Ο Βουλευτής Καρδίτσας και τ. Υφυπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Σπύρος Ταλιαδούρος, κατά την ομιλία του στη Βουλή, στη συζήτηση του σχεδίου νόμου «Αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής» του Υπουργείου Οικονομικών, τόνισε ότι το σχέδιο νόμου στερείται αναπτυξιακού προσανατολισμού.
Ειδικότερα ο κ. Σπύρος Ταλιαδούρος μεταξύ των άλλων στην ομιλία του επεσήμανε τα εξής:
«Έρχεται σήμερα προς συζήτηση ενώπιον του σώματος της Βουλής ένα νομοσχέδιο το οποίο, σύμφωνα με τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης, επιχειρεί να κατανείμει δικαιότερα τα φορολογικά βάρη και θα συμβάλλει στη μείωση της φοροδιαφυγής. Πράγματι, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, είναι απαραίτητη μια γενναία και ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση ώστε να διαμορφωθεί ένα απλό, διαφανές και κοινωνικά δίκαιο φορολογικό σύστημα, με αναπτυξιακές όμως παραμέτρους για να δοθεί ώθηση στην ελληνική οικονομία. Το ζήτημα είναι αν το νομοσχέδιο, το οποίο συζητείται σήμερα, επιτελεί πράγματι τους στόχους αυτούς. Δυστυχώς δεν τους επιτελεί.
Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι η καθυστέρηση η οποία υπήρξε στην προώθηση του νομοσχεδίου αυτού ήταν τεράστια. Μια τέτοια καθυστέρηση θα ήταν δικαιολογημένη μόνο να είχε διεξαχθεί ουσιαστική κοινωνική διαβούλευση και διάλογος, όπως είναι απαραίτητο σε ένα τόσο σημαντικό νομοσχέδιο που θίγει πολλούς και διάφορους κλάδους επαγγελμάτων και κατηγορίες πολιτών. Αντιθέτως, ο απαραίτητος ουσιαστικός διάλογος δεν έγινε πράξη και αποτέλεσε απλά ένα άλλοθι της Κυβέρνησης για την καθυστέρηση προώθησης του νομοσχεδίου. Η καθυστέρηση αυτό κατέδειξε την πλήρη απουσία σχεδίου για τη διαχείριση μιας τόσο σημαντικής δημοσιονομικής κρίσης.
Επί της ουσίας τώρα πρέπει να αναφερθεί ότι το φορολογικό νομοσχέδιο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις βασικές οικονομικές θεωρίες που είναι οι μοχλοί της οικονομικής ανάπτυξης. Σε μία τόσο κρίσιμη περίοδο οικονομικής ύφεσης, πρέπει να δοθεί έμφαση στον αναπτυξιακό τομέα της χώρας. Το φορολογικό νομοσχέδιο όμως, αντί να κάνει τις αναγκαίες τομές για την αλλαγή της πορείας της οικονομίας, είναι σαφώς αντιαναπτυξιακό, κάτι το οποίο επιτείνει ακόμη περισσότερο την οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, θα ήθελα να αναφερθώ στα παρακάτω πέντε σημεία, τα οποία δείχνουν με σαφήνεια τον αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα του νομοσχεδίου:
Πρώτον, το νομοσχέδιο αυτό πλήττει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, επιβάλλει ένα ιδιαίτερα αυστηρό σύστημα «αυτοπεραίωσης» για 800.000 περίπου μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα οδηγήσει σε υπερδιπλασιασμό της φορολογικής τους επιβάρυνσης ενώ προβλέπει την υποχρεωτική έκδοση φορολογικών στοιχείων από επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερους επαγγελματίες, όχι με την είσπραξη, αλλά με την ολοκλήρωση της παρεχόμενης υπηρεσίας.
Δεύτερον, με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου αυτού δίνεται καίριο κτύπημα στην κτηματαγορά. Η κατάργηση της απαλλαγής του πόθεν έσχες στην αγορά πρώτης κατοικίας θα έχει πραγματικά πολύ σημαντικές συνέπειες σε βάρος του κατασκευαστικού κλάδου. Το μέτρο αυτό σε συνδυασμό με την επιβολή τεκμαρτού φόρου ιδιοκατοίκησης και την επαναφορά καταργημένων φόρων, όπως των φόρων δωρεών, γονικών παροχών και κληρονομιών, θα οδηγήσουν σε μείωση των συναλλαγών, αποθάρρυνση της επένδυσης στα ακίνητα και μείωση της κατασκευαστικής δραστηριότητας.
Τρίτον, σχετικά με τα τεκμήρια διαβίωσης που θεσπίζονται, θα ήθελα να τονίσω ότι γενικά η καθιέρωση τεκμηρίων δεν είναι αρνητική, αλλά τα τεκμήρια πρέπει να είναι δίκαια και λογικά. Κάποια από τα τεκμήρια που καθορίζετε εισάγουν αδικίες για τα μεσαία εισοδήματα, επιβαρύνοντάς τα σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα ο τεκμαρτός προσδιορισμός της διαβίωσης ενός πολίτη με ένα σπίτι και ένα αυτοκίνητο, είναι πολύ περισσότερος από το εισόδημά του, ενώ αντιθέτως ευνοείτε σκανδαλωδώς αυτούς που έχουν πολύ μεγάλες περιουσίες.
Τέταρτον, το νομοσχέδιο αυτό στην ουσία καταργεί το αφορολόγητο. Ειδικότερα, ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο επιτείνει την κοινωνική αδικία είναι ότι δεν εξαιρείτε το εισόδημα μέχρι 12.000 ευρώ από την υποχρέωση συγκέντρωσης αποδείξεων, καταργώντας στην ουσία με τον τρόπο αυτό το αφορολόγητο. Αυτό είναι ένα μέτρο άδικο που θα πλήξει ιδιαίτερα τα χαμηλά εισοδήματα, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι για τη συγκέντρωση των αποδείξεων που απαιτούνται εξαιρούνται οι αποδείξεις ενοικίων, ύδρευσης, αποχέτευσης, ΔΕΗ και ΟΤΕ. Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Πέμπτον, το νομοσχέδιο αυτό πλήττει την ψυχολογία της αγοράς. Ενδεικτικά αναφέρω την αύξηση της φορολογίας των διανεμόμενων κερδών (μερισμάτων) στις επιχειρήσεις στο 40%, που συνιστά το μεγαλύτερο φορολογικό συντελεστή στην Ευρώπη. Τα αντιαναπτυξιακά αυτά μέτρα εντείνουν τους φόβους για το μέλλον και αναστέλλουν την διάθεση του επιχειρηματικού ρίσκου, περιορίζοντας τις επενδύσεις και την κατανάλωση, παγώνοντας με τον τρόπο αυτόν την αγορά.
Κλείνοντας, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, το υπό συζήτηση νομοσχέδιο είναι κατώτερο των περιστάσεων με αποτέλεσμα την φοροεπιδρομή στους έλληνες πολίτες, χωρίς κανέναν αναπτυξιακό προσανατολισμό, κάτι το οποίο βαθαίνει ακόμα περισσότερο την ύφεση στην ελληνική οικονομία. Εν όψει των σημερινών δεδομένων πρέπει να πραγματοποιηθεί μια δίκαιη και ουσιαστική φορολογική μεταρρύθμιση, που θα δώσει παράλληλα ώθηση στην ελληνική οικονομία, κάτι το οποίο δεν επιτελεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο και για τον λόγο αυτό το καταψηφίζω.