Αυτήν την περίοδο αυξάνονται οι ανταγωνισμοί και τα ”χτυπήματα κάτω απο τη μέση” (αλλά και πάνω απο αυτή με ανοιχτές επιθέσεις και πρόστιμα στους ανταγωνιστές), για τα συμφέροντα των μονοπωλίων σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η Διατλαντική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου και Επενδύσεων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ (γνωστή και με τα αγγλικά αρχικά ΤΤΙΡ – Transatlantic Trade and Investment Partnership) αποτελεί βασικό κρίκο αυτών των ανταγωνισμών και ουσιαστικά τη σημαντικότερη για το μεγάλο κεφάλαιο αυτών των χωρών.
Η εν λόγω συμφωνία έχει στόχο να αποτελέσει ένα τεράστιο οικονομικό σχέδιο ενιαίας ευρωατλαντικής αγοράς για τις καπιταλιστικές οικονομίες στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αυξάνοντας τα κέρδη των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων. Πρόκειται για συμφωνία με σοβαρές γεωπολιτικές προεκτάσεις, που επιδιώκει να ενισχύσει την κυρίαρχη θέση των μονοπωλίων τους, διευκολύνοντας την ακόμα μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίων. Τα όργανα της ΕΕ προπαγανδίζουν ότι η Διατλαντική Συμφωνία θα αυξήσει το ΑΕΠ της ΕΕ κατά περίπου 120 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) και τις εξαγωγές των κρατών – μελών της ΕΕ προς τις ΗΠΑ κατά 28%, δηλαδή κατά 187 δισ. ευρώ. Aνεξάρτητα από την ακρίβεια αυτών των προβλέψεων, το βέβαιο είναι ότι οι μόνοι ωφελημένοι από τη συμφωνία αυτή θα είναι τα μεγάλα μονοπώλια, τα οποία θα δυναμώσουν τις θέσεις τους στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Απ’ όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα, στο πλαίσιο της ΤΤΙΡ θα συγκροτηθεί ένα «Σώμα Ρυθμιστικής Συνεργασίας», με διάφορες ομάδες εργασίας, το οποίο θα αναλάβει να προσαρμόζει τη συμφωνία στις τρέχουσες εξελίξεις ανά τομέα και κλάδο της οικονομίας, έπειτα από διαβούλευση με τους «ενδιαφερόμενους», δηλαδή τα μονοπώλια, στα οποία ανατίθεται να ρυθμίζουν τα πολιτικά και νομοθετικά μέτρα που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, ανάλογα με τις εξελίξεις. Το βέβαιο είναι ότι οι συνέπειες της ΤΤΙΡ θα είναι δραματικές για την εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, αφού θα σημάνει την ένταση της εκμετάλλευσής τους, τη δραματική μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, το σάρωμα όποιων δικαιωμάτων τους έχουν απομείνει όρθια, χειροτερεύοντας δραστικά όλες τις πλευρές της ζωής τους.
Η ΤΤΙΡ δεν αφορά μόνο και κυρίως τα τελωνειακά και δασμολογικά εμπόδια ανάμεσα στις δύο αγορές, αφού τέλη και δασμοί ανάμεσα σε ΕΕ και ΗΠΑ ήδη βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ωστόσο, με την ΤΤΙΡ θα τείνουν προς τον εκμηδενισμό τους. Στοχεύει βασικά να άρει όλα τα εμπόδια που προκύπτουν από διαφορετικές «κανονιστικές ρυθμίσεις και πρότυπα» (π.χ. αποκλίσεις προδιαγραφών εμπορίου, αλληλοεπικαλύψεις μηχανισμών κι άλλα κοστοβόρα εμπόδια και περιορισμούς για το κεφάλαιο). Αυτά τα εμπόδια για το κεφάλαιο στο πλαίσιο της διεθνοποίησής του έρχεται να άρει η Διατλαντική Συμφωνία σε διάφορους τομείς της οικονομίας σε ΗΠΑ και ΕΕ, ώστε να επιτευχθεί η ακόμα μεγαλύτερη απελευθέρωση των δύο αγορών, να κατοχυρωθεί δηλαδή η μέγιστη δυνατή ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Κι οι δύο πλευρές εκτιμούν ότι με τη συμφωνία μπορεί να δοθεί ώθηση στις επενδύσεις συσσωρευμένων λιμναζόντων κεφαλαίων αυτών των χρόνων της συγχρονισμένης καπιταλιστικής κρίσης. Ο ΟΟΣΑ, είναι ενδεικτικό, προβλέπει πως αυτός ο «εκσυγχρονισμός του διατλαντικού εμπορίου» μπορεί να οδηγήσει στη μείωση κατά 15% του κόστους του παγκόσμιου εμπορίου.
Στο πλαίσιο, μάλιστα, αυτό, προβλέπονται και τα λεγόμενα «δικαιώματα προσδοκίας των επενδυτών». Πρόκειται για τις αξιώσεις των επιχειρηματικών ομίλων για αποζημιώσεις από τα κράτη, γιατί με την πολιτική τους ή και τη νομοθεσία τους εμπόδισαν επενδύσεις και τα αναμενόμενα κέρδη των ομίλων σε κάποιο κλάδο. Το κεφάλαιο, δηλαδή, διαμορφώνει ένα «ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον», επιδιώκοντας να εξασφαλίσει εγγυημένα κέρδη, είτε απευθείας από τις επενδύσεις του, είτε μέσω αποζημιώσεων από τα κράτη. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, παρατηρείται έκρηξη προσφυγών ”επενδυτών” εναντίον κρατών. Οι προσφυγές αυτές, όπως προβλέπει η ΤΤΙΡ, θα κρίνονται από τους αποκαλούμενους «Μηχανισμούς Επίλυσης Διαφορών Επενδυτών – Κράτους», τα περιβόητα ISDS (Investor-StateDispute Settlements). Πρόκειται για διαιτητικά όργανα που συγκροτούνται από μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, στα οποία προσφεύγουν τα μονοπώλια.
Τέτοιες διατάξεις δεν είναι καινούριες, άρχισαν να εντάσσονται σε διμερείς εμπορικές συνθήκες από τη δεκαετία του ’90, ενώ περιέχονται και στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου που έχει συνάψει η ΕΕ με τον Καναδά, την CEΤΑ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση απαιτήσεων αποζημίωσης μονοπωλίων της πυρηνικής ενέργειας για την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης το 2013 να καταργήσει τα πυρηνικά εργοστάσια στο έδαφός της. Επίσης, το παράδειγμα της Ρουμανίας, η οποία, όταν -υπό το βάρος λαϊκών αντιδράσεων- ακύρωσε την εξόρυξη χρυσού στη Ρόσια Μοντάνια από την καναδική «Gabriel Resources», απειλήθηκε από την εταιρεία ότι θα προσφύγει στη διεθνή διαιτησία, ζητώντας αποζημίωση 4 δισ. δολαρίων, περίπου δηλαδή το 2% του ΑΕΠ της χώρας. Η εταιρεία βασίστηκε στις ρήτρες προστασίας των επενδυτών, που περιλαμβάνονται σε διμερή συνθήκη Ρουμανίας – Καναδά. Με την επικύρωση της CETA, παρόμοια δικαιώματα αποκτούν οι καναδικές εταιρείες και στην Ελλάδα, όπως η «Eldorado Gold», που εκμεταλλεύεται τα μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές της Χαλκιδικής.
Η ΤΤΙΡ στην ουσία της αποτελεί την ευρωατλαντική απάντηση στην άνοδο ισχυρών καπιταλιστικών οικονομιών όπως η Κίνα και η Ινδία στην Ασία, αλλά και συνολικά οι χώρες των BRICS. Η Κίνα ζυγίζοντας τις εξελίξεις και τις κινήσεις των ανταγωνιστών της επιδιώκει να μη μείνει εκτός στη διαμορφούμενη νέα κατάσταση. Ετσι, μετά από την αρχική άρνησή του, το Πεκίνο αποδέχτηκε να συμμετάσχει στην πολυμερή συμφωνία για τον κλάδο των υπηρεσιών (TiSA), ενώ εδώ και μήνες έχει ξεκινήσει συνομιλίες και με την ΕΕ για αντίστοιχη της ΤΤΙΡ συμφωνία Κίνας – ΕΕ.
Σε πιο δύσκολη θέση φαίνεται πως βρίσκεται η Ρωσία, καθώς αυτήν την περίοδο που «κουμπώνουν» τέτοιες διεθνείς συμφωνίες αυτή βρίσκεται «στον πάγο» των κυρώσεων, των πιέσεων για το Ουκρανικό, τόσο από την ΕΕ όσο κι από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Με δεδομένη και την ύφεση στην οικονομία της, η Ρωσία επιχειρεί να αντιπαρέλθει αυτές τις δυσκολίες με τη θωράκιση της επιρροής της στις χώρες της γειτονιάς της, αλλά και με ενισχυμένη παρουσία της στη Λατινική Αμερική.
Ενδεικτικά, παρακάτω, ορισμένες χαρακτηριστικές πτυχές της ΤΤΙΡ σε μια σειρά από κλάδους:
- Ενέργεια
Ο κλάδος της Ενέργειας, στρατηγικής σημασίας και για τα δύο «συμβαλλόμενα μέρη» της ΤΤΙΡ, βρίσκεται σε σταυροδρόμι σύνθετων εξελίξεων κι ανταγωνισμών. Μέσω της ΤΤΙΡ οι ΗΠΑ επιχειρούν στην παρέμβασή τους στην Ευρώπη να ενισχύσουν το ποσοστό κερδοφορίας τους σε βάρος του άμεσου ανταγωνιστή τους, της Ρωσίας. Οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια έχουν ενισχύσει τη δυνατότητα άντλησης και εξαγωγών σχιστολιθικού και υγροποιημένου φυσικού αερίου καθώς και αργού πετρελαίου.
Αυτή τη δυνατότητα ιεραρχεί ψηλά και η ΕΕ, η οποία προσβλέπει, μεταξύ άλλων, στις εισαγωγές από τις ΗΠΑ προκειμένου να περιορίσει ακόμα περισσότερο την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία. Η Ενεργειακή Ένωση που έχει χαράξει και επιχειρεί να υλοποιήσει αυτήν την περίοδο η ΕΕ, από μόνη της δεν αρκεί για τα ευρωενωσιακά μονοπώλια. Γι’ αυτό και η σύμπραξη με τις ΗΠΑ θεωρείται μονόδρομος.
Ανάλογο ενδιαφέρον βλέπουν και τα ταχέως αναπτυσσόμενα γερμανικά μονοπώλια στο πεδίο των βιοκαυσίμων για επενδύσεις στις ΗΠΑ, αν και γνωρίζουν ότι μέσα από την ΤΤΙΡ τα αμερικανικά μονοπώλια είναι σε θέση να επωφεληθούν και να καρπωθούν σημαντικά μερίδια στις αγορές των κρατών – μελών της ΕΕ. Η άρση των όποιων περιορισμών ακονίζει τα μαχαίρια των ανταγωνισμών.
- Περιβάλλον, δημόσια υγεία και ασφάλεια των τροφίμων
Η Διατλαντική Συμφωνία θα καταργήσει βασικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς και όποια ακόμα ελάχιστα επίπεδα ασφάλειας προέβλεπαν μέχρι σήμερα. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι τα πρότυπα ασφάλειας στα τρόφιμα, στο περιβάλλον κ.λπ. είναι αυστηρότερα στην ΕΕ από τα αντίστοιχα στις ΗΠΑ. Αυτό βέβαια δεν οφείλεται σε κανένα φιλολαϊκό ενδιαφέρον της ΕΕ, αλλά αφορά στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους. Τα «υψηλότερα» πρότυπα σε συγκεκριμένους τομείς της βιομηχανίας, της αγροτικής παραγωγής και άλλους κλάδους της οικονομίας λειτουργούν μέχρι σήμερα «προστατευτικά» για τα ευρωπαϊκά μονοπώλια απέναντι σε εισαγωγές στην ΕΕ από αντίστοιχα αμερικανικά, κινεζικά κ.λπ., χωρίς να κατηγορείται η ΕΕ για «προστατευτισμό» στο πλαίσιο του ΠΟΕ (π.χ. για απαγορευμένες κρατικές ενισχύσεις, επιβολή δασμών κ.λπ.). Ταυτόχρονα, τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, ειδικά σε τομείς που διαθέτουν σχετική υπεροχή σε βελτιωμένες επιστημονικές και τεχνολογικές εφαρμογές (π.χ. «πράσινες τεχνολογίες», ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μειωμένες εκπομπές CO2 από οχήματα, χημικά προϊόντα κ.ά.) διαφημίζουν τα «κανονιστικά πρότυπα παραγωγής» των προϊόντων τους, ως περισσότερο φιλικά στο περιβάλλον, στην υγεία κ.λπ., επιδιώκοντας έτσι να κατακτούν μερίδια των παγκόσμιων αγορών, παρά το συγκριτικά υψηλότερο κόστος παραγωγής τους, σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους. Από την πλευρά των ΗΠΑ σε αυτόν τον ανταγωνισμό, είναι π.χ. χαρακτηριστική η εκφρασμένη δυσφορία τους για την απαγόρευση εισαγωγών στην ΕΕ χλωριωμένων κοτόπουλων από τις ΗΠΑ, κυρίως Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών, αλλά και η αντίστοιχη απαγόρευση εισαγωγής βοδινού κρέατος από την ΕΕ στις ΗΠΑ. Η καπιταλιστική κρίση και η αναζήτηση νέων αγορών και πεδίων κερδοφορίας οδηγούν τα ευρωπαϊκά μονοπώλια σε νέους προσανατολισμούς. «Ωριμάζει» περισσότερο η ιδέα να χαμηλώσουν τα δικά τους πρότυπα, επιτρέποντας έτσι το άνοιγμα της ενιαίας καπιταλιστικής αγοράς της ΕΕ σε ξένα μονοπώλια, με αντάλλαγμα την πρόσβασή τους στην αγορά των ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε τομείς και κλάδους όπου είναι αποκλεισμένα, όπως π.χ. οι εσωτερικές θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές των ΗΠΑ (όπου απαγορεύεται ξένη ιδιοκτησία) ή προσδοκούν μεγαλύτερα μερίδια, όπως π.χ. στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Για τους λαούς στα κράτη – μέλη της ΕΕ, ένας τέτοιος συμβιβασμός (που μάλιστα δεν θα γίνει με αλλαγή της ευρωενωσιακής νομοθεσίας, αλλά απευθείας από τη Διατλαντική Συμφωνία, άρα χωρίς να προκαλέσει άμεσα λαϊκές αντιδράσεις), θα σημάνει άμεση χειροτέρευση στις συνθήκες ζωής τους. Για παράδειγμα, στην ευρωενωσιακή νομοθεσία ισχύει μέχρι σήμερα η λεγόμενη «αρχή της προφύλαξης», δηλαδή οι βιομηχανίες πρέπει να αποδεικνύουν ότι μία ουσία, συστατικό κ.λπ. προϊόντος δεν προκαλεί βλάβες ή κινδύνους στην υγεία. Στις ΗΠΑ ισχύει η αντίθετη αρχή, αφού ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να αποδείξει την επικινδυνότητα μιας ουσίας, ώστε να επιβάλει περιοριστικά μέτρα. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά ουσίες που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά. Η ΕΕ έχει απαγορεύσει τη χρήση 1.200 τέτοιων χημικών ουσιών, ενώ στις ΗΠΑ απαγορεύονται μόλις 12.
Μία από τις πιο σημαντικές επιπτώσεις της ΤΤΙΡ σε βάρος της δημόσιας υγείας θα είναι η πλήρης απελευθέρωση εισαγωγής και καλλιέργειας των «μεταλλαγμένων» στα κράτη – μέλη της ΕΕ. Ηδη, εγκρίθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο κανονισμός που αφαιρεί από τα κράτη – μέλη το όποιο δικαίωμά τους να αντιταχθούν στην καλλιέργεια Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ) στην επικράτειά τους, για λόγους που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος, εφόσον οι ΓΤΟ αυτοί έχουν εγκριθεί από τις δήθεν «επιστημονικές υπηρεσίες» της ΕΕ. Τα ευρωενωσιακά όργανα και οι αστικές κυβερνήσεις δηλαδή προετοιμάζουν το έδαφος για να επεκταθεί η καλλιέργεια, παραγωγή και εμπορία μεταλλαγμένων φυτικών – γεωργικών προϊόντων. Είναι ενδεικτικό ότι το γερμανικό μονοπώλιο της χημικής βιομηχανίας BASF, που ειδικεύεται στα μεταλλαγμένα, μέσα από την ΤΤΙΡ προσμένει να ενισχύσει τη θέση του, παρότι η συμφωνία αυτή θα ανοίξει νέα πεδία κερδοφορίας στο ευρωπαϊκό έδαφος στο βασικό ανταγωνιστή της, την αμερικανική «Μonsanto». Τις ίδιες επιπτώσεις θα έχει και η ελεύθερη εισαγωγή από τις ΗΠΑ σειράς προϊόντων που σήμερα απαγορεύονται με βάση τα «κανονιστικά πρότυπα» της ΕΕ, όπως φυτοφαρμάκων με καρκινογόνες ουσίες, βοδινού κρέατος με ορμόνες, αυξητικές ουσίες και αντιβιοτικά, κοτόπουλων που έχουν υποστεί επεξεργασία με χλώριο, επικίνδυνων για την υγεία τροφικών πρόσθετων, όπως η ρακτοπαμίνη, η οποία απαγορεύεται σε 160 χώρες, όχι όμως στις ΗΠΑ.
Σοβαρές θα είναι ακόμη οι επιπτώσεις από την εναρμόνιση των προτύπων σε σχέση με τα βιοκαύσιμα από πρώτες ύλες τροφίμων (στάρι, καλαμπόκι κ.λπ.) που θα επιφέρουν τεράστιες αλλαγές στη χρήση της γης (από αγροτικής καλλιέργειας σε παραγωγής βιοκαυσίμων), δίνοντας χαριστική βολή στη φτωχομεσαία αγροτιά με μικρό κλήρο, προς όφελος των μεγάλων καπιταλιστικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Ανάλογος ανταγωνισμός συμφερόντων διεξάγεται και με τη λεγόμενη «ονομασία προέλευσης» προϊόντων (ΠΟΠ).
- Ψηφιακή αγορά
Η Διατλαντική Συμφωνία επιχειρείται να οικοδομηθεί εν μέσω σφοδρών ανταγωνισμών στην ψηφιακή αγορά. Τη δεσπόζουσα θέση στα ψηφιακά έχουν τα αμερικανικά μονοπώλια και η ΕΕ έχει αξιώσεις για περισσότερο «χώρο» στα ευρωενωσιακά μονοπώλια, που εκφράζονται αυτήν την περίοδο με τις αντιπαραθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την αμερικανική «Google», για τον έλεγχο των μηχανών αναζήτησης στο διαδίκτυο και την εκμετάλλευση του λογισμικού Αndroid. Επιδιώκεται, παράλληλα, ένα ρυθμιστικό πλαίσιο ώστε οι πάροχοι τηλεπικοινωνιακών και διαδικτυακών υπηρεσιών να καταγράφουν, να αποθηκεύουν, να διατηρούν και να θέτουν στη διάθεση των κατασταλτικών μηχανισμών ΗΠΑ και ΕΕ τις «κινήσεις» και τα «αποτυπώματα» του καθενός στις τηλεπικοινωνίες και το διαδίκτυο. Στην κατεύθυνση αυτή υπάρχει ήδη «πλούσια» νομοθεσία τόσο από την πλευρά της ΕΕ (Οδηγία για την παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών του 2005), όσο και από τις ΗΠΑ. Επίσης, σημειώνουμε και τις μεταξύ τους διμερείς συμφωνίες για την παροχή στοιχείων των επιβατών αεροπορικών πτήσεων από την ΕΕ προς τις ΗΠΑ (η λεγόμενη συμφωνία PNR, που επιδιώκεται εντατικά να αποτελέσει και ευρωενωσιακή νομοθεσία για τις πτήσεις των επιβατών στις χώρες – μέλη της ΕΕ, το λεγόμενο «ευρωπαϊκό PNR»).
Η συμφωνία θα επεκτείνεται ακόμη στα πνευματικά δικαιώματα, στις ευρεσιτεχνίες και τα εμπορικά σήματα με στόχο τον αποκλεισμό οποιασδήποτε ελεύθερης πρόσβασης σε πολιτιστικό, ψυχαγωγικό, ενημερωτικό περιεχόμενο, κυρίως στο διαδίκτυο, ώστε να προστατεύονται αποκλειστικά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Πρότυπο των διαπραγματεύσεων αποτελεί η Σύμβαση ACTA (Εμπορική Συμφωνία Κατά της Παραποίησης), η οποία προσωρινά αποσύρθηκε λόγω των αντιδράσεων που προκάλεσε και των οξυμένων αντιθέσεων ανάμεσα στα μονοπώλια που υπαγόρευσαν την απόρριψή της κι από το Ευρωκοινοβούλιο.
Ουσιαστικά και πρακτικά η Διατλαντική Συμφωνία, θα αποτελέσει το “οικονομικό ΝΑΤΟ”, το ίδιο βάρβαρο κατά των λαών όπως και το στρατιωτικό,γιατι ”ενιαίος οικονομικός χώρος” σημαίνει κοινοί, ακόμα πιο σκληροί για τους λαούς κανόνες. Κατάργηση δασμών, περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων, απελευθέρωση αγορών, ιδιωτικοποιήσεις, με αποκορύφωμα το μηχανισμό ιδιωτικής διαιτησίας Κι όλα αυτά πάνε μαζί με τον πιο σιδερένιο κανόνα: κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, χτύπημα μισθών, εργατικών δικαιωμάτων, πλήρη παράδοση κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών στο κεφάλαιο, υπονόμευση της ασφάλειας των τροφίμων, οδυνηρές συνέπειες για τη φτωχομεσαία αγροτιά και τους αυτοαπασχολούμενους.
Και άλλα πακέτα διεθνών συμφωνιών βρίσκονται σε εξέλιξη.
- Πρόκειται για τη Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης Ατλαντικού – Ειρηνικού (ΤransPacific Partnership- ΤΡΡ), δηλαδή την επιδίωξη των ΗΠΑ αποκλείοντας την Κίνα, να εξασφαλίσουν συμφωνίες με τις 11 πιο σημαντικές χώρες του Ειρηνικού (Ιαπωνία, Καναδάς, Μεξικό, Χιλή, Περού, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Βιετνάμ και Μπρουνέι). Την ίδια στιγμή, η ΕΕ για δικό της λογαριασμό βρίσκεται επίσης σε συζητήσεις για αντίστοιχες συμφωνίες με την Κίνα και την Ιαπωνία, με τη Mercosur στη Λ. Αμερική, την Ινδία, τη Μαλαισία, το Βιετνάμ, την Ταϊλάνδη, το Μαρόκο.
- Ιδιαίτερη σημασία έχει, επίσης, η επικείμενη «διεθνής συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών» (ΤiSA) ανάμεσα στην ΕΕ και σε άλλα 22 κράτη (ΗΠΑ, Κίνα, ΕΕ, Αυστραλία, Καναδάς, Ιαπωνία, Ισραήλ, Μεξικό, Νορβηγία, Πακιστάν, Τουρκία, Ν. Κορέα κ.ά.), με βασική στόχευση την παραπέρα απελευθέρωση των υπηρεσιών που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα στο πλαίσιο των πολυμερών διαπραγματεύσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
- Πριν από όλες αυτές τις συμφωνίες, η ΕΕ (και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) υπέγραψε τη συμφωνία με τον Καναδά (CETA) και με τη Σιγκαπούρη, οι οποίες θεωρούνται γενική δοκιμή για την ΤΤΙΡ. Να σημειωθεί επίσης, ότι ως αποτέλεσμα της νέας κατάστασης που φέρνει η ΤΤΙΡ, ήδη δρομολογούνται και μια σειρά επικαιροποιήσεις παλιότερων διμερών συμφωνιών της ΕΕ, όπως π.χ. η τελωνειακή ένωση με την Τουρκία.
Ο όγκος, ωστόσο, των οικονομικών μεγεθών της ΤΤΙΡ σε σχέση με όλες τις προαναφερθείσες συμφωνίες δε χωρά καμιά σύγκριση, αφού και οι παραμικρές μεταβολές οικονομικών μεγεθών στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας σημαίνουν αστρονομικά κέρδη για τα μονοπώλια.Όλες οι συμφωνίες υπηρετούν την ανάγκη των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για διείσδυση σε νέες αγορές, παραμερίζοντας κάθε εμπόδιο και παραδίδοντας βασικές δημόσιες υπηρεσίες, όπως η Εκπαίδευση, η Υγεία, η ύδρευση κ.λπ., στα χέρια των επιχειρηματικών ομίλων.
Με δεδομένο όλο το παραπάνω πλέγμα διεθνών συμφωνιών και τα τεράστια συμφέροντα που κρύβονται πίσω τους δεν είναι βέβαιο ότι οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε ΕΕ και ΗΠΑ, αλλά και ανάμεσα στα κράτη – μέλη της ίδιας της ΕΕ θα μειωθούν. Αντίθετα θα μεγαλώνουν καθημερινά και πλέον απειλούν και την παγκόσμια ειρήνη.
Η ”Λαϊκή Συσπείρωση” πιστεύει ότι η σημερινή συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο Καρδίτσας (Τετάρτη 28 Δεκέμβρη 2016) δεν πρόκειται να ”φωτίσει” ιδαίτερα τους Καρδιτσιώτες για τις Συμφωνίες μεταξύ των ιμπεριαλιστών, αφού το σύνολο των παρατάξεων των αστικών κομμάτων και των λεγόμενων ανεξάρτητων ή ακομμάτιστων συμφωνούν με την αναγκαιότητά τους για το σύστημα, κρύβουν ότι πραγματικός σκοπός αυτών των συμφωνιών είναι η ”ρύθμιση” του ανταγωνισμού στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος για τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων και ομίλων των συμβαλλομένων μερών, όπως κρύβουν οτι ο πραγματικός αίτιος των λαϊκών προβλημάτων είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που επιδιώκει όλο και μεγαλύτερα κέρδη ξεζουμίζοντας ή και πνίγοντας στο αίμα τους λαούς. Δεν είναι τυχαίο ότι μαζικά δήμοι και περιφέρειες που κυριαρχούν τα κόμματα του ευρωμονόδρομου βγάζουν καρμπόν ψηφίσματα, τάχα κατά των συμφωνιών, χωρίς μια λέξη για τους ανταγωνισμούς και τους αίτιους. Εξαντλούν τη διαφωνία τους όχι στην κατάργηση των συμφωνιών αλλά στις διαδικασίες συζήτησης, στο να ”περάσουν” απο τα εθνικά κοινοβούλια μετά απο διαβούλευση.
Οι απόψεις των υπερασπιστών του ”ναι” και του καπιταλιστικού ευρωμονόδρομου για επιμέρους βελτιώσεις στις συμφωνίες όχι μόνο δεν αλλάζουν τον αντιλαϊκό χαρακτήρα τους, αλλά κρύβουν την αλήθεια, τις νομιμοποιούν και παραπλανούν το λαό. Ούτε η ΤΤΙΡ, ούτε η CETA, ούτε η TiSA, ούτε οι άλλες συμφωνίες των ιμπεριαλιστών μπορούν να βελτιωθούν, να γίνουν καλύτερες για τους λαούς.
Επίσης η κήρυξη ”ελεύθερων ζωνών” δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα, ούτε πρακτικά, ούτε καν επικοινωνιακά, μιας και δεν έχει καμιά τέτοια αρμοδιότητα, ούτε και δυνατότητα παρεμπόδισής τους η Τοπική Διοίκηση (Δήμοι, Περιφέρειες) και είναι απλά μια κίνηση για δημιουργία εντυπώσεων.
Οι καπιταλιστικοί ανταγωνισμοί είναι ανταγωνισμοί λύκων σε κοπάδι προβάτων – μαλώνουν για το ποιός θα πνίξει περισσότερα πρόβατα και όχι για να σώσουν το κοπάδι. Οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, οι μικροεπαγγελματίες, οι άνεργοι, δεν έχουν κανένα λόγο να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου λύκου-καπιταλιστή που θα τους πνίξει, αλλά πρέπει να ξεσηκωθούν, μαζικά, οργανωμένα, όχι μόνο για να ματαιώσουν όλες τις ιμπεριαλιστικές συμφωνίες αλλά και να ανατρέψουν την ανάπτυξη που αυτές υπηρετούν, ανοίγοντας το δρόμο για ανάπτυξη προς οφελός τους, εγκαταλείποντας φυσικά και τους (φανερούς ή καμουφλαρισμένους) υπερασπιστές του καπιταλισμού και των αξιών του.
Για τη Λαϊκή Συσπείρωση του Δήμου Καρδίτσας
Βασίλης Κρανιάς, Δημοτικός Σύμβουλος