Η πρόθεση του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (ΥΠ.ΕΣ.Δ.Α.) να προχωρήσει στη σύσταση θέσης Διοικητικών και Αναπληρωτών Διοικητικών Γραμματέων στους Δήμους και τις Περιφέρειες της χώρας, έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις και έντονες συζητήσεις για τις σημερινές αρμοδιότητες των φορέων Αυτοδιοίκησης.
Βρισκόμαστε στην εποχή της ψηφιακής διακυβέρνησης (που έχει ακόμα να διανύσει πολλά «χιλιόμετρα» στη χώρα μας) και η Δημόσια Διοίκηση επιλέγει να κάνει βήματα προς τα πίσω, αντί να επενδύει και να στρέφει το βλέμμα της στο -ούτως ή άλλως απαιτητικό και αβέβαιο λόγω κατάστασης-μέλλον.
Σε καιρούς κρίσης, αποδεδειγμένα πια, η Αυτοδιοίκηση αποτελεί πυλώνα της κοινωνίας, καθώς μέσω της αρχής της εγγύτητας ενθαρρύνει τη συμμετοχή των πολιτών, παρεμβαίνει καίρια και διεκδικεί εκ μέρους τους.Θα έπρεπε λοιπόν να κερδίζει πόντους στους κόλπους της Δημόσιας Διοίκησης και όχι να αποδυναμώνεται.
Η πρόταση του ΥΠΕΣΔΑ για τοποθέτηση διορισμένων Γραμματέων (που «τίθενται επικεφαλής της διοικητικής ιεραρχίας των υπηρεσιών των οποίων προΐστανται και αναλαμβάνουν την εκτέλεση και διοικητική εφαρμογή της πολιτικής του αρμοδίου για το διορισμό οργάνου») στους Δήμους και τις Περιφέρειες, αφαιρώντας αρμοδιότητες από τους τοπικούς άρχοντες, κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση και εγείρει σοβαρά ζητήματα δημοκρατικότητας.
Εκτός από το θέμα της αντισυνταγματικότητας, ανακύπτει και εκείνο της κατάργησης της λαϊκής βούλησης, καθώς οι πολίτες έχουν επιλέξει τα πρόσωπα που επιθυμούν να τους εκπροσωπούν στους τοπικούς θεσμούς και τους έχουν εμπιστευτεί με την ψήφο τους. Με ποιο τρόπο θα ελέγχονται οι νέοι αυτοί διορισμένοι Γραμματείς;
Σύμφωνα με τη νομοθετική πρόταση, οι τελευταίοι θα επιλέγονται αποκλειστικά (όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται)από το Μητρώο Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης. Ποιος εγγυάται το αδιάβλητο των διαδικασιών της επιλογής από τα πρόσωπα που καταρτίζουν το Μητρώο; Κι αν λάβουμε υπόψη τις πρόσφατες διαδικασίες επιλογής των διοικήσεων των νοσοκομείων, οι οποίες έγιναν με ξεκάθαρα κομματικά κριτήρια, οι θέσεις αυτές προορίζονται για τα εξέχοντα μέλη του κομματικού σωλήνα. Η τοπική αυτοδιοίκηση, όμως, δεν έχει ανάγκη από κομματικούς επιστάτες
Πρόκειται ουσιαστικά για κατάργηση του θεσμού της Αυτοδιοίκησης και παράδοσή της σε διορισμένους κρατικούς υπαλλήλους, με τελικό σκοπό τον πλήρη κεντρικό έλεγχο.Το συγκεντρωτικό κράτος δε μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά σήμερα, όπως άλλωστε ποτέ και πουθενά. Η γραφειοκρατία έχει μετατρέψει την τελευταία 30ετία το ελληνικό κράτος σε υπερτροφικό και δυσκίνητο. Με ποια λογική λοιπόν οι ομάδες εργασίας του ΥΠΕΣΔΑ προωθούν την ενίσχυσή της;
Αν οι κυβερνώντες οραματίζονται ένα μοντέλο διοίκησης που παρακάμπτει και ίσως σταδιακά καταργεί τους αιρετούς εκπροσώπους των τοπικών φορέων για να τους αντικαταστήσει με υπαλλήλουςχωρίς απολύτως καμία νομιμοποίηση, τότε ο σχεδιασμός τους για την αναδιοργάνωση του κράτους σε μια μορφή πιο λειτουργικήδεν έχει καμία ελπίδα πραγμάτωσης. Διοικητική μεταρρύθμιση με τους Δήμους και τις Περιφέρειες σε δεύτερο ρόλο είναι καταδικασμένη από την αρχή σε αποτυχία.
Η θεσμική αυτοτέλεια της Αυτοδιοίκησης είναι εκ των ων ουκ άνευ σε κάθε μοντέλο που θέλει να λέγεται δημοκρατικό. Η διόγκωση της κεντρικής εξουσίας έχει παραδοσιακά αποτύχει.
Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στο πρόβλημα των ήδη μειωμένων αρμοδιοτήτων της Αυτοδιοίκησης λόγω της ύπαρξης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Τα Περιφερειακά Συμβούλια, για παράδειγμα σε θέματα περιβαλλοντικά, έχουν μόνο γνωμοδοτικό ρόλο και συχνά οι αποφάσεις τους δε λαμβάνονται υπόψη από την αντίστοιχη Αποκεντρωμένη Διοίκηση, η οποία σύμφωνα με τις προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης θα καταργούνταν. Με αυτόν τον τρόπο, θεσμοί καθ’ όλα υγιείς και επιτυχημένοι καθίστανται όργανα χωρίς διακριτές αρμοδιότητες και πλήρη ελευθερία κινήσεων, ενώ έχουν τη δυνατότητα να γίνουν σημαντικοί πόλοι ανάπτυξης. Το παράδειγμα της «ολοκληρωτικής» απορρόφησης κοινοτικών κονδυλίων από την Περιφέρεια Θεσσαλίας, όταν ο περιφερειάρχης Κώστας Αγοραστός παρέλαβε το ΕΣΠΑ τελματωμένο από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση, θα πρέπει να γίνειπεριπτωσιολογική μελέτη (casestudy).
Στα πλαίσια της πολυσυζητημένης αναδιοργάνωσης του κράτους, τοποθετώντας σε πρώτη προτεραιότητα τον πολίτη, η κυβέρνηση οφείλει να αλλάξει πλεύση όσον αφορά στην αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης. Νατονώσει τη δυναμική των τοπικών πολιτικών πομπών όπως οι Δήμοι και οι Περιφέρειες, ενισχύοντας τις αρμοδιότητές τους. Μόνον έτσι θα τους επιτρέψει να επιτελέσουν τον σπουδαίο κοινωνικό, οικονομικό και διοικητικό ρόλο για τον οποίο προορίζονται πολιτικά. Αλλιώς κινδυνεύει να αχρηστεύσει ένα πολύτιμο περιουσιακό της στοιχείο, που δύναται να αποτελέσει πανίσχυρη ασπίδα ενάντια στην κρίση και τα παρεπόμενά της.
Του Κωνσταντίνου Γ. Νούσιου, Αντιπεριφερειάρχη Περιβάλλοντος & Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων