Ο Βουλευτής του Σύριζα Καρδίτσας Σπύρος Λάππας μίλησε στη Βουλή για το Ν/Σ για την Ιθαγένεια, και μία μικρή περίληψή της ομιλίας του είναι η εξής:
«Μετά από μεγάλες νομικές, πολιτικές και ιδεολογικές περιπέτειες έρχεται για συζήτηση στη Βουλή το Ν/Σ για την Ιθαγένεια, ζήτημα που ανάγεται στη Δημοκρατία και στο Κράτος Δικαίου. Όμως το ζήτημα της Ιθαγένειας δεν είχε πίσω του μόνο περιπέτειες, αλλά και αγώνες, γιατί ο αγώνας για την Ιθαγένεια είναι αγώνας για τη δημοκρατία, τα ατομικά δικαιώματα και την κοινωνική συνοχή. Ο αγώνας για την Ιθαγένεια είναι αγώνας για τα αυτονόητα, όμως τίποτα δεν είναι αυτονόητο στη χώρα μας, όλα απαιτούν αγώνα και ο αγώνας αυτός είναι ο εμβρυουλκός ιδεών και αντιλήψεων, που συνθέτουν την πολιτική μας δύναμη. Το ζήτημα της Ιθαγένειας είναι κατ’ αρχήν και προεχόντως ζήτημα νομικό και τα πλαίσια του Δικαίου η Ιθαγένεια μπορεί να νοηθεί ως εξής: «Η Ιθαγένεια είναι ο δημοσίου δικαίου δεσμός ενός ατόμου προς μία πολιτεία, στο λαό της οποίας αυτός ανήκει». Αυτή η κλασσική έννοια της ιδιότητας του πολίτη έχει να κάνει με το καθεστώς ενός ατόμου σε σχέση με συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις και τη δυνατότητα συμμετοχής του στους θεσμούς του κράτους. Δηλαδή σημαίνει να αναγνωριζόμαστε από το κράτος σαν ισότιμα υποκείμενα ενός κράτους δικαίου. Γι αυτό έχει επικρατήσει και διεθνώς στο χώρο του δημοσίου δικαίου ότι ο αγώνας για την Ιθαγένεια είναι αγώνας για την υπόθεση της ιδιότητας του πολίτη. Ο ορισμός αυτός της Ιθαγένειας συνάδει και με το περιεχόμενο της έννοιάς της που προσδίδει και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια, η οποία στο άρθρο 2 αναφέρει: «Ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με το Κράτος και δεν αποτελεί ένδειξη της εθνικής καταγωγής του», ενώ στο άρθρο 5 αναφέρει ότι «1. Οι κανόνες δικαίου των Κρατών μελών που αφορούν στην Ιθαγένεια δεν πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις ή οιαδήποτε πρακτική που συνιστά διάκριση για λόγους φύλου, θρησκείας, φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής».
Όμως εκτός από την στενή και αυστηρή νομική έννοια της Ιθαγένειας, υπάρχει και η διάσταση της εμπειρικής έννοιας, που συναρτάται με μία ταυτότητα της ιδιότητας του πολίτη με τη μορφή της αυτοσυνειδησίας και αυτοπροσδιορισμού, την οποία αποκτούν τα μέλη μία κοινότητας στην καθημερινότητά τους. Αυτή είναι μία δι-υποκειμενική και διαλογική διαδικασία που αποκτάται μέσα από το να είναι κάποιος μέλος μίας συγκεκριμένης κοινότητας, μέσα από την αλληλεπίδραση με άλλους, τη συμμετοχή στα κοινά, την παιδεία, στον πολιτισμό κλπ. Η μορφή αυτή της ιδιότητας του πολίτη αποτελεί μέρος της κλασσικής δημοκρατικής παράδοσης της «συμμετοχής», και αυτή ακριβώς η συμμετοχή έχει ονομαστεί στο χώρο της επιστήμης είτε σαν «άτυπη ιδιότητα»(Σάσκια Σάσεν), είτε σαν «συνεργατική ιδιότητα»(Τζέϊμς Τάλυ) και περιλαμβάνει, σύμφωνα με την έννοια αυτή τους τρόπους συμμετοχής στα δημόσια πράγματα χωρίς απαραίτητα αναφορά στη θεσμική ιδιότητα. Είναι μία έννοια που ξεκινά από την προϋπόθεση ότι τα άτομα γίνονται πολίτες μέσω τη συμμετοχής τους στα κοινά, μέσω των καθημερινών τους πρακτικών. Να θυμηθούμε όμως και τη διάταξη του άρθρου 5 το Συντάγματός μας, που ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει γα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», και είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή, η οποία δεν αφορά μόνο τους ΄Ελληνες πολίτες, αλλά και κάθε φυσικό πρόσωπο, εγγυάται στον καθένα ως αποδέκτη και φορέα ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων τη συμμετοχή στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της Χώρας. Οι περισσότερες αυτές μορφές συμμετοχής στην ελληνική κοινωνία συναρθρώνονται ώστε όσο βαθαίνει η εμπλοκή κάποιου στη ζωή της Χώρας, λ.χ. με τη μακρόχρονη παραμονή του σ’ αυτή, να εντείνεται η ανάγκη ή και η απαίτηση πλήρους συμμετοχής. Επειδή το ζήτημα της Ιθαγένειας είναι πρωτίστως ζήτημα δημοκρατίας και από τον τρόπο αντιμετώπισής του αναδεικνύεται η ποιότητα και το εύρος του Κράτους Δικαίου, αφορά ολόκληρη την κοινωνία και όχι μόνο μερικούς ευαίσθητους πολίτες ή μόνο τους μετανάστες, και υπό την έννοια αυτή προσλαμβάνει καθολικό αίτημα για την κάλυψη- επί τέλους-του νομικού, πολιτικού και κοινωνικού κενού που δημιούργησε αφενός η υπ’ αριθμ. Ε460/2013 απόφαση του ΣτΕ, και η αβελτηρία αφετέρου της ελληνικής πολιτείας. Το μεν Στε που κυριολεκτικά αφαίρεσε και υφάρπαξε την αρμοδιότητα της Βουλής, η δε ελληνική πολιτεία μετά την έκδοση της απόφασης αυτής δεν μερίμνησε να φέρει νόμο για την αντιμετώπιση του ζητήματος της Ιθαγένειας, με αποτέλεσμα τελικά να ορίζει το ποιος είναι ή δεν είναι έλληνας αποκλειστικά ένα δικαστήριο, έστω και αν αυτό είναι ένα ανώτατο δικαστήριο Ειδικότερα το Ν/Σ προβλέπει: Κτήση Ιθαγένειας από τα λεγόμενη «δεύτερη γενιά». Τέκνο αλλοδαπών που γεννιέται στην Ελλάδα θεμελιώνει δικαίωμα κτήσης ελληνικής ιθαγένειας 1) αν εγγραφεί στην 1η τάξη Δημοτικού Σχολείου και συνέχιση παρακολούθησης μέχρι την υποβολή αίτησης των γονέων ή του ενός γονέα του.2) προηγούμενη νόμιμη συνεχής διαμονή ενός εκ των γονέων επί 5 χρόνια πριν τη γέννησή του, ενώ εάν το τέκνο γεννήθηκε πριν τη συμπλήρωση της 5ετίας το δικαίωμα θεμελιώνεται με τη συμπλήρωση 10ετούς μόνιμης και νόμιμης διαμονής του γονέα. Το τέκνο αλλοδαπών αποκτά την ελληνική ιθαγένεια εφόσον κατά το χρόνο υποβολής της κοινής δήλωσης των γονέων του συνεχίζει να παρακολουθεί ελληνικό σχολείο, οι δύο γονείς είναι νόμιμα στη χώρα και ο ένας τουλάχιστον εξ αυτών κατέχει συγκεκριμένο τύπο άδειας διαμονής. 3)Ο ανήλικος αλλοδαπός που κατοικεί νόμιμα και νόμιμα στην Ελλάδα θεμελιώνει δικαίωμα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω φοίτησης σε ελληνικό σχολείο και ολοκληρώνει επιτυχώς είτε 9 τάξεις ελληνικού σχολείου είτε 6 τάξεις β΄θμιας εκπαίδευσης ελληνικού σχολείου. 4) Ο αλλοδαπός που κατοικεί νόμιμα και νόμιμα στην Ελλάδα θεμελιώνει δικαίωμα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω φοίτησης και αποφοίτησης ΑΕΙ ή ΤΕΙ, με την προϋπόθεση να είναι και κάτοχος απολυτηρίου β΄θμιας εκπαίδευσης. Στα πλαίσια λειτουργίας των θεσμών ενός κράτους Δικαίου, το Δίκαιο της Ιθαγένειας νοείται μόνο με την ισχύ και υλοποίηση βασικών όρων και παραμέτρων μιας σύγχρονης δημοκρατίας, στην οποία η Ιθαγένεια δεν είναι δώρο, ούτε προνόμιο κάποιων σε βάρος άλλων. Κατά κυριολεξία, η δεύτερη γενιά δεν είναι μετανάστες. Δεν έφυγαν από την πατρίδα τους, όπως οι γονείς τους. Αντίθετα, ζουν σε μια άλλη πατρίδα, μόνον αυτή γνωρίζουν και – σταδιακά – μόνον αυτή αναγνωρίζουν ως δική τους. Το ίδιο, σε μεγάλο βαθμό, ισχύει και για τα παιδιά που γεννήθηκαν μεν στην πατρίδα των γονιών τους, αλλά μεγαλώνουν στη Χώρα μας. Η μάχη για το δίκαιο της ιθαγένειας μόλις αρχίζει με την ψήφιση του Ν/Σ, και θα έχει επιτυχή αποτελέσματα αν ο δημοκρατικός κόσμος απαιτήσει τεκμηρίωση, επιδείξει εγρήγορση και εκδηλώσει φρόνημα. Γιατί τίποτα στη χώρα μας δεν είναι αυτονόητο. Και πάντα στο κέντρο της πολιτικής μας ο ΄Ανθρωπος, υλοποιούμε και καταυγάζουμε την πρωταγόρεια φιλοσοφία: «Πάντων χρημάτων μέτρον Ανθρωπος».