Τοποθέτηση της Μ. Θεοχάρη για την προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας


  Για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2006/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου στην ελληνική νομοθεσία, μίλησε στη Βουλή την Τρίτη 20 Απριλίου, η Βουλευτής ΠΑΣΟΚ κα. Μαρία Θεοχάρη, στο πλαίσιο της συζήτησης του εν λόγω νομοσχεδίου.

Η κα. Θεοχάρη τόνισε ότι παρά τα θετικά βήματα που έχουν γίνει στον τομέα της εσωτερικής αγοράς με την υιοθέτηση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, το όραμα για μια ολοκληρωμένη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί. Τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται στον τομέα των υπηρεσιών, καθώς οι εθνικές νομοθεσίες δυσκολεύουν την εγκατάσταση παρόχων υπηρεσιών ενός κράτους μέλους, σε άλλο κράτος μέλος.

Με τις ρυθμίσεις που εισάγει το παρόν σχέδιο νόμου, διευκολύνεται η εγκατάσταση και η παροχή υπηρεσιών των φυσικών και νομικών προσώπων που δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα στον τριτογενή τομέα. Αυτό σημαίνει ότι η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2006/123 στην ελληνική νομοθεσία, μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας, κάτι που η κυβέρνηση της ΝΔ απέτυχε παταγωδώς να πράξει. Τα αποτελέσματα των προηγούμενων κυβερνήσεων  επέφεραν μια σειρά προβλημάτων στον τόπο, όπως ακαμψία στην αγορά, υστέρηση στην ανταγωνιστικότητα σημαντικών κλάδων, χαμηλή ένταση του ανταγωνισμού. Η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μέσω του Υπουργείου Οικονομικών και με  καθοριστικά και σαφή βήματα, οδηγεί τη χώρα στην οικονομική σταθερότητα και ασφάλεια. Συνεχίζει τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές σε όλους τους τομείς προκειμένου να βάλει την οικονομία σε πορεία ανάπτυξης και δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η αρχή των μεγάλων τομών έγινε με την, πριν από λίγες μέρες, ψήφιση του φορολογικού νομοσχεδίου. 

Η Οδηγία που συζητάμε, συνέχισε η βουλευτής, εφαρμόζει βασικές αρχές της Λισσαβόνας και οφείλαμε να την είχαμε ενσωματώσει, έως το τέλος του 2009. Έχει σαν στόχο την ενίσχυση και τόνωση της εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών, προκειμένου οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές να μπορούν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες και ευκαιρίες που παρέχει το ευρύτερο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα, στοχεύει και στην αξιοποίηση των σημαντικών δυνατοτήτων του τομέα των υπηρεσιών στην Ευρώπη, αναφορικά με την οικονομική μεγέθυνση και την απασχόληση.

Διαφέρει ωστόσο, σε πολλά σημεία από την Οδηγία Μπολκενστάιν, η οποία δημιούργησε αντιδράσεις και φόβους για μαζική εισαγωγή εργαζομένων «χαμηλού κόστους». Το λεγόμενο κοινωνικό ντάμπινγκ. Ότι δηλαδή σε περίπτωση διασυνοριακής παροχής υπηρεσίας με μετακινήσεις εργαζομένων ισχύει το εργατικό δίκαιο του κράτους υποδοχής και όχι της χώρας καταγωγής. 

Οι ρυθμίσεις της Οδηγίας είναι οριζόντιες και όχι κλαδικές και καλύπτουν το σύνολο του τριτογενούς τομέα. Έναν τομέα που αναμφίβολα έχει εξελιχθεί στον πιο σημαντικό των ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Υπολογίζεται ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι υπηρεσίες συμβάλλουν περίπου στο 50% του ΑΕΠ και στο 63% της απασχόλησης. Στην Ελλάδα σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΣΥΕ για το 2008 οι υπηρεσίες που καλύπτει το νομοσχέδιο συμβάλουν στο 60% περίπου της προστιθέμενης αξίας της οικονομίας και περίπου στο 58% της απασχόλησης.

Είναι εμφανές ότι οι ομάδες που ωφελούνται από την ενσωμάτωση της Οδηγίας και την άρση των νομικών κωλυμάτων είναι οι εξής:

  • Οι καταναλωτές, από τη μείωση των τιμών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
  • Οι άνεργοι, από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και επαγγελματικών ευκαιριών.
  • Οι επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρομεσαίες, λόγω της μείωσης του διοικητικού κόστους.
  • Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, από την άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων.
  • Οι αρμόδιες δημόσιες αρχές, από τη μείωση των διαδικασιών, τη λειτουργία των Κέντρων Ενιαίας Εξυπηρέτησης για τους παρόχους υπηρεσιών και τους αποδέκτες με την ηλεκτρονική διασύνδεση.

Το παρόν σχέδιο νόμου εισάγει μια σειρά από σημαντικές καινοτομίες. Αποτελεί σημαντική πρόκληση για τη χώρα μας, επιφέροντας τη διενέργεια ενός επανέλεγχου του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου και τον επανασχεδιασμό των διαδικασιών αδειοδότησης, με σεβασμό στο δημόσιο συμφέρον. Ταυτόχρονα, ενισχύει το μηχανισμό εξυγίανσης της οικονομίας, αλλά και την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών.

Ωστόσο, η Οδηγία δεν επιφέρει μία άνευ ορίων απελευθέρωση των υπηρεσιών, αλλά προβλέπει ένα συμπαγές σύστημα συντονισμού διοικητικών διαδικασιών. Στην πλήρη εφαρμογή της, θα απελευθερώσει τις δυνατότητες ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών, που αποτελεί το πιο δυναμικό κομμάτι της ευρωπαϊκής οικονομίας, καταργώντας όλα τα νομικά και διοικητικά εμπόδια.
Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα θα μπορούν να δραστηριοποιούνται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι καταναλωτές θα έχουν πρόσβαση σε μια μεγάλη αγορά με ανταγωνιστικές τιμές και υψηλή ποιότητα.

Το νομοσχέδιο δεν θίγει το ποινικό και εργατικό δίκαιο, την κοινωνική ασφάλιση και τα δικαιώματα κανενός πολίτη. Απεναντίας, συμβάλλει στη μείωση της γραφειοκρατίας που αποτελεί τον βασικότερο ανασταλτικό παράγοντα στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Ιδιαίτερα, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της εθνικής μας οικονομίας.    

Προηγούμενο άρθρο Ερώτηση για επανασχεδιασμό του τρόπου πληρωμής των διοδίων
Επόμενο άρθρο Παρουσίαση του βιβλίου "Κιλελέρ’’ από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου