Ο προβληματισμός για την κατάσταση του αγροτικού τομέα, που τελευταία βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων σε σχέση με τις δυνατότητες και την αναπτυξιακή του διάσταση, συνδέεται κυρίως με τις προτεραιότητες και τις πολιτικές κατευθύνσεις που επιλέγονται.
Όλοι θυμόμαστε τις προεκλογικές εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στον αγροτικό κόσμο, τις αντιμνημονιακές κορώνες, τις διαβεβαιώσεις για φθηνό πετρέλαιο και φθηνό ρεύμα. Είναι έντονη στη μνήμη μας η εικόνα του σημερινού Πρωθυπουργού ανεβασμένο σε τρακτέρ, ο οποίος τρία χρόνια πριν δήλωνε ότι «όσο υπάρχει μνημόνιο και Τρόικα δεν υπάρχει προοπτική για τον έλληνα αγρότη».
Μαζί με τις άλλες αυταπάτες κατέρρευσε και η ευαισθησία του Πρωθυπουργού για «τα αγροτικά ζητήματα». Από την εποχή των εύκολων και ανέξοδων υποσχέσεων περάσαμε στη σκληρή πραγματικότητα που οδηγεί τον σύγχρονο αγρότη στην οικονομική καταστροφή και στην εξαφάνιση.
Τα νέα δεδομένα αποτυπώνονται με κάθε λεπτομέρεια στον προϋπολογισμό του 2017 που ψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία. Οι αγρότες πλέον θα φορολογούνται βάσει της κλίμακας μισθωτών και συνταξιούχων με συντελεστές φορολόγησης που ξεκινούν από 22% και φτάνουν στο 45%. Η προκαταβολή φόρου αυξάνεται από 75% στο 100%. Για πρώτη φορά θα φορολογούνται οι βασικές αγροτικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις. Ακόμη καταργήθηκε η έκπτωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο, αυξήθηκε ο ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια στο 24% με τους αγρότες να πωλούν τα προϊόντα τους με ΦΠΑ 13%. Για τη νέα χρονιά θα αυξηθεί κατά 36,6% ο φόρος εισοδημάτων που θα προκύψουν από την ενοικίαση αγροτικής γης. Επιπλέον, όσοι δηλώσουν εισοδήματα μεγαλύτερα από 12.000€ θα τους επιβληθεί νέα αναμορφωμένη ειδική εισφορά αλληλεγγύης, η οποία θα υπολογίζεται με συντελεστές κλίμακας από 2,2% έως 10%. Τελικά, το αφορολόγητο θα χαθεί για την πλειοψηφία των αγροτών λόγω τεκμηρίων.
Όσον αφορά στο ασφαλιστικό εκεί οι επιβαρύνσεις ξεπερνούν κάθε όριο. Το 2017 το ποσοστό των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών επί του φορολογητέου εισοδήματος διαμορφώνεται από 19% σε 27%. Έτσι μέχρι σήμερα ένας αγρότης πλήρωνε από 1.000 έως 1.500 ευρώ το χρόνο για σύνταξη και υγεία μαζί. Το νέο κατώτατο ποσό που θα πληρώσει τη νέα χρονιά χωρίς κέρδος και επιπλέον εισόδημα είναι 1.326 ευρώ.
Γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω ότι η κυβέρνηση έχει φορτώσει το μεγαλύτερο φορτίο του δημοσιονομικού κόστους στις πλάτες του αγροτικού τομέα για να συντηρήσει τις παθογένειες του παρελθόντος.
Είναι άμεση λοιπόν η ανάγκη για αλλαγή πορείας στον αγροτικό τομέα. Μόνον μέσα από νέες συνεργασίες στον πρωτογενή τομέα, μέσα από νέα προϊόντα και εκμεταλλευόμενοι την τεχνογνωσία, τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τα χρηματοδοτικά μέσα θα μπορέσει να επέλθει η ανάπτυξη στον πρωτογενή τομέα και κατ ‘επέκταση και η ανάπτυξη της χώρας.
Είναι άμεση λοιπόν η ανάγκη για πολιτική αλλαγή, για μια κυβέρνηση που θα στηρίζει τον αγροτικό κόσμο και θα πιστεύει στις δυνατότητες του ελληνικού αγροτικού τομέα να παράγει, να δημιουργεί, να εξάγει και να είναι ανταγωνιστικός και εξωστρεφής.
Του Ορέστη Ψαχούλα, Εντεταλμένου Συμβούλου Περιφέρειας Θεσσαλίας
στους τομείς Απασχόλησης & Εμπορίου