Το να χάνεις κάτι και να μη το βρίσκεις ποτέ ξανά, ονομάζεται ως συνήθως απώλεια. Για παράδειγμα, στα γεράματα ενός ανθρώπου που δεν κάνει πια φίλους, με αποτέλεσμα κάθε έλλειψη να είναι ανεπανόρθωτη! Η απώλεια ενός φίλου είναι σαν την απώλεια ενός μέλους του σώματος: Ο χρόνος μπορεί να απαλύνει τον πόνο της πληγής, αλλά η απώλεια δεν μπορεί να αποκατασταθεί. Συνεπώς, ότι χάνει κανείς, αυτόματα διπλασιάζει την αξία του.
Στα χρόνια της κρίσης που διανύουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, οι απώλειες είτε παράπλευρες είτε μετωπικές, έχουν ένα πρόσωπο αποτυπωμένο από εξαρτήσεις! Συνηθίζεται η απουσία ανθρώπων, ζώων, αντικειμένων, χρημάτων και συνειδήσεων, κάτω από το πέπλο της ατομικής διαβίωσης ή επιβίωσης ανάλογα. Αγνοώντας όμως το (βέβαιο) ενδεχόμενο, πως αυτός που βάζει τα προνόμια του πάνω από τις αρχές του, σύντομα χάνει και τα δύο.
Ενδεικτικά, στο άκουσμα κάποιου να λέει πως έχασε σημαντικά ποσά σε τυχερά παιχνίδια, ο μόνος παράγοντας που ευθύνεται είναι η επιθυμία του μέγιστου κέρδους. Στην στοχευόμενη εξαφάνιση ενός πολύτιμου κειμηλίου, οι ευθύνες της απώλειας βαρύνουν τον ιδιοκτήτη αυτού, γιατί το πούλησε κάπου της αρεσκείας του για την ατομική του ικανοποίηση και ρευστοποίηση. Και κάποια στιγμή έρχεται η θεία δίκη. Και αυτό που λέμε “θεία δίκη” δεν είναι παρά η ιδέα του ανθρώπου για το τι θα έκανε αν ήταν θεός. Το ποιος θα πάρει αυτό τον ρόλο, εξαρτάται από τις συνθήκες αλλά και το αντικείμενο της συνήθειας που επαναλαμβάνει κανείς.
Εντούτοις, «όσο περισσότερες συνήθειες, τόσο λιγότερη ελευθερία».
Η απλότητα περισσεύει, στα απολεσθέντα εκείνα αγαθά που χάθηκαν (σε μία νύχτα) για κερδοσκοπικούς λόγους. Όταν μάλιστα συνηθίζεται η τακτική αυτή, τότε μιλάμε για απάτη κατ’ εξακολούθηση και φθορά ξένης περιουσίας. Γιατί, πάνω σ’ αυτή τη γη, κανείς δεν είναι μόνος και δεν πρέπει να ζει μόνο για τον εαυτό του. Απόγονοι υπάρχουν για όλους του ανθρώπους.