Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από το 9ου Τάγματος Ευζώνων Καρδίτσης και την παράδοση του συνόλου του Τουρκικού στρατού της Ηπείρου, ο Ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα. και ως τις 5 Μαρτίου 1913, χωρίς ισχυρή αντίσταση, απελευθέρωσε τη Βόρειο Ήπειρο.
Όμως το 9ο Τάγμα Ευζώνων, όπως και ολόκληρο το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων στο οποίο ανήκε, καθώς και η 1η Θεσσαλική Μεραρχία, η επονομαζόμενη «Σιδηρά Μεραρχία» του Ελληνικού στρατού, μεταφέρθηκαν εσπευσμένα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ακτοπλοϊκώς, στη Θεσσαλονίκη. Τότε ξεκινούσαν τα προβλήματα με τους, μέχρι εκείνη την περίοδο, συμμάχους
μας Βουλγάρους και «άνοιγε» ένα νέο πολεμικό μέτωπο με πολύ ισχυρότερο αντίπαλο.
Ο πανίσχυρος, καλά οργανωμένος, γυμνασμένος και εξοπλισμένος Βουλγαρικός στρατός και με ακριβώς διπλάσιο αριθμό στρατιωτών απειλούσε την Θεσσαλονίκη την οποία είχε καταλάβει ο Ελληνικός στρατός στις 26 Οκτωβρίου του 1912. Ο Βουλγαρικός στρατός που είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και την Αδριανούπολη, δεν μπορούσε
να δεχθεί ότι ο «αδύναμος» – κατά την άποψή τους – Ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο τα καλύτερα στρατιωτικά τμήματα έπρεπε να βρίσκονται στη Μακεδονία.
Τι προηγήθηκε
Είχε προηγηθεί η παράδοση της Θεσσαλονίκης στον Ελληνικό στρατό, στις 26 Οκτωβρίου 1912 (8 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), χωρίς μάχη.
Γιατί η άμυνα του Οθωμανικού στρατού έγινε στην περιοχή των Γιαννιτσών όπου και εκεί την τελική έφοδο που έφερε την υπερκέραση των Οθωμανικών δυνάμεων και την κατάληψη των οχυρωμένων υψωμάτων πραγματοποίησε στις 20 Οκτωβρίου το 9ο Τάγμα Ευζώνων Καρδίτσης. Η διαφορά είναι ότι στα Γιαννιτσά διοικητής ήταν ο ταγματάρχης Ν. Γεωργούλης, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη ενώ στα Ιωάννινα ο αντικαταστάτης του ταγματάρχης
Ι. Βελισσαρίου.
Στις 28 Οκτωβρίου ο Αρχιστράτηγος συνοδευόμενος από την 1η «Σιδηρά Θεσσαλική» Μεραρχία με επικεφαλής το δυτικοθεσσαλικό 5ο Σύνταγμα Πεζικού εισήλθε στη Μακεδονική πρωτεύουσα. Επακολούθησε δοξολογία στο Ναό του Αγίου Μηνά, μετάβαση στο Διοικητήριο, παρέλαση της Σιδηράς Θεσσαλικής Μεραρχίας ενώπιόν του και στη συνέχεια δέχθηκε τις Αρχές
της πόλης. Ακολούθως η Μεραρχία κατευθύνθηκε στο Πεδίο του Άρεως και εγκαταστάθηκε στους εκεί στρατώνες. Έτσι οι Ελληνικές Αρχές αισθάνονταν ασφαλείς, στην «ανάστατη» και διεκδικούμενη και από τους Βούλγαρους πόλη, μιας και τις προστάτευαν τα καλύτερα τμήματα του Ελληνικού στρατού. Οι ίδιες δυνάμεις, την άλλη μέρα, συνόδευσαν, τον βασιλιά Γεώργιο Ά κατά την είσοδό του στη Θεσσαλονίκη, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα.
Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος
Στις 16 Ιουνίου του 1913( 29 Ιουνίου με το νέο ημερολόγιο) ξεκίνησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος που διεξήχθη έως τις 18 Ιουλίου του 1913, ανάμεσα στην Βουλγαρία και τις υπόλοιπες χώρες του βαλκανικού συνασπισμού (με τις οποίες είχε συμμαχήσει κατά τον Α’ Βαλκανικό
Πόλεμο) τη Σερβία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο. Κατά δε την εξέλιξή του, κατά της Βουλγαρίας στράφηκαν επίσης η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η διαφορά με τον πρώτο πόλεμο ήταν ότι τώρα η Βουλγαρία πολέμησε τους πρώην συμμάχους της, προκειμένου να πετύχει ευνοϊκότερη διανομή των ευρωπαϊκών εδαφών που αποσπάστηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον προηγούμενο πόλεμο.
Η έναρξη του πολέμου βρήκε τις δυτικοθεσσαλικές δυνάμεις βόρεια της Θεσσαλονίκης, στην πρώτη γραμμή, απέναντι στις δυνάμεις του Βουλγαρικού στρατού. Στις σκληρές μάχες που ακολούθησαν πρωταγωνίστησε το 9ο Τάγμα Ευζώνων Καρδίτσης με διοικητή του τον ταγματάρχη Βελισσαρίου και γενικότερα το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων Καρδίτσης καθώς
και το δυτικοθεσσαλικό 5ο Σύνταγμα Πεζικού της 1ης Θεσσαλικής Μεραρχίας.
Αυτό έγινε από την πρώτη μεγάλη μάχη του Πολέμου στο Λαχανά(20-21Ιουνίου), όπου διασπάστηκε το Βουλγαρικό μέτωπο και σε όλες τις μάχες που ακολούθησαν έως και στην τελευταία μάχη του πολέμου(12-15 Ιουλίου) στο ύψωμα 1378, κοντά στο χωριό Ονιάρ Μαχαλα.
Η συγκεκριμένη μάχη δεν είναι και τόσο γνωστή ίσως γιατί έγινε βαθειά μέσα στο σημερινό βουλγαρικό έδαφος. Υπήρξε όμως η πλέον σκληρή και έκρινε το αποτέλεσμα του πολέμου και για αυτό θα ήθελα να κάνω μία σύντομη αναφορά.
Η τελευταία Μάχη στη Μακεδονία
Ήταν της μοίρας γραφτό να λάβουν μέρος στη φονική αυτή μάχη προ της Άνω Τζουμαγιάς τα δύο γενναιότερα και ενδοξότερα τμήματα και από τα δύο μέρη, το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων και το Σύνταγμα της Βασιλικής Βουλγαρικής Φρουράς. Γιατί πέρα από τις μέχρι τότε Βουλγαρικές
δυνάμεις, προστέθηκε και το επίλεκτο Σύνταγμα της Βασιλικής Φρουράς του Φερδινάνδου. Λόγω της κρίσιμης κατάστασης που υπήρχε και με την προοπτική της διαφαινόμενης σύναψης ειρήνης, οι Βούλγαροι ήθελαν να κατοχυρώσουν περισσότερα εδάφη.
Στις επιθέσεις αυτές στις 12 Ιουλίου, οι εύζωνοι του Βελισσαρίου πραγματοποιούν βαθιές «σφήνες» μέσα στα εχθρικά τμήματα, που τα μεταγωγικά του Ελληνικού Στρατού είναι αδύνατο να τους παρακολουθήσουν για εφοδιασμό νέων πυρομαχικών. Αυτοί στρεφόμενοι προς τον ταγματάρχη τους του έλεγαν: «Δεν έχομεν πυρομαχικά». Και τότε ο ηρωικός
ταγματάρχης, που ήταν πάντοτε έτοιμος να δώσει λύση και στις πιο κρίσιμες στιγμές του αγώνα είπε: «Και δεν υπάρχουν πέτρες;». Τότε άρπαξε ο ίδιος έναν ογκώδη λίθο και επιτέθηκε. Αστραπιαία όρμησαν και οι εύζωνοί του πετώντας πέτρες στους Βουλγάρους, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί από αυτούς να σκοτωθούν από τις πέτρες.
Το ύψωμα 1.378 έγινε πια γνωστό για τις σκληρότερες μάχες που διεξήχθησαν σ’ αυτό. Η κορυφή του θρυλικού υψώματος 1.378 άλλαξε τρεις φορές κάτοχο. Αποτελεί δε το ένδοξο τέρμα των αγώνων. Θριαμβευτής στο τέρμα αυτό βρέθηκε το τμήμα εκείνο που από επιταγή της μοίρας ήταν και πρωτοπόρο πάντοτε. Αυτό, όπως είδαμε, έσπασε πρώτο τις εχθρικές
γραμμές με την «πύρινη ρομφαία της λόγχης και της αστραπής-όπως αναφέρουν οι ιστορικοί- στο Λαχανά και συμπαρέσυρε σε γενική υποχώρηση τους Βουλγάρους. Αυτό έστησε και στο τέρμα του αγώνα τη σημαία του θριάμβου πάνω στην κορυφή 1.378, ως αιώνιο δείγμα θυσίας και αυτοθυσίας για τα ιδανικά της πατρίδας. Κατά την καταμέτρηση, μετά το τέλος της μάχης, από τους 1000 περίπου Εύζωνες που ξεκίνησαν, στην έναρξη του πολέμου, βρέθηκαν σώοι και αβλαβείς 75 στρατιώτες και ένας υπαξιωματικός. Όλοι οι άλλοι είτε σκοτώθηκαν είτε τραυματίσθηκαν.
Μεταξύ αυτών και ο αδελφός του παππού μου Θανάσης Καραγιάννης που τραυματίσθηκε και πέθανε αργότερα στην Καρδίτσα. Αυτοί υπήρξαν οι πραγματικοί ήρωες για την ελευθερία και αυτούς, τους δικούς μας ανθρώπους, πρέπει να τους τιμούμε εμείς στην Καρδίτσα και να μην τους ξεχνά η Μακεδονία και γενικότερα η Ελληνική Πολιτεία.
Του Δομήνικου Βερίλλη