Τα μέτρα που παρουσίασε η κυβέρνηση και συζητήθηκαν χθες στη Βουλή, συνιστούν ένα ακόμα βαρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων υπέρ του κεφαλαίου, ανεξάρτητα αν θα το ονομάσει κανείς μνημόνιο ή κάπως αλλιώς.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση συνεχίζει στον ίδιο ακριβώς δρόμο των αντιλαϊκών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που εντάθηκε το πεντάχρονο της κρίσης, στα βήματα των προηγούμενων κυβερνήσεων. Το ίδιο έπραξαν και οι βουλευτές Καρδίτσας του ΣΥΡΙΖΑ που στήριξαν και ψήφισαν χθες στη Βουλή υπέρ της κυβερνητικής πρότασης, αθετώντας και εγκαταλείποντας όσα μέχρι τώρα υποστήριζαν εκμαιεύοντας το ΟΧΙ των πολιτών στο πρόσφατο δημοψήφισμα για να φορτώσουν τελικά τους εργαζόμενους, τους μικρούς αγρότες, τους εμποροβιοτέχνες, τα φτωχά λαϊκά στρώματα με νέα ακόμα πιο σκληρά μέτρα.
Από αυτήν τη σκοπιά, αποδεικνύεται ο ταξικός, υπέρ του κεφαλαίου, χαρακτήρας της πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία εκλέχτηκε με «αντιμνημονιακές» κορόνες και με υποσχέσεις για ελάφρυνση των λαϊκών στρωμάτων από τις συνέπειες της κρίσης.
Τα μέτρα της νέας δανειακής σύμβασης, όμως, επαληθεύουν ακριβώς το αντίθετο. Οι εργαζόμενοι, κύρια οι νέοι, οι συνταξιούχοι, οι μικροί ΕΒΕ και οι φτωχοί αγρότες θα πληρώσουν το μάρμαρο των προσδοκιών για καπιταλιστική ανάκαμψη, όπως οι προηγούμενες κυβερνήσεις τούς φόρτωσαν το λογαριασμό της κρίσης.
Με τα μέτρα της κυβέρνησης, προχωράνε ένα βήμα πιο πέρα στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου, που συνδέονται άμεσα με την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία του. Οι επιλογές αυτές υλοποιούνται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και της Ευρωζώνης, με διαφορετικούς ρυθμούς και έκταση, ανεξάρτητα από το βάθος της κρίσης και από το αν βρίσκονται σε καθεστώς μνημονίου ή όχι. Για παράδειγμα, η σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, η στενότερη σύνδεση των εισφορών με το ύψος των συντάξεων, η κατάργηση της ελάχιστης προστασίας για τους χαμηλοσυνταξιούχους, όπως ήταν το ΕΚΑΣ, η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργαζόμενους, συνιστούν μέτρα μείωσης του λεγόμενου «μισθολογικού» και «μη μισθολογικού κόστους» για τους εργοδότες και περιορισμού των κρατικών δαπανών, παράγοντες που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας.
Η επιδείνωση των όρων φορολόγησης των φτωχών αγροτών και αυτοαπασχολούμενων, οι ιδιωτικοποιήσεις και η παραπέρα απελευθέρωση τομέων της οικονομίας, είναι μέτρα που επιταχύνουν τη συγκέντρωση γης και παραγωγής προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων, σε κρίσιμους για την κερδοφορία τους κλάδους και τομείς.
Η αύξηση της έμμεσης και άμεσης φορολογίας σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, ενισχύει την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου υπέρ του κεφαλαίου, κάνοντας σκόνη την προκλητική προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει τα μέτρα σαν «κοινωνικά δίκαια». Ακόμα και κάποια φληναφήματα που υπήρχαν σε προηγούμενη εκδοχή του μνημονίου για έκτακτη εφάπαξ φορολόγηση των επιχειρήσεων, εξαφανίστηκαν από την τελευταία πρόταση της κυβέρνησης.
Οι μεταρρυθμίσεις στην «αγορά εργασίας», με βάση την ευρωπαϊκή και διεθνή πρακτική, σημαίνουν πλήρη ελαστικοποίηση της απασχόλησης, ενταφιασμό της μόνιμης και σταθερής δουλειάς με εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, εργασία και διαχείριση της ανεργίας προσαρμοσμένες πλήρως στις απαιτήσεις της άναρχης καπιταλιστικής παραγωγής.
Αυτό είναι το «πακέτο» που φορτώνουν στις πλάτες του λαού, βαθαίνοντας τη χρεοκοπία της εργατικής λαϊκής οικογένειας. Αν περάσουν κι αυτά τα μέτρα, αν δεν κλιμακωθεί η πάλη για ανάκτηση των απωλειών από τα χρόνια της κρίσης, αν δεν μπει τώρα στην ημερήσια διάταξη του κινήματος η ανάγκη της ανασύνταξης, σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της εργοδοσίας, της ΕΕ και των κομμάτων της, οι επόμενες γενιές θα ζουν και θα δουλεύουν μια ζωή, για ένα κομμάτι ψωμί.
Η οργάνωση της πάλης για την απόκρουση των μέτρων και την ανατροπή της πολιτικής που τα παράγει, με την οικοδόμηση μιας ισχυρής λαϊκής συμμαχίας, είναι το καθήκον που βαραίνει τις πλάτες των εργαζομένων και του λαού.