οστέινος χαλκόδετος αυλός, χάλκινα κάτοπτρα και κοσμήματα όπως δακτυλίδια, ενώτια, ψέλλια, πόρπες και περόνες από χαλκό, άργυρο και χρυσό. Οι ταφές χρονολογούνται από τον 4ο αι, έως τον 1ο αι. π.Χ.
ΠΗΓΗ: από το βιβλίο «Αρχαιολογικοί Χώροι Ν. Καρδίτσας» Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καρδίτσας