Μια επίσκεψη σε μουσείο μπορεί θεωρητικά να είναι μια ‘‘ολοκληρωμένη εμπειρία‘‘. Αυθεντικά ερεθίσματα, κείμενα, ήχοι, εικόνες, κάποτε και κινούμενες, αλλά και η χαρά της συνύπαρξης με ανθρώπους που μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα, κοινό ‘‘πολιτισμό‘‘, όπως συχνά αποκαλείται, δεν μπορούν παρά να αποτελούν ιδεώδες πλαίσιο για αφομοίωση γνώσης.
Το μεγάλο ερώτημα ωστόσο παραμένει: για ποιους; Πόσοι και ποιοί καταφέρνουν τελικά να έχουν πρόσβαση στα πολιτισμικά αγαθά που προσφέρουν τα μουσεία; Το μυαλό μας ας μην πάει μόνο σε όσους έχουν φυσική δυσκολία ή αδυναμία πρόσβασης (άτομα με αναπηρία, προβλήματα όρασης, ακοής, κινητικά, διανοητικά κά.). Τα μουσεία που πραγματικά παίρνουν σοβαρά όλα αυτά τα ‘‘μειονοτικά‘‘ ζητήματα στην Ελλάδα είναι δυστυχώς ελάχιστα. Η ευαισθησία των περισσότερων εξαντλείται σε μία ράμπα πρόσβασης, άντε και σε ένα ευρύχωρο ασανσέρ για αναπηρικό καροτσάκι. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι κανείς καταφέρνει να εντοπίσει εύκολα τα σηματάκια που παραπέμπουν στις συγκεκριμένες διευκολύνσεις (ακούγεται αυτονόητο αλλά δυστυχώς δεν είναι).
Στον ‘‘φυσικό‘‘ αποκλεισμό ας προστεθεί και ο κοινωνικός: θύματα κακοποίησης, εξαρτημένοι ή απεξαρτούμενοι από ουσίες, άστεγοι, άνεργοι, μετανάστες, είναι οι ομάδες, για τις οποίες γίνεται συχνότερα λόγος. Ωστόσο αν τα μουσεία μπαίνανε στο ‘‘κόπο‘‘ να δουν, ποιο είναι το πραγματικό κοινό τους, θα διαπίστωναν ότι όλες οι παραπάνω κοινωνικές ομάδες είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου που με τον τρόπο του αποφεύγει (αν δεν αποκηρύσσει) τη «συναναστροφή» με τα μουσεία. Θα συνειδητοποιούσαν ότι ουσιαστικά απευθύνονται σε μια πολύ μικρή μερίδα κοινού, με εξαίρεση βέβαια τα σχολεία που προσέρχονται μαζικά, αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα. Φυσικά δεν συμμερίζομαι καθόλου την «νεοφιλελεύθερη» αντίληψη ότι αφού δεν «μαζεύουν κόσμο», δεν «είναι ανταποδοτικά», άρα δεν χρειάζεται και να χρηματοδοτούνται, άλλωστε η ίδια διαπίστωση αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτιστικών οργανισμών, τουλάχιστον στη χώρα μας. Μιλώντας με όρους δημοκρατίας και κοινωνικής ανταποδοτικότητας, (κοινοτοπία αλλά θα πρέπει να ειπωθεί) η νέα γνώση που μπορούν να παράγουν αρχεία και μουσειακές συλλογές μέσα από την έρευνα είναι το μόνο εχέγγυο κοινωνικής αλλαγής. Αναφέρομαι φυσικά σε μουσεία που δεν αρκούνται στο να αναπαράγουν τον «εαυτό» τους και δεν «βολεύονται» εκδίδοντας ιλουστρασιόν φωτογραφικά λευκώματα με ρετρό διάθεση και άλλα ευπώλητα και «εύπεπτα» είδη (χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου!), αλλά παράλληλα ενδιαφέρονται να αποκωδικοποιήσουν με τα εργαλεία τους το παρελθόν, ώστε να συμβάλουν στην αποκωδικοποίηση του παρόντος (ως παράδειγμα αντλώ το πρόσφατο, της ημερίδας του μουσείου πόλης και των «Φίλων» του, σχετικά με την επίδραση της Αγροτικής Μεταρρύθμισης του 1917 στη θεσσαλική ύπαιθρο διαχρονικά, εγχείρημα στο οποίο συνεργάστηκαν δεκάδες φορείς και ιδιώτες της πόλης. Τα πρακτικά της θα κυκλοφορήσουν μέσα στο επόμενο έτος, ανατρέποντας πολλά από τα στερεότυπα, τα οποία δυστυχώς εξακολουθούν να αναπαράγονται μηχανικά γύρω από αυτό που σχηματικά αποκαλούμε «αγροτικό ζήτημα» ).
Κλείνω λοιπόν την παρένθεση αναφορικά με το αν πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρχουν μουσεία, υποστηρίζοντας κατηγορηματικά το δεύτερο, ακόμη κι αν για τους κακεντρεχείς και τους αφελείς «μας κοστίζουν», ενώ «δεν πατάει εκεί άνθρωπος». Επιστρέφω στο αρχικό ερώτημα για να το κάνω πιο συγκεκριμένο: τι συμβαίνει με όσους δεν είναι ούτε ανάπηροι, ούτε μετανάστες, ούτε άστεγοι, ούτε κακοποιημένοι και εντούτοις δεν αισθάνονται ότι έχουν λόγο να επισκεφτούν ένα μουσείο; Είναι δυνατόν στον 21ο αιώνα της ελεύθερης πρόσβασης στην πληροφορία να μιλάμε ακόμη με όρους «μύησης» για να προσδιορίσουμε το κοινό των μουσείων; Μήπως τελικά ο «κοινωνικά αποκλεισμένος» δεν είναι ο επισκέπτης που θεωρεί ότι δεν έχει λόγο να διαβεί το κατώφλι του μουσείου αλλά το ίδιο το μουσείο, το οποίο δυσκολεύεται να «ζήσει την εποχή του», να προβληματιστεί για ζητήματα που ενδιαφέρουν περισσότερο κόσμο και να μιλήσει γι’ αυτά με μια γλώσσα που να επικοινωνεί; Κι αν υποθέσουμε ότι όντως τα μουσεία που ενδιαφέρονται να είναι κοινωνικά ενεργά (θέλω να πιστεύω ότι όλα ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία) επιδιώκουν κάτι τέτοιο, τι είναι εκείνο που τελικά τα εμποδίζει να «συναντηθούν» με το κοινό τους;
Με κίνδυνο να γίνω δυσάρεστη, θα πρέπει να θυμίσω ότι η επικοινωνία του μουσείου με το κοινό προϋποθέτει ανανέωση της εικόνας του και αυτή με τη σειρά της ότι έχει ήδη «εικόνα», «στίγμα» (περιεχομένου, αισθητικό, επικοινωνιακό), το οποίο έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση. Και αναφέρομαι φυσικά στο βασικό εργαλείο της μουσειακής επικοινωνίας που δεν είναι άλλο από τη μόνιμη έκθεση. Μ’ άλλα λόγια, οποιοσδήποτε διαφωνεί με την φυσιογνωμία ή την κοινωνική προσφορά ενός μουσείου, διατυπώνοντας σχόλια του τύπου «δεν υπάρχει σαφής θεματική οργάνωση», «δεν καταλαβαίνω τι ιστορία προσπαθούν να μας αφηγηθούν», «δεν με αφορά», κτό., αντλεί από αυτά που βλέπει, διαβάζει και (στην καλύτερη περίπτωση) ακούει ή παρακολουθεί στο χώρο. Και για να έρθω στο «οικείο» παράδειγμα, το μουσείο πόλης του Δήμου Καρδίτσας (ΔΟΠΑΚ), του οποίου τυχαίνει να έχω την επιστημονική ευθύνη: δικαιούται άραγε να μιλά για ανανέωση, όταν και εδώ και μία δεκαετία αδυνατεί να «επεξηγήσει» υποτυπωδώς, με κείμενα και φωτογραφίες (τα σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα «έπονται») την ιστορία που προσπαθεί να αφηγηθεί, κοινώς, να αποκτήσει επεξηγηματικά κείμενα και λεζάντες για τα εκθέματά του, επειδή η πολιτική βούληση δεν ήταν ποτέ αρκετά ισχυρή ώστε να βρεθούν τα απαραίτητα κονδύλια;
Προϋπόθεση αρ. 2: ας υποθέσουμε ότι η μόνιμη έκθεση ολοκληρώνεται και το κοινό έχει επιτέλους τη δυνατότητα μέσα από εποπτικές πινακίδες, λεζάντες, σχεδιαγράμματα, φωτογραφίες, βίντεο κτλ. να κτίσει μόνο του τη σχέση του με το έκθεμα. Όσο συναρπαστική κι είναι αυτή, πολύ σύντομα θα χρειαστεί ανανέωση, κ αυτό ονομάζεται περιοδική έκθεση. Τι προϋποθέτει αυτή; Οι επιλογές εδώ είναι (και πρέπει να είναι!) πολλές. Σίγουρα υπάρχουν οι εκθέσεις που «περιοδεύουν», όπως λέμε σχηματικά, έχουν δηλαδή «στηθεί» από μουσεία ή πολιτιστικούς φορείς, συνήθως του κέντρου, και απλώς φιλοξενούνται από έναν άλλο φορέα, συνήθως της περιφέρειας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι και οι δύο εκθέσεις που φιλοξενήθηκαν πρόσφατα στη Δημοτική Πινακοθήκη, η πρώτη με θέμα τον φιλελληνισμό, σε επιμέλεια του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων με τη διαμεσολάβηση της Ένωσης Πολιτιστικών Συλλόγων, η δεύτερη, με θέμα τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, σε επιμέλεια των κεντρικών ΓΑΚ με τη διαμεσολάβηση των τοπικών αρχείων. Τα κρίσιμο ερώτημα εδώ είναι: αρκεί η φιλοξενία «παραγωγών» άλλων φορέων για να δημιουργηθεί εικόνα ανανέωσης; Στην ίδια συλλογιστική γραμμή: μπορεί και υπό ποιες προϋποθέσεις μια τέτοια δράση να αποτελέσει ουσιαστικό βήμα στο διάλογο του μουσείου (ή του πολιτιστικού φορέα γενικότερα) με το κοινό; Με άλλα λόγια, υπάρχει σαφής άποψη, έρευνα και σχεδιασμός πίσω από την «επιλογή» αυτή (εντός ή εκτός εισαγωγικών) ή πρόκειται απλώς για μια απελπισμένη, ας μου επιτραπεί, προσπάθεια να δημιουργηθεί μια αίσθηση «κίνησης», ώστε να διεκδικηθεί ένα κοινό που απλώς θα «δώσει το παρόν», «στηρίζοντας» μια τοπική (;) εκδήλωση; Φυσικά η αντιμετώπιση του επικοινωνιακού εργαλείου που λέγεται «περιοδεύουσα, φιλοξενούμενη έκθεση» αλλάζει όταν αλλάζει και η ποσόστωση. Τι εννοώ μ’ αυτό; Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα το μουσείο να ανταλλάσει μια έκθεση που εκείνο έχει επιμεληθεί και στο διάστημα που η δική του «παραγωγή» περιοδεύει, εκείνο να φιλοξενεί αντίστοιχα τη δουλειά (και την άποψη!) ενός άλλου μουσείου, από το να φιλοξενεί διαρκώς παραγωγές (και αναγκαστικά απόψεις και προτεραιότητες!) άλλων φορέων. Τόσο η Δημοτική Πινακοθήκη με την αίθουσα περιοδικών (όχι περιοδευουσών απλώς!) εκθέσεων, όσο και ο πολυχώρος του μουσείου πόλης, τον οποίο παρέλαβε μέσα στο καλοκαίρι ο Δήμος Καρδίτσας, στις ανακαινισμένες πρώην αποθήκες της ΕΓΣΚ Καρδιτσομαγούλας, έχουν, καταστατικά τουλάχιστον, αυτή τη λειτουργία, την οποία άλλωστε μπορούν να στηρίξουν θαυμάσια με τις πλουσιότατες συλλογές που διαθέτουν. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο δανεισμός αντικειμένων από άλλα μουσεία προκειμένου να υποστηριχθεί το σενάριο μιας μουσειακής έκθεσης αποτελεί, σε περίπτωση ελλείψεων, καθιερωμένη και πρόσφορη πρακτική.
Ας αλλάξουμε όμως (μουσειακό) κλίμα και (χωρικές) συντεταγμένες: ευτυχώς το μουσειακό τοπίο αλλάζει ευχάριστα όταν έχουμε την ευκαιρία να μετακινηθούμε προς την πρωτεύουσα. Ιδιαίτερα όταν διαπιστώνουμε ότι στις στοχεύσεις μεγάλων μουσείων, όπως του Μπενάκη, είναι να οργανώνουν ένα ετήσιο συνέδριο για τα μουσεία, διαφορετικό από εκείνα που έχουμε συνηθίσει στην περιφέρεια (αναφέρομαι στις ατελείωτες λίστες εισηγητών, άνισης, αν όχι αμφίβολης, επιστημονικής εγκυρότητας, τη χαλαρή ως «χαίνουσα» θεματολογία, την ελάχιστη διάθεση για κριτικό διάλογο, διεπιστημονικότητα και καινούργια γνώση… όλοι όσοι παρακολουθούμε, έστω και λίγο, όσα συμβαίνουν στη μικρή μας πόλη, θα έχουμε σίγουρα μια τέτοια τραυματική εμπειρία, ίσως και πρόσφατη). Το έβδομο λοιπόν ετήσιο συνέδριο του Μουσείου Μπενάκη με θέμα ‘‘τα μουσεία ως φορείς κοινωνικής αλλαγής‘‘ που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο κατάμεστο αμφιθέατρο του κτηρίου της οδού Πειραιώς (ζωντανή διαδικτυακή μετάδοση από την https://diavlos.grnet.gr/event/e976), ήταν κυριολεκτικά «sold out» (ευτυχώς αν και επιλαχούσα με νούμερο 57 κατάφερα να το παρακολουθήσω ολόκληρο!) και περιλάμβανε μόλις 4 ημίωρες εισηγήσεις, δύο από τη Μεγάλη Βρετανία και δύο από τις ΗΠΑ, ισάριθμα απογευματινά εργαστήρια και δύο παραδείγματα καλών πρακτικών από τον ελλαδικό χώρο. Το περιεχόμενο των εισηγήσεων δικαίωσε όσους (πολλούς) επέλεξαν να βρεθούν στο χώρο την ημέρα εκείνη. Πως διδάσκουμε τα χρώματα σε τυφλούς; Πως στήνουμε μουσεία για άστεγους; Πως διαβουλευόμαστε για να επιλέξουμε το θέμα μιας περιοδικής έκθεσης και πως το προσαρμόζουμε στις ανάγκες όσων ενδιαφέρονται να τη φιλοξενήσουν; Πως βελτιώνουμε την προσβασιμότητα με απλά μέσα και χωρίς δαπάνες (καθόλου!) σε άτομα με δυσκολίες όρασης ή κινητικά προβλήματα; Πως εκπαιδεύουμε στελέχη των μουσείων ώστε να συνεργάζονται για επιστημονικά θέματα ακόμη και με τους …φύλακες του μουσείου;
Έχει πλέον αποδειχτεί ότι η υπεράσπιση αρχών, όπως η ισότιμη αντιμετώπιση της «ετερότητας», ζητούμενο και για τα μουσεία, προκειμένου να είναι πειστική, θα πρέπει από υπόθεση «βιτρίνας» και πολιτικής ορθότητας να γίνει εμπεδωμένη νοοτροπία. Όπως αυτή που επιτρέπει σε άστεγους να συμμετέχουν ενεργά στη λειτουργία του μουσείου αστέγων του Λονδίνου (http://museumofhomelessness.org/) ή εκείνη της Αμερικανικής Ένωσης Μουσείων, που έχει πλέον θεσμοθετήσει διεύθυνση κοινωνικής ενσωμάτωσης, θεωρώντας την προτεραιότητα σε σχέση και μ’ αυτό ακόμη το περιεχόμενό τους ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα που υλοποιούν (http://www.aam-us.org/about-us/media-room/2017/american-alliance-of-museums-names-dr-nicole-ivy-as-director-of-inclusion).
Το παρήγορο είναι ότι όλα αυτά απασχολούν με τον τρόπο τους και την ελληνική πραγματικότητα των μουσείων, όπως φάνηκε από τις εργασίες της 20ης ετήσιας συνάντησης για τα εκπαιδευτικά μουσείων νεώτερης πολιτισμικής κληρονομιάς που πραγματοποιήθηκε την επόμενη ακριβώς μέρα από το ΥΠΠΟΑ και που ήταν ο λόγος αυτής της γεμάτης ερεθίσματα επίσκεψης στην Αθήνα. Ο τίτλος της «μουσεία, δημιουργικότητα και τοπικές κοινωνίες» υποδηλώνει την πρόθεση των διοργανωτών να ωθήσουν τα μουσεία στο να αναζητήσουν έξυπνες, βιώσιμες, δημιουργικές και κοινωνικά χρήσιμες συνεργασίες, αξιοποιώντας, εκτός από τις συλλογές τους, τη δυναμική των τοπικών κοινωνιών στο εκπαιδευτικό τους έργο. Το μουσείο πόλης συμμετείχε παρουσιάζοντας τη νέα εκπαιδευτική του πρόταση, η οποία υπήρξε καρπός συλλογικής δουλειάς τόσο της ερευνητικής ομάδας του μουσείου (Π. Κομπορόζος, Φ. Λέκκα), όσο και εθελοντών από το χώρο της εκπαίδευσης (Μ. Παπαντώνης), της τέχνης (Κ. Μπιλιούρης) και των ψηφιακών μέσων (Αθ. Λάιος). Πρόκειται για μια πιλοτική ψηφιακή εφαρμογή, με αλληλεπιδραστικό χάρτη, δουλεμένο σε πολλαπλά επίπεδα, ο οποίος θα δίνει τη δυνατότητα γνωριμίας με την πόλη διαχρονικά από απόσταση σε χρήστες διαφόρων ηλικιών και απαιτήσεων. Εκτός από το χώρο και τον χρόνο, ο χρήστης θα εξοικειώνεται παράλληλα με τα αντικείμενα του μουσείου, τα οποία όμως θα παρουσιάζονται εδώ στον αυθεντικό τους χώρο, ξεδιπλώνοντας τις «διαδρομές» που συνδέονται με την «προσωπική» τους ιστορία (κατασκευή, χρήση, λειτουργία) καθώς και όσους συνδέθηκαν μ’ αυτήν. Ένα συνοπτικό κείμενο, μαζί με την οπτικοποιημένη παρουσίαση της εισήγησης και ένα πρώτο δείγμα της εφαρμογής θα αναρτηθούν μέσα στις επόμενες μέρες στην ιστοσελίδα της Διεύθυνσης (https://www.culture.gr/el/ministry/SitePages/drastiriotites.aspx?iID=1724).
Ίσως ακουστεί κοινότοπο αλλά αυτές οι συναντήσεις είναι πάντα μια καλή αφορμή να αναμετρήσουμε τις δυνάμεις μας, πάντα συλλογικές, να θέσουμε τις ιδέες μας στη διαβούλευση ειδικών, όπως είναι οι δεκάδες υπεύθυνοι εκπαιδευτικών προγραμμάτων και διευθυντές μουσείων που συμμετείχαν, να ενημερωθούμε για ιδέες και προτάσεις άλλων μουσείων, να μοιραστούμε σκέψεις και προβληματισμούς «εντός της αιθούσης» ή «στα περιθώρια των εργασιών», εκεί που συνήθως λύνει κανείς και τις περισσότερες απορίες ή παίρνει τις πιο χρήσιμες πληροφορίες. Δεν θα ήμουν υπερβολική αν ισχυριζόμουν ότι ο δρόμος προς την εξωστρέφεια των μουσείων δεν είναι μια ευθεία γραμμή και οι «πολλαπλασιαστές» της δουλειάς του βρίσκονται ακόμη και στον αέρα που αναπνέουμε, φτάνει να είναι καθαρός…
Της Φωτεινής Λέκκα, μουσειολόγου, Δρ. Ιστορίας